Η μεταρρύθμιση του 1964, στα πλαίσια ενός κράτους που ήθελε να εξευρωπαϊστεί και να εκσυγχρονιστεί, προέβλεπε μεταξύ άλλων την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας έναντι της μέχρι τότε καθαρεύουσας σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, αλλά και την διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών από μετάφραση.
Το μέτρο αυτό είχε αξιολογηθεί και από τους πρωτεργάτες της μεταρρύθμισης ως “η πιο επαναστατική από όλες τις καινοτομίες του νομοσχεδίου” (Κακριδής 1964). Σκοπός αυτού του μέτρου ήταν να ξεπεραστεί η αποσπασματική και βιαστική γνώση των κλασικών έργων και να προωθηθεί η εμβάθυνση στα νοήματα και το ήθος των συγγραφέων (Παπανούτσος 1982: 104-105).
Όπως είναι λογικό τα μέτρα αυτά προκάλεσαν αντιδράσεις, τόσο στον απλό λαό όσο και σε διακεκριμένους επιστήμονες και οργανώσεις. Πίστευαν ότι η καθαρεύουσα συνέδεε τον ελληνικό λαό με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και δεν ήθελαν να χαθεί αυτή πολιτισμική συνέχεια. Η γλώσσα άλλωστε πάντοτε αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο μεταξύ αρχαίου και σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Ο μητροπολίτης Φλωρίνης-Εορδαίας και Πρεσπών, Αυγουστίνος Καντιώτης, πίστευε ότι η εισαγωγή της νέας ελληνικής στο σχολείο αποτελούσε κίνδυνο για την ελληνική γλώσσα (Καντιώτης 1967: 56-57). Την άποψή του αυτή την εξέφρασε μέσω δημόσιων ομιλιών αλλά και βιβλίων που δημοσίευσε λίγο αργότερα. Ο μητροπολίτης Σάμου Ειρηναίος, υποστήριξε πως “η καθαρεύουσα είναι η γλώσσα εις την οποία εκφράζει το έθνος την ενότητά του, διότι δι’ αυτής όχι μόνο η επιστήμη, αλλά και το κράτος, η Εκκλησία, ο Τύπος και πάσα άλλη δημοσία και κοινωνική λειτουργία, εκφράζει τα διανοήματα της και τας σκέψεις της (Ειρηναίος, 1967: 183).
Ποια ήταν όμως η άποψη της Ιεράς Συνόδου;
Ως ο πλέον επίσημος εκπρόσωπος των αρχιερέων τους έθνους, η Ιερά Σύνοδος τήρησε μια πιο ουδέτερη στάση στο γλωσσικό ζήτημα και τις αλλαγές που προέβλεπε η μεταρρύθμιση. Δεν βλέπουμε πολλές αντιδράσεις ή δημόσιες ομιλίες κατά της μεταρρύθμισης.
Ενάντια στο νομοσχέδιο όμως ήταν εκτός των άλλων και οι εκπρόσωποι της παλαιοημερολογίτικης εκκλησίας. Η Θεολογική Σχολή Αθηνών, της οποίας ο ρόλος ήταν πολύ έντονος σε αυτές τις αντιπαραθέσεις, είχε τονίσει και στο παρελθόν πως η διδασκαλία της καθαρεύουσας στο δημοτικό, είναι αναγκαία (Θεολογική Σχολή Αθηνών 1958: 28-29), ενώ μεταξύ άλλων έστειλε υπόμνημα στο Υπουργείο Παιδείας για το ζήτημα των αρχαίων ελληνικών, υποστηρίζοντας ότι “ολόκληρος ο πνευματικός θησαυρός του Έθνους, ο ελληνοχριστιανικός, συμπεριλαμβανομένης και της Καινής Διαθήκης και της χριστιανικής γραμματείας και υμνολογίας είναι, δυστυχώς και σήμερα, δυσπρόσιτος στο νέο Έλληνα”. Η Θεολογική Σχολή υποστήριζε πως πρώτιστος στόχος της μέσης παιδείας θα έπρεπε να είναι “να καταστήσει τους Έλληνες ικανούς να κινούνται ελεύθερα, χωρίς τη βοήθεια των μεταφράσεων, σε κάθε εποχής νεοελληνικά κείμενα, εκ των οποίων τα αξιολογότατα διέπονται από τους κανόνες της ενιαίας ελληνικής γλώσσας και της γραμματικής της” (Θεολογική Σχολή Αθηνών, 1964: 64-72).
Επιπλέον, ο Παναγιώτης Μπρατσιώτης, καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών (το διάστημα 1955-1982) και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, με άρθρα του στον Τύπο, συνέδεσε την εισαγωγή του νέου μαθήματος των αρχαίων ελληνικών από μετάφραση, με την υπονόμευση του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους. Πίστευε πως η εισαγωγή αυτού του μαθήματος είναι ένα “φοβερό κτύπημα κατά του Οικουμενικού χαρακτήρος που έχουν τα κλασικά κείμενα της ρητορείας, της ιστορίας και της τέχνης”.
Να αναφερθούμε επίσης σε ένα σχετικό άρθρο του χριστιανικού περιοδικού “Σωτήρ” μετά την δεύτερη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976, η οποία επισημοποιούσε τη δημοτική ως τη μοναδική γλώσσα του ελληνικού έθνους και της παιδείας. Το άρθρο είχε τίτλο “Ο μεγάλος ασθενής” και ανάμεσα σε άλλες θέσεις τόνιζε πως “Εν ακόμη εκπαιδευτικόν έτος επέρασεν. Και πρέπει να ομολογήσωμεν ότι υπήρξε σημαντικόν. Διότι κατ’αυτό συνέβησαν τρία μεγάλα γεγονότα. Δεύτερον, κατ’ επίσημον τρόπον είχομεν τον ‘ενταφιασμό’ της αρχαίας ελληνικής γλώσσης και της συνδεδεμένης μετ’αυτής αμέσως κλασσικής παιδείας. Διότι δεν πρέπει να απατώμεθα. Η διδασκαλία των αρχαίων συγγραφέων δια των μεταφράσεων δεν ισοδυναμεί προς την επαφήν με το πρωτότυπον κείμενον. Ταύτα δε σημαίνουν ότι, εις εποχή κατά την οποίαν έχωμεν απόλυτον ανάγκη ανθρώπων με “ανθρωπιάν” και υψηλά ιδανικά, κόπτομεν τον σύνδεσμον με τας ρίζας μας. Με την ελληνικήν και χριστιανικήν παράδοσιν. Αφού καθώς τα παιδιά μας δεν θα γνωρίζουν την αρχαίαν γλώσσαν, ούτε τα υπέροχα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας θα κατανοούν, αλλ’ ίσως ούτε το Ευαγγέλιον και την Θείαν Λατρείαν μας”.
Βλέποντας όλα αυτά τα στοιχεία και τις αντιδράσεις των χριστιανικών οργανώσεων , μπορεί κανείς εύκολα να διεξάγει το συμπέρασμα πως τα ψεύδη που συχνά ακούγονται για την μάχη εκκλησίας-αρχαίου ελληνικού πολιτισμού δεν έχουν βάση. Οι όποιες πρωτοχριστιανικές πράξεις συνέβησαν κατά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, σίγουρα δεν επράχθησαν από Έλληνες χριστιανούς ορθόδοξους. Η αγάπη των ιερέων αλλά και της Εκκλησίας μας προς τον ελληνικό πολιτισμό είναι γεγονός. Για όσους δεν το πιστεύουν, τα παραπάνω στοιχεία έρχονται να αποδείξουν πως τα αρχαία ελληνικά και ο χριστιανικός πολιτισμός μας είναι ενωμένα με δεσμούς αίματος. Τα ιστορικά παραδείγματα είναι άπειρα.