Μετάφραση: Δημήτρης Βερδελής
Επιμέλεια-διορθώσεις: Ομάδα συνεργατών του ΙΝΣΠΟΛ
Οι μεταπολεμικοί διανοούμενοι έχουν κληρονομήσει δύο σημαντικά συστήματα πολιτικής σκέψης με τα οποία ικανοποιούν τη λαγνεία τους για το δόγμα: φιλελευθερισμός και σοσιαλισμός. Το γεγονός ότι, ακόμα και στην Ανατολική Ευρώπη, η «παγκόσμια σύγκρουση» που κράτησε για εβδομήντα χρόνια ειδώθηκε συχνά σε σχέση με την αντίθεση μεταξύ αυτών των συστημάτων μαρτυρεί την ανθεκτικότητα αυτής της νοοτροπίας διχοτόμησης. Και επειδή πρόκειται για συστήματα, συχνά υποτίθεται ότι διαθέτουν οργανική ενότητα – ότι δεν μπορείτε να ασπαστείτε κάποιο μέρος ενός από αυτά χωρίς να το ασπαστείτε ολόκληρο. Αλλά ας πούμε εξαρχής ότι από την άποψη των σημερινών μας δεινών, τίποτα δεν είναι πιο προφανές για αυτά τα συστήματα από το γεγονός ότι είναι, ως προς τις προϋποθέσεις τους, ουσιαστικά τα ίδια.
Το κάθε σύστημα προτείνει μια περιγραφή της κατάστασής μας και μια ιδανική λύση για αυτήν, με όρους κοσμικούς, αφηρημένους, καθολικούς που διέπονται από την αρχή της πολιτικής ισότητας. Το κάθε ένα βλέπει τον κόσμο με «αποϊεροποιημένους» όρους, με όρους που, στην πραγματικότητα, δεν αντιστοιχούν σε μια διαρκή κοινή ανθρώπινη εμπειρία, αλλά μόνο στα ψυχρά, αποστεωμένα ερμηνευτικά παραδείγματα που στοιχειώνουν τους εγκεφάλους των διανοουμένων. Και τα δύο είναι αφηρημένα, ακόμη και όταν ισχυρίζονται ότι δίνουν μια θέαση της ανθρώπινης ιστορίας. Η ανθρώπινη ιστορία, όπως και η φιλοσοφία, αποσπάται από τη συγκεκριμένη συνθήκη του ανθρώπινου παράγοντα και, μάλιστα, στην περίπτωση του μαρξισμού, φτάνει στο σημείο να αρνείται την αποτελεσματικότητα της ανθρώπινης πράξης , προτιμώντας να βλέπει τον κόσμο ως συρροή απρόσωπων δυνάμεων. Οι ιδέες με τις οποίες οι άνθρωποι ζουν και βρίσκουν την τοπική τους ταυτότητα – ιδέες πίστης, χώρας ή έθνους, θρησκείας και χρέους – όλα αυτά είναι, για τον σοσιαλιστή, απλή ιδεολογία, και για τον φιλελεύθερο, θέματα «ιδιωτικής» επιλογής, σεβαστά από το κράτος μόνο επειδή δεν μπορούν να έχουν πραγματική σημασία στο κράτος.
Μόνο σε λίγα μέρη στην Ευρώπη και την Αμερική μπορεί κάποιος να αυτό-αποκαλείται συντηρητικός και να περιμένει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Επομένως, το πρώτο καθήκον του συντηρητισμού είναι να δημιουργήσει μια γλώσσα στην οποία ο όρος «συντηρητικός» δεν θα είναι πλέον υβριστικός. Αυτό το καθήκον είναι μέρος ενός άλλου, και μεγαλύτερου εγχειρήματος: του εξαγνισμού της γλώσσας από την ύπουλη συνθηματοποίηση που την κατέλαβε . Δεν πρόκειται για απλό εγχείρημα . Πράγματι, συνιστά, κατά μία έννοια, το σύνολο της πολιτικής.
Όπως οι κομμουνιστές συνειδητοποίησαν από την αρχή, ο έλεγχος της γλώσσας είναι ο έλεγχος της σκέψης – όχι της πραγματικής σκέψης, αλλά των δυνατοτήτων της σκέψης.
Οι γονείς μας σκέφτονταν με όρους θεμελιακών διχοτομιών, εν μέρει εξαιτίας των επιτυχημένων προσπαθειών των κομμουνιστών, οι οποίες ευνοήθηκαν από ένα παγκόσμιο πόλεμο τον οποίο οι κομμουνιστές επιτάχυναν. Αριστερά-δεξιά, κομμουνιστής-φασίστας, σοσιαλιστής-καπιταλιστής και ούτω καθεξής. Αυτοί ήταν οι «όροι συζήτησης» που κληρονομήσαμε. Στο βαθμό που δεν είσαι «στην Αριστερά», υπονοούσαν, τότε σε αυτό το βαθμό είσαι «στην Δεξιά». Στον βαθμό που δεν είσαι κομμουνιστής, τότε τόσο πλησιέστερα βρίσκεσαι στο φασισμό. Εάν δεν είσαι σοσιαλιστής, τότε είσαι συνήγορος του «καπιταλισμού», ως οικονομικού και πολιτικού συστήματος .
Αν υπάρχει μια βασική διχοτομία που μας φέρνει αντιμέτωπους αυτή τη στιγμή, είναι μεταξύ ημών – των κληρονόμων των σωζομένων τμημάτων του Δυτικού Πολιτισμού και της δυτικής πολιτικής σκέψης – και των κομιστών των διχοτομιών. Δεν υπάρχει τέτοια αντίθεση όπως αυτή μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, ή μεταξύ κομμουνισμού και φασισμού. Υπάρχει απλώς μια αιώνια συμμαχία μεταξύ εκείνων που σκέφτονται με όρους διχοτομιών και ετικετών – αν και πρόκειται για μια «συμμαχία των φαύλων», οι οποίοι είναι πάντα έτοιμοι να παραβιάσουν τους όρους που τους δεσμεύουν -. Είναι το νέο στυλ της πολιτικής, η επιστήμη που έχει αντικαταστήσει στην πραγματικότητα την «πολιτική» όπως ήταν πάντοτε γνωστή. Είναι ένας κόσμος «δυνάμεων» και «κινημάτων «. Ο κόσμος με τη μορφή που γίνεται αντιληπτός από αυτά τα παιδαριώδη μυαλά βρίσκεται σε συνεχή κατάσταση αναταραχής και σύγκρουσης, προχωρώντας τώρα προς την αριστερά, τώρα προς τα δεξιά, σύμφωνα με τις πρόχειρες προβλέψεις του τάδε ή του δείνα θεωρητικού του κοινωνικού πεπρωμένου του ανθρώπου. Πάνω απ ‘όλα, το διχοτομικό μυαλό έχει ανάγκη από ένα σύστημα. Επιδιώκει μια θεωρητική αποτύπωση της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης του ανθρώπου, από την οποία να προκύπτει ένα δόγμα που θα απαντά σε κάθε ουσιώδη περίσταση.
Κάθε ένα από αυτά τα δύο συστήματα είναι επίσης παγκόσμιο. Ο διεθνής σοσιαλισμός είναι το δηλωμένο ιδανικό των περισσότερων σοσιαλιστών. Ένας διεθνής φιλελευθερισμός είναι η άδηλη τάση των φιλελεύθερων. Κανένα από τα δύο συστήματα δεν μπορεί να διανοηθεί ότι οι άνθρωποι ζουν, όχι με καθολικές προσδοκίες αλλά με τοπικούς δεσμούς, όχι από μια «αλληλεγγύη» που εκτείνεται σε ολόκληρο τον κόσμο από τη μια άκρη στην άλλη, αλλά από υποχρεώσεις που κατανοούνται με όρους που διακρίνουν τους ανθρώπους από τους περισσότερους από τους συνανθρώπους τους – με όρους όπως η εθνική ιστορία, η θρησκεία, η γλώσσα και τα έθιμα που παρέχουν νομιμοποιητική βάση. Τέλος – και η σημασία αυτού δεν πρέπει ποτέ να υποτιμηθεί – τόσο ο σοσιαλισμός όσο και ο φιλελευθερισμός είναι, σε τελευταία ανάλυση, εξισωτικοί. Και οι δύο υποθέτουν ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι από κάθε άποψη που σχετίζεται με το πολιτικό τους πλεονέκτημα. Για τον σοσιαλιστή, οι άνθρωποι είναι ίσοι στις ανάγκες τους και πρέπει να είναι ίσοι σε όλα όσα τους παρέχονται για την ικανοποίηση των αναγκών τους. Για τον φιλελεύθερο, είναι ίσοι στα δικαιώματά τους και πρέπει να είναι ίσοι σε όλα όσα επηρεάζουν την κοινωνική και πολιτική τους θέση.
Πρέπει να πω αμέσως ότι έχω περισσότερη συμπάθεια για τη φιλελεύθερη παρά για τη σοσιαλιστική θέση. Διότι βασίζεται σε μια φιλοσοφία που δεν σέβεται μόνο την πραγματικότητα του ανθρώπινου παράγοντα, αλλά προσπαθεί επίσης να συμβιβάσει την πολιτική μας ύπαρξη με τις στοιχειώδεις ελευθερίες που απειλούνται συνεχώς από αυτήν. Αλλά -όποια και αν είναι η αξία του ως φιλοσοφικό σύστημα- ο φιλελευθερισμός παραμένει, για μένα, απλά και μόνο αυτό ένα σταθερό διορθωτικό της συγκεκριμένης πραγματικότητας, αλλά δεν συνιστά μια πραγματικότητα από μόνη της. Πρόκειται για μια σκιά του φωτός της λογικής, της οποίας η ύπαρξη εξαρτάται από το τεράστιο σώμα που εμποδίζει αυτό το φως, το σώμα της συγκεκριμένης πολιτικής ύπαρξης του ανθρώπου.
Αυτή η συγκεκριμένη πολιτική ύπαρξη αψηφά τα τέσσερα αξιώματα του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού. Δεν είναι κοσμική, αλλά πνευματική, ούτε αφηρημένη, αλλά συγκεκριμένη, όχι παγκόσμια αλλά ιδιαίτερη, και όχι ισότιμη αλλά γεμάτη από ποικιλότητα, ανισότητα, προνόμια και εξουσία. Και έτσι πρέπει να είναι. Λέω ότι είναι πνευματική, γιατί πιστεύω ότι ο κόσμος όπως τον καταλαβαίνει ο άνθρωπος – ο κόσμος της ζωής (Lebenswelt) – του δίνεται με όρους που φέρουν το ανεξίτηλο αποτύπωμα υποχρεώσεων που ξεπερνούν την κατανόησή του. Γεννιέται σε έναν κόσμο που τον καλεί να κάνει θυσίες, και ο οποίος του υπόσχεται ασαφή ανταμοιβή. Αυτός ο κόσμος είναι συγκεκριμένος-δεν μπορεί να περιγραφεί στην αφηρημένη ανιστορική γλώσσα του σοσιαλιστή ή φιλελεύθερου θεωρητικού χωρίς να αφαιρεθεί το δέρμα της σημασίας που τον καθιστά αντιληπτό. Ο κόσμος του σοσιαλιστή και ο κόσμος του φιλελεύθερου είναι σαν τους νεκρούς σκελετούς, από τους οποίους έχει αφαιρεθεί το ζωντανό δέρμα. Αλλά αυτός ο πραγματικός, ζωντανός, κοινωνικός κόσμος είναι ένα ιδιαίτερο πράγμα, ένα ζωτικό πράγμα και πρέπει, εάν πρόκειται να ανθίσει, να κατανείμει τη ζωή του με διαφορετικό και άνισο τρόπο στα διάφορα μέρη του. Η αφηρημένη ισότητα του σοσιαλιστή και του φιλελεύθερου δεν έχει θέση σε αυτόν τον κόσμο και θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα μόνο με την διεκδικητική επιβολή ελέγχων τόσο τεράστιων που θα αυτοκαταστρέφονταν.
Προκειμένου να δικαιολογήσει και μάλιστα να κερδίσει τον πόλεμό του με την πραγματικότητα, ο διανοητικός νους έχει αναπτύξει μια εκμηδενιστική γλώσσα για να τον περιγράψει. Όλες οι πολιτικές πραγματικότητες περιγράφονται ανιστορικά, σαν να μπορούσαν να εγκαθιδρυθούν οπουδήποτε, ανά πάσα στιγμή. Έτσι, το συγκεκριμένα πολωνικό φαινόμενο της «Αλληλεγγύης» συμπιέζεται στις αφηρημένες μορφές που υπαγορεύονται από τη θεωρία της «φιλελεύθερης δημοκρατίας». Θεωρείται ακόμη και ως ένα είδος σοσιαλισμού, ειδικά από Γάλλους διανοούμενους για τους οποίους τίποτα δεν είναι καλό αν δεν μπορούν να του αποδώσουν σοσιαλιστικό όνομα. Το παράδειγμα είναι ασήμαντο. Αν θέλουμε να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα, πρέπει να αναζητήσουμε μια γλώσσα που να είναι σχολαστική σε ο, τι αφορά τον ανθρώπινο κόσμο.
Μια γενικότητα, ωστόσο, είναι χρήσιμη για μας, ακριβώς επειδή, πίσω από αυτήν, κρύβονται χιλιάδες ιδιαιτερότητες. Αναφέρομαι στην ιδέα της νομιμότητας. Πρέπει να επαινέσουμε ιδιαιτέρως τους φιλελευθέρους διότι προσπάθησαν να παράσχουν μια εναλλακτική ιδέα νομιμότητας – με την οποία θα αμφισβητούσαν τα ιστορικά δικαιώματα που θα απαλείφονταν από τον θρίαμβο του συστήματος τους. Η πρώτη και η τελική καταδίκη του κομμουνισμού είναι ότι απέρριψε ολόκληρη την ιδέα της νομιμότητας με ένα σκοτεινό και ηχηρό γέλιο. Το μέλημά μου δεν είναι να διαφωνήσω με τους φιλελεύθερους, μερικές από τις ιδέες των οποίων πρέπει τελικά να ενσωματωθούν σε οποιαδήποτε φιλοσοφική θεωρία νόμιμης διακυβέρνησης. Θα ήθελα μόνο να προτείνω μια μη-φιλελεύθερη εναλλακτική, που θα είναι απαλλαγμένη από το μόλυσμα της θεωρίας.
Μεταξύ των πολυάριθμων διχοτομιών που έχουν κονιορτοποιήσει τη σύγχρονη ευφυΐα, -εξαιτίας, υποθέτω του Weber- η διχοτομία μεταξύ νομιμοποίησης και νομιμότητας, μεταξύ «παραδοσιακών» και «νομικά-ορθολογικών» τρόπων εξουσίας, είναι η πιο επιζήμια. Μόνο αν ο νόμος παρερμηνευθεί ως σύστημα αφαίρεσης, η νομιμότητα μπορεί να θεωρηθεί ως μια εναλλακτική λύση – και όχι ως μια συγκεκριμένη πραγματοποίηση – της νομιμοποίησης. Αλλά ο αφηρημένος νόμος στερείται, για τον λόγο αυτό, διαρκούς δύναμης.
Η νομιμοποίηση είναι, απλά, το δικαίωμα άσκησης της πολιτικής διοίκησης. Και αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την άσκηση του νόμου. Τι αποδίδει αυτό το δικαίωμα σε έναν λαό; Κάποιοι θα έλεγαν η «επιλογή» τους. Αλλά αυτή η ιδέα παραβλέπει το γεγονός ότι έχουμε μόνο τα πιο πρωτόγονα εργαλεία με τα οποία μετριούνται οι επιλογές, και αυτές οι επιλογές αφορούν μόνο τα πιο τυχαία πράγματα. Εκτός αυτού, τι οδηγεί τους ανθρώπους να δεχτούν την «επιλογή» την οποία τους επιβάλλουν οι συνάνθρωποί τους , αν όχι μια προϋπάρχουσα αίσθηση ότι συνενώνονται μεταξύ τους σε μια νομιμoποιημένη τάξη;
Το καθήκον του συντηρητικού είναι να βρει συγκεκριμένα τους λόγους της πολιτικής ύπαρξης και να εργαστεί για την αποκατάσταση της νόμιμης κυβέρνησης σε έναν κόσμο που έχει σαρωθεί από τις πνευματικές αφαιρέσεις. Το τελικό μοντέλο μας για μια νομιμοποιημένη τάξη είναι αυτό που δίνεται ιστορικά, σε ανθρώπους που ενώνονται με την αίσθηση ενός κοινού πεπρωμένου, ενός κοινού πολιτισμού και μιας κοινής πηγής των αξιών που διέπουν τη ζωή τους.
Η φιλελεύθερη διανόηση στη Δύση, όπως και η παλιά κομμουνιστική διανόηση στην Ανατολή, αρνείται επίμονα να δεχτεί τον δεδομένο χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης. Έχει κάνει τη ζωή, και συγκεκριμένα την πολιτική ζωή, ένα είδος διανοητικού πειράματος. Βλέπει τη δυστυχία του ανθρώπου και ρωτάει, «τι έχει πάει στραβά»; Και ονειρεύεται έναν κόσμο στον οποίο ένα αφηρημένο ιδανικό της δικαιοσύνης θα γίνει πραγματικότητα. Ψάχνει παντού για την ενιαία λύση που θα επιλύσει τις συγκρούσεις και θα αποκαταστήσει την αρμονία παντού, είτε στον Βόρειο Πόλο είτε στον Ισημερινό. Από εκεί προέρχεται και η πλήρης αδυναμία του φιλελευθερισμού να δώσει λύση σε όσους πλήττονται από την εκνομία του ολοκληρωτισμού. Ο φιλελεύθερος ξεκινά από την ίδια υπόθεση με τον οπαδό του ολοκληρωτισμού, δηλαδή ότι η πολιτική είναι ένα μέσο και ο σκοπός είναι η ισότητα – όχι, στα αλήθεια η υλική ισότητα, αλλά η ηθική ισότητα, η ισότητα των «δικαιωμάτων». το απαραίτητο αποτέλεσμα αυτού του φιλελεύθερου ιδεώδους, αφού η δημοκρατία είναι η τελική πραγματοποίηση της πολιτικής ισότητας. Για τους φιλελεύθερους, ο μόνος τρόπος να αντιταχθούμε στον ολοκληρωτισμό είναι ο αργός, σταθερός εκδημοκρατισμός της κοινωνικής τάξης.
Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει την επίκληση αυτής της ιδέας; Αλλά παραγνωρίζει το ένα, αναπόφευκτο γεγονός. Δεν βλέπω την δική μου ζωή όπως ο φιλελεύθερος επιθυμεί να δει την πολιτική ζωή. Δεν βλέπω τη δική μου ζωή ως πείραμα. Ούτε μπορώ να θεωρήσω τις υποχρεώσεις μου ως δημιουργημένες εξ ολοκλήρου από τις ελεύθερες, υπεύθυνες ενέργειές μου. Εγώ γεννήθηκα σε μια κατάσταση που δεν δημιούργησα και είμαι βεβαρημένος από την γέννησή μου με υποχρεώσεις που δεν είναι δικές μου επινοήσεις. Το βασικό μου χρέος προς τον κόσμο δεν είναι η δικαιοσύνη αλλά η ευσέβεια, και μόνο όταν αναγνωρίζω αυτό το γεγονός μπορώ να είμαι πραγματικά ο εαυτός μου. Μόνο σε σχέση με τη δεδομένη κατάστασή μου μπορώ να διαμορφώσω εκείνες τις αξίες και τις κοινωνικές αντιλήψεις που μου δίνουν δύναμη, επιτέλους, να πειραματιστώ με την ελευθερία.
Κάθε γνήσια περιγραφή του αισθήματος που έχουμε για τη νομιμότητα πρέπει να ξεκινά από την αναγνώριση ότι ο σεβασμός προηγείται της δικαιοσύνης, τόσο στη ζωή μας όσο και στη σκέψη μας, και μέχρι να προσκολληθούμε σε ένα μέρος και τους ανθρώπους και να αρχίσουμε να τους θεωρούμε ως ‘’δικούς μας’’, οι ισχυρισμοί της δικαιοσύνης και η δεισιδαιμονία της ισότητας δεν έχουν νόημα για μας. Αλλά αυτή η προσήλωση στον τόπο και στους ανθρώπους δεν είναι επιλεγμένη, δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου φιλελεύθερου στοχασμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε είναι σχεδιασμένη στο πειραματικό πνεύμα που είναι τόσο σημαντικό για το σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Μας δίνεται, στην ίδια την υφή της κοινωνικής ύπαρξής μας. Γεννιόμαστε με υποχρεώσεις της οικογένειας και με εμπειρία του εαυτού μας ως τμήμα ενός μεγαλύτερου συνόλου. Το να μην αναγνωρίσουμε την προτεραιότητα αυτής της εμπειρίας είναι σαν να παραδεχόμαστε την βασική προϋπόθεση της ολοκληρωτικής σκέψης, δηλαδή ότι η πολιτική ύπαρξη δεν είναι παρά ένα μακροπρόθεσμο πείραμα. Υπάρχει μια συγκεκριμένη άποψη, ακόμα δημοφιλής μεταξύ των αριστερών διανοουμένων στη Δύση, ότι το σοβιετικό σύστημα ήταν «ο σοσιαλισμός που πήγε στραβά». Αυτή η σκέψη εκφράζει ακριβώς τον σημαντικότερο πολιτικό κίνδυνο της εποχής μας, που είναι η πεποίθηση ότι η πολιτική ενέχει μια επιλογή ανάμεσα τα συστήματα, τα οποία αποτελούν μέσα για την επίτευξη ενός σκοπού, έτσι ώστε ένα σύστημα μπορεί να «πάει στραβά» ενώ ένα άλλο «πηγαίνει καλά». Η αλήθεια είναι ότι ο σοσιαλισμός είναι λάθος, ακριβώς επειδή πιστεύει ότι μπορεί να πάει καλά – ακριβώς επειδή βλέπει την πολιτική σαν μέσο για ένα σκοπό. Η πολιτική είναι ένας τρόπος κοινωνικής ύπαρξης, της οποίας το υπόβαθρο είναι οι δεδομένες υποχρεώσεις από τις οποίες διαμορφώνονται οι κοινωνικές μας ταυτότητες. Η πολιτική είναι μια μορφή σχέσεων που δεν αποτελεί μέσο για ένα τέλος, αλλά ένα αυτοσκοπό. Βασίζεται στις αντιλήψεις μας για το δίκαιο και οι αντιλήψεις μας για το δίκαιο ενοικούν στην αίσθηση ότι διαμορφωνόμαστε από την κληρονομιά μας.
Ως εκ τούτου, αν θέλουμε να ανακαλύψουμε ξανά τις ρίζες της πολιτικής τάξης, πρέπει να προσπαθήσουμε να υποστηρίξουμε τις ακούσιες υποχρεώσεις που μας προσδίδουν την πολιτική μας ταυτότητα και οι οποίες καθορίζουν ότι είναι αδύνατον ένας Πολωνός να κυβερνηθεί από τη Μόσχα και ότι ένας κάτοικος των Νήσων Φώκλαντ, δεν μπορεί να κυβερνάται νόμιμα από το Μπουένος Άιρες.
Αξίζει να σταματήσουμε να αναφέρουμε μια άλλη και ανταγωνιστική γενίκευση που ήταν χρήσιμη στον αριστερό φιλελεύθερο διανοούμενο στην εποχή μας, στην προσπάθειά του να εξαλείψει το παρελθόν και να βρει μια βάση για πολιτική υποχρέωση που προσβλέπει μόνο προς το παρόν και το μέλλον. Αυτή είναι η ιδέα του «λαού», ως πηγή της νόμιμης τάξης. Η ιδέα συνδυάζεται συνήθως με τη φαντασίωση ότι ο διανοούμενος έχει κάποια ιδιόμορφη ικανότητα να ακούει και να εκφράζει τη «φωνή του λαού». Αυτή η αυταπάτη, η οποία έχει παραμείνει αναλλοίωτη από τις ημέρες της Γαλλικής Επανάστασης, εκφράζει την διανοητική επιδίωξη να επανασυνδεθεί με την κοινωνική τάξη από την οποία ο δικός του τρόπος σκέψης τον τράβηξε τόσο τραγικά. Θέλει να λυτρώσει τον εαυτό του από την «εξωτερική του θέση». Δυστυχώς, όμως, καταφέρνει να ενώσει τον εαυτό του όχι με την κοινωνία, αλλά μόνο με μια άλλη διανοητική αφαίρεση – «τον λαό» – που σχεδιάστηκε σύμφωνα με άψογες θεωρητικές προδιαγραφές, ακριβώς για να καλύψει με ένα πέπλο την απαράδεκτη πραγματικότητα της καθημερινής ζωής. «Ο λαός δεν υπάρχει». Ακόμη και αν υπήρχε, δεν θα εξουσίαζε τίποτα, δεδομένου ότι δεν θα είχε συγκεκριμένη βάση για την οικοδόμηση της νομιμότητάς του. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για λογαριασμό του λαού. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για λογαριασμό κανενός. Η αλήθεια, ωστόσο, προσπαθεί να ειπωθεί και μπορεί να βρει έκφραση, τώρα στα χείλη του ενός, κάποια άλλη στιγμή στα χείλη κάποιου άλλου.
Σε αντίθεση με τον «λαό», το έθνος δεν είναι αφαίρεση. Είναι μια δεδομένη ιστορική πραγματικότητα. Γίνεται συγκεκριμένη και άμεση στη γλώσσα, το έθιμο, τη θρησκεία και τον πολιτισμό. Περιέχει μέσα του την υπόρρητη δήλωση μιας νομιμοποιημένης τάξης. Αυτό, νομίζω, θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε, ακόμη και αυτοί – και αυτό περιλαμβάνει και τους περισσότερους από εμάς τώρα – που διστάζουν να υιοθετήσουν τον μονοκόμματο εθνικισμό που προέκυψε από το συνέδριο της Βιέννης και που αρχικά επέβαλε την ειρήνη, αλλά στην συνέχεια κατέστρεψε την ήπειρό μας.
Αλλά σίγουρα, θα πείτε, δεν υπάρχει άλλη πηγή νομιμότητας – η οποία να μην απαιτεί την υποστήριξη αυτών των ευσεβών υποχρεώσεων που φαίνεται να μας δεσμεύουν τόσο πολύ επί τη βάσει τόσων λίγων; Δεν μπορούμε να βρούμε νομιμοποίηση στη δημοκρατία, που θα αντικαταστήσει μια μέρα την έκκληση προς την ευσέβεια; Αυτή είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Αλλά δύο πράγματα πρέπει να ειπωθούν ως απάντηση σε αυτό. Πρώτον, η «δημοκρατία» είναι ένας αμφιλεγόμενος όρος και κανείς δεν γνωρίζει τι στο καλό σημαίνει ή πώς να την εξασφαλίσει. Πρέπει να περιμένουμε μέχρι να επιλυθούν όλα τα παράδοξα της κοινωνικής επιλογής πριν διαμορφώσουμε τις πολιτικές δεσμεύσεις μας;
Δεύτερον, αυτό που εκτιμούν οι πολίτες στη δημοκρατία δεν είναι μια περιοδική συλλογική επιλογή – γιατί τι είναι τόσο αξιοθαύμαστο στο γεγονός ότι η άγνοια της πλειοψηφίας κάθε φορά επιλέγει να καθοδηγείται από ένα νέο κόμμα, προς στόχους που δεν καταλαβαίνει καλύτερα από τους στόχους του προηγούμενου; Εκτιμώνται ορισμένες πολιτικές αρετές, τις οποίες σωστά συνδέουμε με τη βρετανική και αμερικανική δημοκρατία, αλλά που υπήρχαν πριν από τη δημοκρατία και θα μπορούσαν να εδραιωθούν αλλού χωρίς τη βοήθειά της. Αυτές οι αρετές είναι οι εξής:
(i) Περιορισμένη εξουσία: κανείς δεν μπορεί να ασκεί απεριόριστη εξουσία όταν τα σχέδιά του μπορούν να σβήσουν με μια εκλογή.
(ii) Συνταγματική κυβέρνηση: όμως ποιο είναι το στήριγμα του συντάγματος;
(iii) Δικαιολόγηση μέσω της συναίνεσης.
(iv) Την ύπαρξη αυτόνομων θεσμών και την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι που τους καθιστά δυνατούς.
(v) Κράτος δικαίου: με άλλα λόγια, η δυνατότητα ελέγχου νομιμότητας κάθε πράξης, ακόμη και όταν πρόκειται για πράξη ενός υπαλλήλου – ακόμη και όταν πρόκειται για πράξη στο όνομα της κυριαρχικής εξουσίας.
(vi) Νόμιμη αντιπολίτευση: με άλλα λόγια, το δικαίωμα να σχηματίζονται κόμματα, να δημιουργούνται πολιτικοί σχηματισμοί και να δημοσιεύονται απόψεις που αντιτίθενται στην κυβέρνηση. Και το δικαίωμα να διεκδικούμε ανοιχτά για εξουσία.
Οι πολιτικοί θεωρητικοί είναι φυσικά εξοικειωμένοι με αυτά τα θέματα και εδώ δεν είναι το μέρος για να τα συζητήσουμε λεπτομερώς. Αλλά αξίζει να συνοψίσουμε την εισαγωγή τους. Συνολικά, αυτά τα έξι χαρακτηριστικά της κυβέρνησης σημαίνουν όχι τη δημοκρατία, αλλά τον συνταγματικό περιορισμό. Για να το θέσουμε πιο ευθέως, υποδηλώνουν το χωρισμό του κράτους (που είναι ο τόπος της νόμιμης εξουσίας) από εκείνους που κατέχουν την εξουσία μέσω του κράτους. Όσοι ασκούν την εξουσία μπορούν να κριθούν με βάση τα ίδια τα αξιώματα που κατέχουν. Αυτό είναι σίγουρα ένα ουσιαστικό μέρος της αληθινής πολιτικής τάξης. Είναι επίσης ένα αναπόσπαστο κομμάτι μιας πλήρως επεξεργασμένης νομιμοποιημένης τάξης. Πράγματι, μπορούμε να δούμε τη νομιμοποίηση στο σύγχρονο κράτος ως αποτελούμενο από δύο μέρη: μια ρίζα, η οποία είναι η ευσεβής προσήλωση που προσελκύει τους ανθρώπους σε μια ενιαία πολιτική οντότητα. και ένα δέντρο που εξελίσσεται από τη ρίζα αυτή, η οποία είναι το κυρίαρχο κράτος, το οποίο είναι διατεταγμένο σύμφωνα με τις αρχές που έχω υποστηρίξει. Σε αυτή την κατάσταση, η εξουσία γίνεται αντικείμενο κατοχής υπό συνθήκες που την περιορίζουν και με τρόπο που την καθιστά υποκείμενη λογοδοσίας σε όσους μπορεί να υποφέρουν από την άσκησή της. Αυτό το κράτος δείχνει την πραγματική άνθηση μιας «κοινωνίας των πολιτών» – μιας δημόσιας ζωής που είναι ανοιχτή, αξιοπρεπής και εμποτισμένη με μια ενστικτώδη νομιμοποίηση. Αυτή η νομιμοποίηση μεγαλώνει και εκφράζει τη νομιμοποίηση που είναι συσσωρευμένη στη ρίζα της. Είναι αυτό το ανώτερο, ορατό τμήμα της πολιτικής νομιμότητας που καταστρέφεται τόσο προφανώς από τα πολιτικά δόγματα της εποχής μας. Αλλά η καταστροφή της είναι δυνατή, όχι τόσο από την εξάλειψη της δημοκρατίας, όσο και από την κατάπνιξη της αυθόρμητης πηγής του νόμιμου αισθήματος από το οποίο τροφοδοτείται.
Η δημοκρατία έχει βέβαια την δυνατότητα να υποστυλώσει τις έξι πολιτικές αρετές που ανέφερα. Αλλά μπορεί επίσης να τα καταστρέψει. Γιατί όλες αυτές εξαρτώνται από το ένα πράγμα που δεν μπορεί να προσφέρει η δημοκρατία και το οποίο υπαινίσσεται το ερώτημα που έχω προσθέσει στον υπ’ αριθμόν (ii): αυθεντία -εξουσία . Τι προτρέπει τους ανθρώπους να αποδεχθούν και να δεσμεύονται από τα αποτελέσματα μιας δημοκρατικής εκλογής ή από τον ισχύοντα νόμο ή από τους περιορισμούς που ενσωματώνονται σε ένα αξίωμα; Τι εν ολίγοις, δημιουργεί το «δημόσιο πνεύμα» που έχει εξαφανιστεί από τα θεσμικά όργανα κυβέρνησης σε ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης Ευρώπης; Σίγουρα είναι ο σεβασμός – για τα θεσμικά όργανα, για τις διαδικασίες, για τις εξουσίες και τα προνόμια που πραγματικά απολαμβάνουν. Ο σεβασμός αυτός προκύπτει από την αίσθηση ότι αυτές οι εξουσίες, τα προνόμια και οι διαδικασίες αντανακλούν κάτι που είναι πραγματικά «δικό μας», κάτι που μεγαλώνει από τον κοινωνικό δεσμό που καθορίζει την κατάστασή μας. Εδώ βρίσκεται η εξουσία του πραγματικού: ότι φαίνεται ότι περιέχει μέσα του τα κατάλοιπα της αφοσίωσης και πίστης που καθορίζει τη θέση μου.
Τι είναι τώρα αληθινή νομιμότητα; Έχω ήδη υπαινιχθεί τη διάκριση μεταξύ αφηρημένου και συγκεκριμένου νόμου και υπονόησα ότι μόνο αυτός μπορεί να γεμίσει πραγματικά το κενό της νομιμοποίησης που βρίσκεται σήμερα μπροστά μας. Η παράδοση του κοινού δικαίου αποτελεί παράδειγμα της καλύτερης μορφής του συγκεκριμένου νόμου. Οι δικαστές δημιουργούν αυτό το δίκαιο ως απόκριση στα συγκεκριμένα προβλήματα που έρχονται ενώπιον τους και στο πλαίσιο του οποίου οι αρχές αναδύονται με πολύ αργούς ρυθμούς και από την στιγμή της ανάδυσής τους υπόκεινται στην σκληρή δοκιμασία του πραγματικού. Κάθε νόμος που αποτελεί το αποτέλεσμα σοβαρών δικαστικών συλλογισμών, θεμελιωμένος σε προηγούμενα και αρχές, φέρει τη σφραγίδα μιας ιστορικής τάξης. Διατηρεί την ικανότητά του ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα των ανθρώπινων συγκρούσεων και αποτελεί μια πραγματική προσπάθεια επίλυσης αυτών, αντί να υπαγορεύει μια διανοητικά ικανοποιητική λύση η οποία μπορεί να είναι μη αποδεκτή στα μέρη. Αυτός ο τύπος νόμου περικλείει την πραγματική πηγή της νομικής εξουσίας, η οποία είναι η πεποίθηση του ενάγοντος ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη όχι αφηρημένα, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωσή του, υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων περιστάσεων της περίπτωσης του, και οι οποίες ίσως είναι μάλιστα μοναδικές του. Για να υπάρχει συγκεκριμένη νομοθεσία υπό οποιαδήποτε μορφή, πρέπει να υπάρχει δικαστική ανεξαρτησία. Και όταν υπάρχει δικαστική ανεξαρτησία, υπάρχει οτιδήποτε έχει ποτέ επιδιωχθεί κάτω από το λάβαρο των «δικαιωμάτων του ανθρώπου». Γιατί σε αυτό το σημείο υπάρχει η διαβεβαίωση ότι μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη, ανεξάρτητα από τη δύναμη που επιδιώκει να την σβήσει.
Υπάρχουν δύο σημαντικές απειλές για συγκεκριμένο δίκαιο. Το ένα είναι η κατάργηση της δικαστικής ανεξαρτησίας. Αυτό επιτεύχθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα, προς το συμφέρον μιας «αφηρημένης» δικαιοσύνης – μιας «ισότητας» της ανταμοιβής – η οποία πρέπει αναπόφευκτα να έρχεται σε σύγκρουση με τις συγκεκριμένες συνθήκες της ανθρώπινης ύπαρξης. Η δεύτερη απειλή είναι ο πολλαπλασιασμός των γραπτών νομοθετημάτων , του νόμου μέσω διαταγμάτων: πρόκειται για δίκαιο το οποίο δημιουργείται ξανά και ξανά σύμφωνα με τι απαιτήσεις των ανεπεξέργαστων ιδεών των πολιτικών και των συμβούλων τους. Όλοι αυτοί οι νόμοι είναι ανεπανόρθωτα ελαττωματικοί : το Κομμουνιστικό Κόμμα στήριξε ολόκληρη την διεκδίκηση νομιμότητας στη δημιουργία τέτοιων νόμων, εκριζώνοντας παράλληλα το μοναδικό όργανο, την νομική ανεξαρτησία – που θα μπορούσε να τους κάνει πραγματικούς νόμους και όχι στρατιωτικές διαταγές.
Ο φιλελευθερισμός ανέκαθεν εκτιμούσε τη σημασία της νομιμότητας. Αλλά η φιλελεύθερη νομιμότητα είναι μια αφηρημένη νομιμότητα που ασχολείται με την προώθηση μιας καθαρώς φιλοσοφικής ιδέας των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Τι αξία έχουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, χωρίς τη δικαστική διαδικασία που θα τα υποστηρίξει; Και εκτός από το γεγονός ότι, στηρίζοντας την πίστη του σε αυτή την απατηλή αφαίρεση, δεν μπορεί κανείς να δώσει στον εχθρό του άλλο ένα προπύργιο κατά της αναγνώρισης της παρανομίας του; Δεν είναι δυνατόν να πει ότι υποστηρίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα – μόνο διαφορετικά δικαιώματα; (Το δικαίωμα εργασίας, για παράδειγμα, ή το δικαίωμα συμμετοχής στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.) Αν στρέψουμε το βλέμμα μας πίσω στη Γαλλική Επανάσταση, βλέπει κανείς πόσο εύκολο είναι να γίνει το δόγμα των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ένα όργανο της πιο τρομακτικής τυραννίας. Αρκεί να κάνουμε αυτό που έκαναν οι Ιακωβίνοι – να καταργήσουν τη δικαστική εξουσία και να την αντικαταστήσουν με «λαϊκά δικαστήρια». Κατόπιν, οτιδήποτε μπορεί να γίνει σε οποιονδήποτε, στο όνομα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ως εκ τούτου, ως απάντηση στον φιλελευθερισμό είναι απαραίτητο να εργαστούμε για την αποκατάσταση των συγκεκριμένων συνθηκών της δικαιοσύνης. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος νόμος που υποστηρίζω είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν που θα επιδοκίμαζε ένας σοσιαλιστής ή ένας φιλελεύθερος. Διατηρεί τις ανισότητες, επιδαψιλεύει προνόμια, δικαιολογεί την εξουσία. Αυτό όμως είναι και η δύναμή του. Γιατί πάντα θα υπάρχουν ανισότητες: πάντα θα υπάρχει προνόμιο και εξουσία. Αυτά δεν είναι παρά τα χαρακτηριστικά στοιχεία της κάθε πραγματικής πολιτικής τάξης. Δεδομένου ότι υπάρχουν ανισότητες, προνόμια και εξουσίες, είναι σωστό να συνυπάρχουν με το νόμο που μπορεί να τα δικαιολογεί. Αλλιώς καταλύονται αδικαιολόγητα και επίσης ανεξέλεγκτα.
*O Roger Vernon Scruton (1944-2020) ήταν Άγγλος φιλόσοφος και συγγραφέας.