Πόση ακόμα πολιτική ορθότητα θέλεις στη ζωή σου;

Και για πόσο ακόμα θα αντέχεις να την βλέπεις και στην τηλεόρασή σου;

Από την έναρξη του τηλεοπτικού σήματος ακόμη, το 1966, ο μέσος Έλληνας υποδέχτηκε την τηλεόραση με ενθουσιασμό.  Με τον ίδιο ενθουσιασμό που υποδέχεται ο, τιδήποτε καινούργιο και ξενόφερτο.

Τα χρόνια πέρασαν, κι ο μέσος Έλληνας είχε μάθει να ακούει τη φλογέρα του τσοπανάκου και τον Εθνικό Ύμνο όταν άρχιζε η μετάδοση προγράμματος, αλλά και όταν τελείωνε. Στο άκουσμα της φλογέρας, δάκρυζε. Στο άκουσμα του Εθνικού Ύμνου, ένιωθε μια ψυχική ανάταση μαζί με τα δάκρυα. Στο ενδιάμεσο, έβλεπε εκστασιασμένος ό, τι του γυάλιζε. Από ειδήσεις και διαφημίσεις , μέχρι αθλητικά, ταινίες και σαπουνόπερες (ιδιαίτερα για τις μικρές ή τις μεγάλες κυρίες).

Αυτά, ήταν αρκετά για να γίνει η τηλεόραση ένα εκπαιδευτικό μέσο για εμάς, που αποτελέσαμε την επόμενη γενιά του μέσου Έλληνα. Τη φλογέρα του τσοπανάκου την ψιλο-κοροϊδεύαμε. Όμως, νιώθαμε κι εμείς μια ψυχική ανάταση με το που ακούγαμε τον Εθνικό Ύμνο, και στα μάτια μας ανέβαιναν δάκρυα. Χωρίς να το θέλουμε.

Συνεχίζαμε με παιδικά, και λαμπερές διαφημίσεις με παιχνίδια που τα παιδιά ζητούσαν σχεδόν μανιασμένα. Και ξέραμε. Μπάλες ποδοσφαίρου, στρατιωτάκια, τρενάκια, αυτοκινητόδρομοι με όλα τα αξεσουάρ, και άλλα παρόμοια ήταν για τα αγοράκια. Και ο, τιδήποτε περίκλειε κούκλες, φορέματα, μαλλιά, μακιγιάζ και μαγειρική ήταν για τα κοριτσάκια.

Κι εκεί που ήμασταν ήρεμοι και είχαμε βάλει τη σκέψη μας σε τάξη, τα χρόνια πέρασαν και το εκπαιδευτικό μέσο που παρακολουθούσαμε, εμπιστευόμασταν και είχαμε βασίσει την ενημέρωσή μας πάνω σε αυτό, άρχισε να μας δείχνει εικόνες και σκηνές που κλωτσούσαν μέσα μας. Βία, ναρκωτικά, φόνοι, ομοφυλοφιλικές σχέσεις, μια γυναίκα ερωτικά ενεργή ανάμεσα σε δύο άντρες, ένας άντρας παντρεμένος με μια γυναίκα στο Βορρά και μια άλλη στο Νότο, σεξ και στριπτίζ αργά τη νύχτα. Πριν προλάβουμε να καταλάβουμε τί σημαίνει συνδρομητική τηλεόραση. Που πληρώνεις για να δεις, ή βάζεις φραγμούς για να μην μπορούν να δουν τα ανήλικα παιδιά σου κάτι απρεπές ή ανήθικο.

Και την άλλη μέρα, στα σπίτια, στις δουλειές και τα σχολεία, όλοι συζητούσαν για το τί απίστευτο είχαν δει το προηγούμενο βράδυ. Άλλοι με κρυφό γέλιο, άλλοι με απελπισία, και άλλοι με φρίκη για το τί βλέπουν τα παιδιά τους κρυφά όταν εκείνοι λείπουν από το σπίτι.

Τώρα, βέβαια, όλα αυτά αποτελούν μακρινό παρελθόν.  Τα τελευταία χρόνια, η τηλεόραση έχει αλλάξει εντελώς. Κάθε πρόγραμμα που σέβεται τον εαυτό του, και για χάρη της υψηλής τηλεθέασης, πρέπει οπωσδήποτε να έχει μια ομοφυλοφιλική σχέση. Ένα ζευγάρι που ο άντρας κακοποιεί τη γυναίκα.  Ένα μέλος της οικογένειας που έχει διάφορους εθισμούς (από τζόγο και ποτό μέχρι Pornhub και OnlyFans). Και άλλες πολλές υποδεέστερες κατηγορίες, που ο θεατής πρέπει να είναι πολύ μπασμένος σε κόλπα ζόρικα για να καταλάβει.

Καμιά φορά, ονειροπολώντας, γυρνάω στο παρελθόν. Στα 15 μου. Τότε, έβγαινε από το ελληνικό παράρτημα μιας δισκογραφικής εταιρείας ένα τραγούδι από έναν καλλιτέχνη που τώρα είναι περισσότερο ενεργός με την πολιτική της Αριστεράς. Το όνομά του είναι περιττό.

Το τραγούδι λοιπόν, λεγόταν “Σκάσε”.  Πώς σας φαίνεται για τίτλος; Ωραίος, ε; Καθόλου ορθοπολιτικός, αλλά τότε, βλέπετε, δε μας ένοιαζε η πολιτική ορθότητα.

Θα μου πείτε : “Τί σχέση έχει το τραγούδι με το κείμενο για την ορθοπολιτική τηλεόραση;”

Θα σας απαντήσω ότι έχει. Γιατί το συγκεκριμένο τραγούδι με αυτόν τον τίτλο μας το τάιζαν κάθε μέρα. Θα τολμούσα να πω με το ζόρι. Πρωί. Μεσημέρι. Βράδυ. Σαν αντιβίωση ένα πράμα. Από παντού. Ραδιόφωνα και τηλεοράσεις.  Κοκκινίζαμε από ντροπή από την κορφή ως τα νύχια μέσα στα πνιχτά κι αμήχανα νευρικά γέλια μας, κι αλλάζαμε σταθμό ή κανάλι.

Στη σημερινή εποχή, το συγκεκριμένο τραγούδι δε θα περνούσε ούτε με σφαίρες. Πουθενά. Γιατί θα προήγαγε τη βία. Εκτός αν γινόταν τραπ. Ή αν ο τίτλος μεταμορφωνόταν σε “Σκάσε, κυρ – Παντελή”…

Διότι, ως γνωστόν, η τραπ απελευθερώνει και οι “κυρ–Παντελήδες” πρέπει να σκάνε.

[Πολύ ωραία η ελευθερία λόγου, παιδιά. Αρκεί να υπηρετεί τα συμφέροντα που χτυπάνε εκείνα των απέναντι…]

Και σιγά – σιγά, ερχόμαστε πάλι για τα καλά στο σήμερα. Που η τηλεόραση – όπως είπαμε- δεν έχει καμία σχέση με αυτήν που ξέραμε εμείς σαν παιδιά και έφηβοι ως εκπαιδευτικό μέσο.

Στο σήμερα λοιπόν, η τηλεόραση ΛΟΑΤΚΟ- κρατείται. Και όπως είναι λογικό σε αυτές τις περιπτώσεις, εξυπηρετεί το αφήγημα των ΛΟΑΤΚΙ.

Για… τσοπανάκο και Εθνικό Ύμνο, ούτε κουβέντα. Ακούγεται μόνο στις Εθνικές εορτές, και από σπόντα…

Οι λόγοι ευνόητοι. Δε χρειάζεται να τους αναλύσουμε εδώ.

Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης επέστρεψε στην τηλεόραση μετά από χρόνια, έχοντας στα συρτάρια του –όπως πάντα– κόπιες από ξένες σειρές και ταινίες.  Δεν θα εστιάσουμε στα προηγούμενα χρόνια του και στις σειρές του με gay φιλιά που απασχόλησαν τότε το Ε. Σ. Ρ. , που τύχαινε και  έκανε έστω και έναν υποτυπώδη έλεγχο στο τί προβαλλόταν, και μοίραζε και πρόστιμα στις σκηνές που θεωρούνταν ακατάλληλες.

Θα εστιάσουμε σε αυτόν ως πρωταγωνιστή και σεναριογράφο της πρόσφατης σειράς του.

Το πρόσφατο πόνημά του αυτή τη φορά λέγεται “Maestro”. Μεταξύ άλλων λοιπόν, πραγματεύεται τον έρωτα του (παραλίγο 50άρη) πρωταγωνιστή δασκάλου μουσικής με την πρωταγωνίστρια (απαραιτήτως πιπινάκι που μετά βίας έχει συμπληρώσει τα 17), μαθήτρια στο σχολείο που διδάσκει ο εν λόγω δάσκαλος.

Ακούσατε κανέναν να τον κράζει γι’ αυτό; Φυσικά και όχι.

Αντίθετα, τον έκραξαν γιατί αντέγραψε το σενάριο μιας ομοφυλοφιλικής ταινίας με τίτλο “Call me by your name” όπου ο πρωταγωνιστής δάσκαλος γίνεται ζευγάρι με ένα αγόρι. Και έπρεπε, κατά τη δική τους κρίση και ο Παπακαλιάτης ως πρωταγωνιστής να γίνει ζευγάρι με αγόρι. Αλλά έφτασαν στο συμπέρασμα ότι ο Παπακαλιάτης είναι πολύ νάρκισσος (a.k.a straight) για να φιλήσει αγόρι.

Τους αποζημίωσε, όμως. Έβαλε gay ζευγάρι. Κρυφό μεν, αλλά gay.  Ο ένας να τα έχει με μια κοπέλλα για το “τί θα πει ο κόσμος”(αφού η τοποθεσία των δράσεων είναι οι Παξοί) και ο άλλος να ξέρει ότι είναι gay, αλλά να ψάχνεται κι αυτός με κοπέλλες. Για τον ίδιο λόγο. Και τα δύο παιδιά αυτά, να συναντιούνται και να κάνουν σεξ στα κρυφά.

Και τα δύο παιδιά αυτά, έχουν πατεράδες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σατράπηδες. Ο ένας λεκτικά, ο άλλος και με πράξεις.

Ο δεύτερος, στην υποψία ότι ο γιος του είναι gay, παίρνει την αλυσίδα και τον χτυπάει μέχρι να ματώσει. Κάτι ξώφαλτσες τρώει και η μητέρα του παιδιού, γιατί, λέει, αυτή το έκανε έτσι. Οι επευφημίες και τα “μπράβο” που ακούστηκαν από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης επειδή ο Παπακαλιάτης ανέδειξε το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας, δεν περιγράφονται με λέξεις .Δεν είναι αρκετές.

Και έρχομαι εγώ και ρωτάω αφελώς: Ποιος πατέρας και σύζυγος εν έτει 2022, έχει αλυσίδα στο σπίτι του και χτυπάει μέχρι αιματωμάτων τον gay γιο του και τη σύζυγό του;  Είμαστε με τα καλά μας;  

Χειροκροτάμε μεθόδους διαπαιδαγώγησης του 1950;  Κι αν όντως έχουμε γυρίσει στο 1950, τότε γιατί όπου κι αν κοιτάξουμε βλέπουμε ανθρώπους χωρίς ντροπή να επιδίδονται σε κατακριτέες πράξεις;

Κάποιοι, λέει, ντράπηκαν που διαδραματίζονται τέτοιες σκηνές κακοποίησης σε σπίτια, και θα έπρεπε να ντρεπόμαστε κι εμείς.

Ε, λοιπόν, όχι. Θέλω προσωπικά να πιστεύω ότι δεν ντρεπόμαστε. Γιατί εμείς σεβόμαστε τον άνθρωπο και τις ιδιαιτερότητές του. Δεν είμαστε ούτε κάφροι, ούτε αγροίκοι που κατέβηκαν από τα κατσάβραχα!

Αυτές οι σκηνές μπαίνουν για να εξυπηρετήσουν ειδικούς σκοπούς. Για παράδειγμα το σκοπό της τηλεθέασης που χτυπάει κόκκινο. Ή για κάποιους που όταν βλέπουν κάτι απαγορευμένο ή κάποια σκηνή βίας πλημμυρίζουν από άγρια χαρά. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, εξυπηρετούνται βίτσια και πάθη που την άλλη μέρα εξορκίζονται στον απήγανο.

Στον αντίποδα του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, βρίσκεται ο Γιώργος Καπουτζίδης.  Ένας άνθρωπος που όπου σταθεί κι όπου βρεθεί διαφημίζει την σεξουαλική του ιδιαιτερότητα.  Παλεύει για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ, καθώς και το δικαίωμά τους στην “ορατότητα”.

Πρόσφατα , έγραψε το σενάριο για μια σειρά που προβλήθηκε πριν από λίγους μήνες στην συνδρομητική πλατφόρμα του ΑΝΤ1.

Είδα το πρώτο επεισόδιο πριν από λίγες μέρες.  Δε χρειάζεται να δω τα υπόλοιπα.

Είδα λοιπόν τον ιδεατό κόσμο του Γιώργου Καπουτζίδη.  Στην επαρχία και πάλι. Τις Σέρρες.

Έναν κόσμο που το μητρικό πρότυπο εκλείπει έστω και λίγο (40 μέρες). Που το πατρικό πρότυπο είναι αδύναμο. Άρα εξυπηρετεί στην πάταξη της “κακής Πατριαρχίας”. Που το γυναικείο πρότυπο χωρίζεται σε 3 συνιστώσες.  Είτε είναι υπερφίαλο, ματαιόδοξο και κολλημένο με τα social media, είτε είναι παλαιών αρχών και κακότροπο, είτε είναι χαζούλι και άβουλο, που του αρέσουν οι… κώλοι των αντρών που τo συνοδεύουν.

Τέλος, εκεί που έψαχνα να βρω έναν άντρα με τον οποίον μπορώ να ταυτιστώ σα straight γυναίκα, βλέπω κάποιον simp που υπακούει στις εντολές της γυναίκας του, την βοηθάει θυμίζοντάς της πρόσωπα που της διαφεύγουν, και βγάζοντάς την φωτογραφίες και βίντεο για τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Ακόμη και την ώρα του μνημόσυνου της μητέρας της. Κάποιον που δεν μπορείς να του ρίξεις δεύτερη ματιά. Όχι λόγω εμφάνισης, αλλά λόγω αδυναμίας χαρακτήρα να επιβάλλει την Τάξη.

Κι άλλον έναν, άχρωμο και άοσμο, μάλλον 50+, που τον προσπερνάς στο φτερό, και ο οποίος απατά τη γυναίκα του “τακτοποιώντας” αλλοδαπές γυναίκες που κατά τα φαινόμενα ασκούν το αρχαιότερο επάγγελμα.

Σ’ αυτόν τον ιδεατό «Καπουτζίδειο» κόσμο, ο μόνος που διασώζεται είναι ο πρωταγωνιστής που υποδύεται έναν gay χαρακτήρα (ποιός να το περίμενε… ), ο οποίος είναι άνω του μετρίου σε ομορφιά, φαίνεται αρκετά αρρενωπός, μένει μόνος μετά από το χωρισμό από κάποιον που αγαπούσε και φρόντιζε πολύ, και είναι αρκετά ευγενικός ακόμα και με όσους τον εκνευρίζουν.  Και φυσικά, μόνο η μητέρα που εκλείπει τον αποδέχτηκε με την ιδιαιτερότητά του, ενώ ο πατέρας που είναι αδύναμος και είναι σε δύσκολη θέση με το να χρειάζεται την βοήθειά του μετά από ένα ατύχημα, όχι.

Ένας κόσμος που με ζάλισε.

Κι έρχομαι πάλι και ρωτάω, το ίδιο αφελώς: Για ποιά ορατότητα μιλάει ωρυόμενος ο κύριος Καπουτζίδης;

Που το 90% στο θέαμα αρέσκεται στο ίδιο φύλο και μας επιδεικνύει την περηφάνια του για κάτι που δε μας ενδιαφέρει καν;

Που έξω οι 8 στους 10 άντρες «παίζουν» με τα βλέμματα άλλων αντρών;

Που σε τηλεοπτικά προγράμματα που παίζουν σε ώρες που μπορούν να βλέπουν και ανήλικα παιδάκια, βγαίνουν trans αγόρια και κορίτσια, καθώς και κορίτσια που νιώθουν αγόρια; Χωρίς καμία συστολή; Καμία ντροπή;

Που ένα gay ζευγάρι μπορεί να αποκτήσει παιδί αν έχει τα εχέγγυα να το μεγαλώσει σωστά, χωρίς την ικανοποίηση περίεργων βίτσιων;  Που δεκάδες γυναίκες δηλώνουν έτοιμες για παρένθετες μητέρες;

Για ποιά δικαιώματα μιλάει εν εξάλλω ο κύριος Καπουτζίδης;  Το γάμο ομοφυλόφιλων;  Μα, ο γάμος δεν είναι ένα πατριαρχικό κατασκεύασμα που πρέπει να εξαλειφθεί;  Το σύμφωνο συμβίωσης δεν του είναι αρκετό;

Και στην τελική, δεν μπορεί να μείνει μόνιμα σε μια χώρα που επιτρέπεται και ο γάμος μεταξύ ομοφυλόφιλων;

Νομίζω πως δεν μπορώ να βρω απαντήσεις στα ερωτήματά μου.

Αλλά ούτε και έχω τρόπο να βρω κοινό τόπο με κάποιους που βγάζουν σπυριά μ’ εμένα που ο τρόπος ζωής μου είναι σύμφωνος με αυτά που έμαθα και θέλησα να τηρώ από μικρή.

Το ιδανικότερο για όλους μας είναι να περπατάμε παράλληλα στη ζωή, χωρίς να τεμνόμαστε πουθενά.

Από μακρυά κι αγαπημένοι. Η ζωή τους και η ζωή μας.

Κι ας μη φοβόμαστε. Η τηλεόραση έχει πάντα ένα κουμπάκι που κλείνει στα ανεπιθύμητα θεάματα.

Όπως και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν ένα mute σε ό, τι ανεπιθύμητο αναπαράγουν από τα κανάλια.

Και είναι πάντα στα χέρια μας.

Μην ξεχνάτε πως η ελληνική τηλεόραση υπάρχει, επειδή υπάρχει η ιταλική εταιρεία DIGEA. Και ασφαλώς, το πρόγραμμα πρέπει να είναι σύμφωνο με την εταιρεία, που φυσικά ελέγχει τα κανάλια. Αν αυτή η εταιρεία φύγει, απλά δε θα έχουμε τηλεόραση.

Και θα γυρίσουμε στις παλιές μας συνήθειες. Πριν το 1966.

Που ο Καπουτζίδης και ο Παπακαλιάτης δεν υπήρχαν ούτε ως ιδέα στο μυαλό του μπαμπά τους.

Και που είμαι πολύ σίγουρη ότι στη σκέψη πως δε θα υπάρχει τηλεόραση, θα πάθουν και οι δύο εγκεφαλικό…

Εν τέλει, η «ελεύθερη» τηλεόραση που όλοι ευαγγελίζονται, είναι απλώς πλασματική. Δεν υπάρχει. Είναι σκλαβωμένη στις επιταγές της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Η «ελεύθερη» τηλεόραση έσβησε. Μαζί με την εφηβεία μας, τον Εθνικό Ύμνο, και τη φλογέρα του τσοπανάκου…

Και πολύ φοβάμαι ότι τίποτα δε θα σταματήσει την κατρακύλα της κοινωνίας μας…

Είμαστε

ΠΑΝΤΟΥ