Στο παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία, κάθε χρόνο Μεγάλη Πέμπτη, μαζευόμασταν κοπέλες στο Ναό για το στόλισμα του Επιταφίου. Μοσχοβολούσε ο τόπος από τις μυρωδιές της άνοιξης, απ’ τις βιολέτες, τους κρίνους, τα τριαντάφυλλα και τα γαρύφαλλα. Τα κορίτσια ως άλλες μυροφόρες, στολίζαμε τον Επιτάφιο ψάλλοντας το μοιρολόι της Παναγίας:
Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα
σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν τον Χριστό, τον πάντων βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, να μην το λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το Μονογενή της.
Φωνή εξήλθ’ εξ ουρανού υπ’ αρχαγγέλου στόμα
σώνουν Κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον Υιό Σου πιάσανε και στον φονιά τον πάνε.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές εκεί τον τυραννάνε.
-Χαλκιά, χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάνει πέντε.
Συ, φαραέ, που τα ‘φτιασες, πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλτε τα δυό στα πόδια του, τ’ άλλα τα δυό στα χέρια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά Του
να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Η Παναγιά πλησίασε και τα δεξιά κοιτάξει, κανένα δε γνωρίζει.
Κοιτά και δεξιότερα, βλέπει τον Άη Γιάννη:
-Άη Γιάννη, Άη Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστά του Υιού μου,
μην είδες τον Υιόκα μου τον διδάσκαλό σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω
Δεν έχω χέρι, πάλαμο για να σου Τον εδείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Εκείνος είναι ο Γιόκα Σου και ο Διδάσκαλός Σου.
Η Παναγιά του μίλησε, η Παναγιά του λέει:
-Δε μου μιλείς παιδάκι μου, δε μου μιλείς παιδί μου;
-Τι να σου πω Μανούλα μου που διαφορά δεν έχεις;
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσημέρι
που θα λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες.
Οι παλιές μας έλεγαν πως μικρές εκείνες στόλιζαν Μ. Παρασκευή λίγο πριν ξημερώσει με λουλούδια από ξένους κήπους για να χρησιμοποιηθούν μετά την αφαίρεσή τους από τον Επιτάφιο ως φυλαχτά και γιατρικά, αφού είχαν μαγικές ιδιότητες. Σε κάθε μέρος της Ελλάδας τα άνθη είχαν τη δική τους σημασία και χρησιμότητα αλλά διέφεραν και σε είδος. Αλλού οι νέες τα βάζουν στο προσκεφάλι τους να δουν ποιον θα παντρευτούν, άλλες τα χρησιμοποιούσαν για την ανανέωση της ζύμης του ψωμιού. Κάθε τόπος και μια ιστορία.
Δυστυχώς με το πέρασμα των χρόνων, βλέπουμε και το έθιμο αυτό να εγκαταλείπεται. Έρχονται πια και στο Ναό του Προφήτη Ηλία εταιρείες να στολίσουν και πλέον τα άνθη είναι ίδια παντού. Το μοιρολόι της Παναγίας δεν ακούγεται πουθενά. Φέτος ειδικά ούτε μέχρι το προαύλιο της εκκλησίας μας δεν μπορούμε να πάμε.
Ας γίνουν αυτό το θλιβερό Πάσχα που στερηθήκαμε, το πένθος μας και η προσδοκία της Ανάστασης του Κυρίου όπως τα ξέραμε, μακριά από την εκκλησία, μια ευκαιρία να προσπαθήσουμε μετά από όλα αυτά να ξαναεπιστρέψουμε στα έθιμά μας, μικρά και μεγάλα που συνδέονται με την πίστη μας και την εκκλησία μας και χαρακτηρίζουν τον τόπο μας.
Η ορθοδοξία θα παραμείνει δυνατή μόνο αν κρατήσουμε τις παραδόσεις μας!