Η Αναστασία (Αναστάζια) από την Πολωνία. Ένα 27χρονο κορίτσι, πανέμορφο, σαν τα κρύα τα νερά. Είχε έρθει στην Κω, μαζί με τον Πολωνό φίλο της. Για να εργαστεί. Προφανώς στο ίδιο ξενοδοχείο όπου εργαζόταν και αυτός. Κι ακόμα πιο προφανώς, για να συνδυάσει και αυτή τις διακοπές και τη διασκέδασή της με την εργασία της και τον έρωτά της με το αγόρι της.
Έμελλε λοιπόν, να χαθεί. Να σφαχτεί σα ζώο. Ένα ζεστό βράδυ του Ιουνίου. Και να τη βρουν, μέρες μετά, νεκρή, πεταμένη σε ένα χωράφι. Με το μισό της σώμα μέσα σε μια σακούλα σκουπιδιών. Και το άλλο μισό, γυμνό, κακοποιημένο, καλυμμένο με φύλλα.
Ακούστηκε ότι κάποιες εθελόντριες που την έψαχναν, είχαν περάσει από το σημείο ξανά. Χωρίς να καταλάβουν ότι την είχαν βρει. Και την έψαχναν, με την ελπίδα να την βρουν ζωντανή.
Όμως, μάταια.
Όλοι μέσα μας ξέρουμε καλά ότι όσοι χάνονται, τις περισσότερες φορές δεν βρίσκονται εν ζωή.
Αυτό που έχουμε σίγουρο λοιπόν – τις περισσότερες φορές τουλάχιστον – έγινε πραγματικότητα και εδώ.
Δράστης είναι (κατά φερόμενη ομολογία του σε μέλη της οικογένειάς του) ένας 32άχρονος, με καταγωγή από το Μπαγκλαντές. Με συνοδεία, βεβαίως. Από άλλους φίλους του. Από τους «δικούς» του. Που τον βοήθησαν να τη βιάσει, να τη σκοτώσει, και να τη μεταφέρει στο σημείο που τη βρήκαν.
Το πιο λυπηρό αυτής της υπόθεσης είναι ότι ο δράστης δεν ήταν εντελώς άγνωστος στο θύμα. Το θύμα τον γνώριζε και του είχε εμπιστοσύνη. Και όπως είπε και ο πατέρας του θύματος, «ήταν αγαθή, και πίστευε πως όλοι είναι φιλικοί».
[Πράγμα που μας κάνει να αισθανόμαστε πως είχαμε Άγιο, γιατί κι εμείς στα 20 και στα 25 μας είχαμε μπει σε αυτοκίνητα φίλων μας και είχαμε κοιμηθεί σε ξένα σπίτια. Το πρωί όμως, ήμασταν πάντα στο σπίτι μας.]
Έχει σημασία για εμάς να τονίσουμε ότι δεν την βρήκαν αμέσως, αλλά μετά από μέρες. Τις πιο πολλές φορές, η ολιγωρία των ιθυνόντων επιτρέπει στους δράστες πολλών εγκλημάτων να ξεφύγουν της σύλληψης. Ακόμα και να φύγουν από τη χώρα.
Ο 32άχρονος Μπαγκλαντεσιανός συνελήφθη – αφού προσπάθησε να σβήσει τα ίχνη του googlάροντας για να μη συλληφθεί και να παραπλανήσει τις Αρχές- λίγο πριν φύγει από τη χώρα μας, με ένα εισιτήριο για κάποιον προορισμό στην Ιταλία.
Αν μαντέψουμε πώς ήρθε στην Ελλάδα αυτός και οι φίλοι του, θα δούμε πάρα πολλές ομοιότητες με περιπτώσεις που έχουμε συναντήσει στο πρόσφατο – αλλά και το όχι πολύ πρόσφατο – παρελθόν. Σε ένα πλοίο ή μια βάρκα που μόλις έχει τρυπήσει, κι εκείνος μαζί με την κουστωδία του, να θαλασσοδέρνεται. Να κινδυνεύει να πνιγεί, και να έχει χάσει τα πάντα όσον αφορά τα χαρτιά και την ταυτότητά του… Εκτός από το κινητό του… Αλλά αυτό είναι πταίσμα μπροστά στη μηχανορραφία που έχει στηθεί για να επιτευχθεί η «επίκληση στο συναίσθημα του φιλότιμου Έλληνα»…
Επίσης, θα έπρεπε να ελεγχθούν τα στοιχεία των εργοδοτών του. Ποιοί είναι αυτοί που του έδωσαν δουλειά και του είχαν εμπιστοσύνη για να τους φτιάξει τον κήπο; Και μετά από αυτό το έγκλημα, τί; Θα τον περιμένει η συγκομιδή της φράουλας και της ελιάς;
Μας γεννώνται επίσης και άλλα ερωτήματα, στα οποία μάλλον δε θα βρούμε απάντηση:
Με ποιό από τα πολλαπλά ονόματα έκλεισε το εισιτήριο αναχώρησής του για την Ιταλία; Ποιός θεώρησε τη γνησιότητα των στοιχείων του; Πώς μπόρεσε να τολμήσει να φύγει σαν κύριος από μία χώρα στην οποία διέπραξε ένα (φανερό) έγκλημα, που ο ίδιος φέρεται να έχει ομολογήσει σε μέλη της οικογένειάς του, ενώ το αρνείται στην Ανακρίτρια; Γιατί δεν τον έχουν καταδικάσει ακόμη στο πιο βαθύ και ανήλιαγο κελί, ενώ έχουν όλα τα στοιχεία που τον «καίνε» στη διάθεσή τους από το Cloud;
Και κυρίως, ποιός θα μας εγγυηθεί ότι θα γυρίσουμε από τις διακοπές μας, όλοι, σώοι και αβλαβείς;
Αχ, Αναστασία… Ο Θεός να συγχωρέσει την ψυχούλα σου…
Ο κατά πολλούς «νοικοκυραίος» φίλος σου, δεν πρόλαβε να σε σώσει.
Εμείς, οι υπόλοιποι «νοικοκυραίοι», αισθανόμαστε την ανάγκη να σου ζητήσουμε μία συγγνώμη. Συγγνώμη που ενώ εσύ έχανες τη ζωή σου ευρισκόμενη κάπου που ένιωθες άβολα, εμείς κάναμε τρισάγιο για το ναυάγιο στην Πύλο σε αλλόθρησκους και εν δυνάμει δολοφόνους σου. Αν δεν ήταν όλοι αυτοί εδώ, θα ζούσες. Και η Μυρτώ της Πάρου θα ήταν καλά. Και όλα τα κορίτσια που έπεσαν θύματα διαφορετικής κουλτούρας θα ήταν καλά. Και όλα τα παλικάρια που θυσιάστηκαν για να σωθούν άλλες ζωές θα ήταν στη ζωή, και γερά.
Και άλλα περιστατικά -ων ουκ έστι αριθμός- θα είχαν αποφευχθεί.
Φταίμε όμως κι εμείς, οι υπόλοιποι «νοικοκυραίοι». Γιατί με τις πολιτικές που ακολουθούμε, παραδίδουμε σιγά – σιγά την πατρίδα μας στο κάθε λογής έγκλημα. Και στα «ήθη» και τα «έθιμα» που όταν τα ενσωματώνει ένας ‘Ελληνας με «περίεργα» γούστα και ψυχιατρικά προβλήματα, είναι απλά «πατριαρχικός» και επιδεικνύει «λευκό προνόμιο».
Ξεκολλήστε λίγο από την εγκληματικότητα του Έλληνα. Κανείς δεν είπε ότι ο Έλληνας δεν εγκληματεί. Εγκληματεί. Και μάλιστα σκοτώνει παιδιά, μάνες, και γενικότερα όποιον βρει μπροστά του, όταν το μυαλό του γυρνάει ανάποδα. Ο Έλληνας όμως, τιμωρείται για το έγκλημά του. Το έγκλημα του Έλληνα καταδικάζεται πρωτίστως από την Πολιτεία. Όταν βεβαίως, δεν εμπίπτει σε ελαστικούς νόμους. Σαν το νόμο Παρασκευόπουλου. Και δευτερευόντως, από τον Θεό. Όποιος έχει φόβο Θεού, δεν δέχεται ξανά στην καθημερινότητά του και τον περίγυρό του έναν φονιά.
Το έγκλημα του Ελληνοποιημένου και του ξένου λαθρομετανάστη όμως, δεν τιμωρείται. Δεν καταδικάζεται. Γιατί σύμφωνα με την κουλτούρα του, την οποία ο κάθε Μαρξιστής και ο κάθε ακροαριστερός υπερασπίζεται και ασπάζεται (γιατί θεωρεί χρέος του να υπερασπιστεί τα ταξικά αδέρφια του), το να σκοτώνεις μία γυναίκα ή ένα παιδί επειδή δε σου έκανε τα κέφια είναι ΝΟΜΙΜΟ. Γιατί θεωρούνται ΠΡΑΓΜΑΤΑ. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ.
- Την Kamala την προσέχει κανείς;
- Εσείς πόση Ματούλα φάγατε στη μάπα σήμερα;
- Παπάρα σε χωριάτικη σαλάτα
Σε λίγο καιρό, τα εγκλήματα κατά ζωής από ανθρώπους που μπαίνουν στη χώρα υπό το μανδύα του πρόσφυγα, δε θα τιμωρούνται καν. Κι αυτό θα συμβεί επειδή ακόμα και το «λευκό προνόμιο» που τώρα κατηγορείται ως «πατριαρχικό», θα έχει ενσωματωθεί στο νόμο της Σαρία ή θα έχει εκλείψει λόγω απιστίας στο Κοράνι.
Αύριο λοιπόν, θα είναι η αδερφή σας , η θεία σας, η μαμά σας, η κόρη σας, η ανιψιά σας στη θέση της Αναστασίας. Ή ο κάθε «πατριαρχικός» άντρας που θα χάσει τη ζωή του επιχειρώντας να τη σώσει.
Και θα μείνετε να κοιτάτε σα χάνοι. Γιατί θα είναι πολύ αργά.