Η Ιωάννα βρίσκεται (κι αυτή) στην αγκαλιά του Θεού. Εδώ και μια εβδομάδα περίπου.
Ένα εντεκάχρονο κοριτσάκι αλβανικής καταγωγής που είχε όλη τη ζωή μπροστά του και που θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένο για πολλά πράγματα. Να ασχολείται με τα μαθήματά της, με το πόσα παγωτά έφαγε και με το πόσα μπάνια έκανε στη θάλασσα.
Όμως, όχι.
Η Ιωάννα δεν ήταν ευτυχισμένη.
Δεν περνούσε καλά, όπως διατείνεται η μητέρα της.
Η μητέρα της, με αυτή την αδαή δήλωση, θέλησε μπροστά στις κάμερες να ησυχάσει τη δική της συνείδηση επειδή άργησε να αντιληφθεί ότι η μεγάλη της κόρη δε γύρισε στο σπίτι την ώρα που έπρεπε. Κι επειδή άρχισε να την αναζητά 11 ώρες μετά την εξαφάνισή της.
Η Ιωάννα αυτοκτόνησε. Γιατί ένιωθε φοβισμένη. Γιατί είχε αναπτύξει τραύματα. Φοβόταν τον άγριο χαρακτήρα του μέθυσου και βίαιου πατέρα της. Φοβόταν ακόμη και για τη ζωή της μητέρας της. Την ξυλοκοπούσε, παρ’ όλο που είχαν χωρίσει. Δεν ήθελε να του μιλάει ούτε στο τηλέφωνο, μαθαίνουμε. Είχε ησυχάσει μόνο όταν εκείνος μπήκε στη φυλακή πριν από 2 χρόνια. Για ξυλοδαρμό της δασκάλας της. Η δασκάλα μπήκε στο νοσοκομείο από τα χτυπήματα. Και παρ’ όλο που ήταν το θύμα, αναγκάστηκε να αλλάξει και σχολείο.
Όταν εκείνος βγήκε από τη φυλακή, όχι μόνο δεν είχε σωφρονιστεί, αλλά ίσως είχε γίνει και περισσότερο επικίνδυνος για την πρώην γυναίκα του και τα παιδιά του. Αν όχι για όλο τον κόσμο.
Πριν ξεκινήσει για την τελευταία της βόλτα, είχε τσακωθεί με κάποιο από τα μικρότερα αδέρφια της. Ο τσακωμός ο παιδικός, εννιά στις δέκα φορές είναι ασήμαντος. Για τη μικρή Ιωάννα όμως, το ποτήρι είχε ξεχειλίσει. Κι ας δούλευε την ψυχούλα της με τη βοήθεια ειδικού παιδοψυχολόγου…
Το κοριτσάκι ένιωσε μόνο… άδειο… Αισθάνθηκε ότι δεν αφουγκράστηκε κανείς το σκίρτημά του, τη σιωπή του. Και ειδικά, η μητέρα της. Την ώρα που χρειάστηκε τη συμπαράστασή της πιο πολύ.
Και πήρε τη μεγάλη απόφαση για το δρόμο χωρίς επιστροφή. Για το απονενοημένο διάβημα. Για την αγκαλιά του Θεού. Για να είναι ασφαλής. Εκεί που δεν υπάρχει ούτε πόνος, ούτε λύπη, ούτε στεναγμός, ούτε δάκρυα.
Δεν έχει σημασία αν πήδηξε από τα βράχια, ή αν γλίστρησε. Σημασία έχει ότι επέλεξε να πάρει το δρόμο για την έξοδο από «τον κόσμο των μεγάλων». Και πήρε μαζί της, μαζί με τις μαύρες σκέψεις της, την τελευταία παιδική παρηγοριά της: Μια πορτοκαλάδα και ένα σακουλάκι γαριδάκια.
«Τίποτα», θα πει κάποιος. Κι όμως. Η Ιωάννα ήθελε εκείνη τη στιγμή κάτι να της γλυκάνει την καρδούλα. Κάτι που θα της έδινε τη δύναμη να αποστρέψει το βλέμμα και το «μέσα» της από τα βράχια. Κάτι, που για έναν άνθρωπο με ευαισθησία και ενσυναίσθηση, θα ήταν ένα «τίποτα». Ένα «τίποτα» που γι’ αυτή τη μικρή με τη βασανισμένη ψυχή, θα ήταν πολύτιμος θησαυρός. Ένα «χέρι βοήθειας».
Αμφιβάλλει κανείς ότι ένας πατέρας που νοιάζεται πραγματικά για την οικογένεια του (και κυρίως για τα παιδιά του) προσπαθεί να είναι υπόδειγμα (και όχι δείγμα) ανδρός;
Αμφιβάλλει κανείς ότι η Ιωάννα θα ήταν ένα διαφορετικό παιδί αν είχε δίπλα της μια δεμένη οικογένεια, γεμάτη αγάπη, προσοχή και αξιοπρέπεια;
Έχουμε χρέος να προστατέψουμε τον κάθε αδύναμο άνθρωπο. Είτε είναι παιδί, είτε γυναίκα, είτε άντρας.
Όχι εις βάρος μας, ασφαλώς.
Ούτε για να εισπράξουμε βία και κάποιο μαχαίρι στο λαιμό, ή κάποιο πιστόλι στον κρόταφο.
- Την Kamala την προσέχει κανείς;
- Εσείς πόση Ματούλα φάγατε στη μάπα σήμερα;
- Παπάρα σε χωριάτικη σαλάτα
Απλά, μέχρι να νιώσει ότι μπορεί να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες της ζωής, μέχρι να ανοίξει τα φτερά του για να κατακτήσει αυτά που του αρμόζουν, με σκληρή δουλειά. Όπως κι εμείς κατακτήσαμε αυτά που μας ανήκουν.
Για να μην καταλήγουμε να διαλευκαίνουμε αυτοκτονίες και άλλα εγκλήματα από ευρήματα σε ακουστικά μουσικής και μηνύματα σε κινητά τηλέφωνα…
Καληνύχτα, Ιωάννα…
Συγγνώμη…