Εγώ, ο πριν πολέμιος

Αντί επικηδείου
Ο Αχιλλέας Παράσχος

Όταν στις 26 Ιουλίου 1867 ο έκπτωτος βασιλιάς Όθων πέθαινε στην Βαμβέργη, ο ποιητής Αχιλλέας Παράσχος, μαχητής του αντιμοναρχικού κινήματος, έγραψε το περίφημο «Ελεγείον εις τον πρώην βασιλέα της Ελλάδος Όθωνα Α’», ως τιμητικό αποχαιρετισμό σε έναν άνθρωπο που, με όλα του τα σφάλματα και ελαττώματα, αγάπησε την Ελλάδα.

Ένα ελεγείο-προμήνυμα και για την επόμενη δυναστεία αλλά και ανατομία εκείνων των πολιτικών που στην νεότερη Ελλάδα οχυρώνονταν πίσω από την αίγλη ενός συμβόλου για να ανέλθουν στην εξουσία ή να στερεώσουν τα προνόμια μιας ολιγαρχίας όταν αυτά κινδύνευαν και που όταν δεν θα τον χρειάζονταν πλέον, θα του… έδειχναν την πόρτα της εξόδου: το 1974, όταν οι ολέθριοι σύμβουλοι του 1915 και του 1965 (σύμβουλοι δύο Κωνσταντίνων που πέθαναν την ίδια μέρα με εκατό χρόνια διαφορά) δεν είχαν ανάγκη μύθων πια…

Ιδού όμως το ποίημα του Παράσχου:

«Αν πάντες εσιώπησαν οι άνανδροί σου φίλοι,
Ους από σκότος έφερες βαθύ εις την ημέραν·
Εαν δέν ήνοιξε κανείς και διά σε τα χείλη,
Κ’ εις λήθην σ’ εγκατέλειψαν θανάτου βαρυτέραν,
Εγώ, ο πριν πολέμιος, εν δάκρυον θα χύσω.
Δεν λησμονώ, καθώς αυτοί, πως βασιλεύς μου ήσο!

Οι δυστυχείς!… Εξέπνευσεν ο άλλοτε θεός των,
Ο βασιλεύς, ο φίλος των, εξόριστος και μόνος,
Και δεν υγράνθη -Ύψιστε Θεέ!- ο οφθαλμός των,
Κ’ εις δεν ηκούσθη δι’ αυτόν ευγνωμοσύνης στόνος!
“Ο βασιλεύς απέθανεν, ο βασιλεύς πλην ζήτω!”
Ιδού ο επιτάφιος των φίλων του τίς ήτο…

Συγγνώμην, φίλοι μου νεκροί της Κύθνου, της Ναυπλίας,
Εάν εγώ υπέρ αυτού πικράν ωδήν τονίσω·
Ηξεύρω ποίας είχατε αγγελικάς καρδίας…
Σεις, άκλαυστον δεν θέλετε τον Όθωνα ν’ αφήσω!
Α, όχι, όχι· δι’ αυτόν τας χείρας σας κινείτε,
Και τας πληγάς σας κρύπτοντες, να ψάλω με καλείτε…

Ω, ναι· μακράν από εμέ η έχθρα και τα μίση·
Τον τάφον δεν υπερπηδά παθών γηίνων κύμα.
Ο ψάλτης θρόνους δύναται Καισάρων να κτυπήση
Πλην ευλαβείται τους νεκρούς, πλην συμπονεί το μνήμα.
Φευ, είναι τόσον ιερόν το άφωνον μνημείον,
Και έτι ιερώτερον το πίπτον μεγαλείον!

Α όχι· δεν παλινωδώ, είμ’ άνθρωπος και κλαίω!
Όλους τους κλαίω, και αυτούς τους βασιλείς ακόμα…
Με παν ό,τι υπέφερε την μοίραν μου συνδέω,
Και είναι όμμα προσφιλές το δακρυσμένον όμμα!
Μισώ, μισώ τα στέμματα τα γαύρως υψωμένα,
Αλλ’ αγαπώ πλειότερον πολύ τα συντετριμμένα…

Αν κατ’ Εκείνου άλλοτε παράφορος αφέθην, Φερόμενος υπό πνοήν ορμητικών λαιλάπων·
Αν τον ετόξευσα κ’ εγώ εις των παθών την μέθην,
Τον ηγεμόνα πολεμών, τον Όθωνα ηγάπων!
Και όταν, όταν έδωκε της ειμαρμένης δίκην,
Εστέφθην με κυπάρισσον ευθύς μετά την νίκην.

Ο ατυχής!… Κακός αυτός ποτέ, ποτέ δεν ήτο·
Ήτο παράδοξος ψυχή, αλλ’ εκλεκτή καρδία.
Επλάσθη διά το καλόν κ’ εις άλλα εκινείτο·
Τον έρριψεν η πεισμονή, αλλ’ όχ’ η δυστροπία.
Δεν μας εμίσει, και την γην του ύψους του επόνει.
Κατηραμέν’ οι φίλοι του κ’ η πεισμονή του μόνη!

Ημείς δεν τον ερρίψαμεν του θρόνου του εκείνον·
Τον έρριψε των φίλων του το ψεύδος κ’ ή κακία.
Εκείνα εφαρμάκωσαν το πριν ευώδες κρίνον,
Και μαραμένον, λαίλαπος το έσυρε μανία…
Η μνήμη επονείδιστος των φίλων του να μείνη !
Δέν τον ερρίψαμεν ημείς, τον έρριψαν εκείνοι.

Ημείς τον ηγαπήσαμεν, τον είχομεν κυκλώσει
Ως τέκνα του, ως εθνικής υπάρξεως αστέρα!
Φευ! εις τους όφεις διατί ακρόασιν να δώση;
Δεν ήθελε να τον καλούν οι Έλληνες πατέρα;
Ω, πώς μας παρεγνώρισεν· ω, πόσον μετεβλήθη!
Και όμως έφερε πατρός καρδίαν εις τα στήθη.

Πολλάκις, ο απόμαχος λιμώττων του αγώνος,
Επέτα εις τ’ ανάκτορα, τους υπουργούς αφίνων,
Κ’ εκ του καλού ημείβετο εκείνου Ηγεμόνος.
Εις την αυλήν του έβλεπες τους πρώτους των Ελλήνων,
Τον Γρίβαν και τον Νοταράν, Μιαούλην και Γενναίον,
Καί όχι, όχι συρφετόν αγνώριστον, τυχαίον!

Εκείνος την Ελλάδα μας επρόφθασεν ωραίαν
Μόλις εξήλθε του λαμπρού επταετούς αγώνος·
Φορούσαν των Θερμοπυλών την περικεφαλαίαν,
Και λόγχην εις τας χείρας της κρατούσαν Αμαζόνος!
Την είδεν όλην λάμπουσαν και χειροκροτουμένην,
Και με αγκάλην εις αυτήν ερρίφθη ανοιγμένην…

Ω Χρόνε, μοχθηρέ θεέ! το παν μεταμορφώνεις·
Ουδέν λυπείσαι, και ουδέν σε είπε ποτέ “στάσου!”
Βαίνεις, και όλα γίνονται προ των ποδών σου κόνις.
Ποτέ δεν εφοβήθην τι παρά το βάδισμά σου !
Εμπρός, αείποτε εμπρός· αμείλικτος κινείσαι,
Και προχωρείς… Ώ, βάδιζε κ’ επάρατος να ήσαι!

Ειπέ, ειπέ τί έγεινε, τί έγεινεν, ώ γέρον,
Εκείνος, ον μας έφερες ωραίον νεανίαν,
Αγνόν και αναμάρτητον, και ον ησπάσθη χαίρον
Το Έθνος; … Φευ, τον έπεμψες μακράν εις εξορίαν,
Αμαρτωλόν, μεσήλικα, με δάκρυ μετανοίας,
Εκπνέοντα πάσαν στιγμήν υπό της νοσταλγίας!

Τί άρα, τί εσκέπτετο εξόριστος; Οποίας
Κολάσεις θα υπέφερε σιγών;… Θα ενθυμείτο
Την ώραν, καθ’ ην έφηβος ίππευε προ της Ναυπλίας
Από εν έθνος ευγενές θερμώς επευφημείτο·
Την τότε μέθην, τας λαμπράς ελπίδας, και ακόμα
Πώς επανείδεν ύστερον το πάτριόν του δώμα!…

— Ευλογημένη η μνήμη σου, αμέριμνος κοιμήσου !
Σε αμνηστεύει, ω νεκρέ, το έθνος των Ελλήνων.
Δεν έπταισ’ η καρδία σου, αν έσφαλ’ η ζωή σου·
Υπήρξες μόνον ατυχής κ’ εις εποχάς κινδύνων.
Ειρήν’ εις του μνημείου σου, Μονάρχα, την σκοτίαν
Καρδίαν είχες Έλληνος, αν όχι και πορείαν…

Ναι, ήτον Έλλην βασιλεύς κ’ ιππότου είχεν αίμα.
Τον ενθυμείσθε, Έλληνες, τον ενθυμείσθε έτι,
Με του αγώνος την στολήν και με το σώφρον βλέμμα;
Οίμοι· τί κάμνουν οι καιροί, τί φέρουσι τα έτη!
Τον ενθυμείσθε με λευκήν χωρούντα φουστανέλλαν
Ομού με τον Νικηταράν, ομού με τον Τζαβέλλαν;

Με είπον ότι με αυτήν ετέθ’ υπό το μνήμα·
Την ήθελε και σάβανον την παλαιάν του φίλην…
Ότι υπήρξεν η Ε λ λ ά ς το ύστατόν του ρήμα,
Και ότ’ υψώθ’ εις τ’ ουρανού την χρυσωμένην πύλην
Το όνομά της ευλογών και στρέφων προς εκείνην
Με θολωμένον οφθαλμόν, μ’ ανέκφραστον οδύνην!

Κοιμού, ψυχή περίλυπος! Κ’ εις το ψυχρόν σου δώμα
Συγχώρει, ως σε συγχωρεί, το έθνος των Ελλήνων.
Ω, είναι πλέον ελαφρόν του στέμματος, το χώμα,
Και υπ’ αυτό την κεφαλήν την κουρασμένην κλίνον…
Κοιμού, Μονάρχα δυστυχή· Μονάρχα μου, κοιμήσου·
Είχε καιρόν να κοιμηθή η άγρυπνος ψυχή σου!

Ω! άνθη, άνθη εύοσμα του Υμηττού του δότε,
Του όρους του τού προσφιλούς, την μνήμην του να κάνω’
Ολίγον χώμα δότε με της γης μας, πατριώται,
Να ρίψω εις το σκυθρωπόν μνημείον του επάνω!
Το χώμα της πατρίδος του ως ξένον τον βαρύνει,
Και χώμα θέλει αττικόν η ζοφερά του κλίνη.—

Ναι! φέρετε το λείψανον το παραπονεμένον
Εις την ωραίαν Αττικήν, δι’ ην επόνει τόσον·
Μνημείον σκάψετ’ ευσεβές εις χώρον ανθισμένον,
Του κυανού μας ουρανού να δέχεται την δρόσον!
Τρεις πήχεις δότε κ’ εις αυτόν εις τα βασίλειά του,
Να μη πλανάτ’ εξόριστος ακόμη κ’ η σκιά του…

Υψώσατέ τον εκ λευκού μαρμάρου μαυσωλείον,
Εν μέσω του Νικηταρά, του Γρίβα, του Γκρηζιώτη·
Πλησίον του Πετρόμπεη, του Βότσαρη πλησίον,
Ο βασιλεύς με τον νεκρόν στρατόν του να υπνώττη.
Και θέσατέ τον μεταξύ των πρώτων του αγώνος·
Αυτός ας μη του αρπαγή τουλάχιστον ο θρόνος!»

-Του φίλου Κωνσταντίνου Χατζηαντωνίου

Για δες εδώ

Μπορεί να σε ενδιαφέρει

Είμαστε

ΠΑΝΤΟΥ