Εδώ είναι κάπου κοντά στην Βροντού. Εδώ γύρω ζούσε κάποτε ο Πολυχρόνης. Ήταν βοσκός. Για πολλά χρόνια, από μικρό παιδί, έβγαινε αξημέρωτα εδώ πάνω με τα ζώα του, να ταϊστούν για να πουλήσει γάλα και τυρί στα γύρω χωριά και στην πόλη.
Στις Σέρρες κατέβαινε αραιά, γιατί είχε κόπο μεγάλο από τα 1.000m να κατέβει στα 100m και ύστερα πάλι πίσω και τον εξυπηρετούσε ένας ξάδελφος με αυτοκίνητο φορτηγό.
Μια μέρα, ο ξάδελφος του είπε:
-ρε Χρόνη, δεν τα αφήνεις αυτά εδώ, να έρθεις κάτω που ζητούνε χέρια για δουλειά; τα διπλά θα βγάζεις!
-και τα ζώα τι θα τα κάνω;
-ε, κοψ’τα να βάλεις και λεφτά στην τσέπη για ξεκίνημα στην πόλη.
Έτσι, ο Πολυχρόνης άφησε την ποιμενική κι έπιασε την οικοδομική εργασία στις Σέρρες, πηγαίνοντας εκεί που τον συμβούλεψε ο ξάδερφος. Για αρκετά χρόνια, όλα πήγαιναν καλά, όμως, όταν έπεσε μεγάλη κρίση στην οικονομία, τα χτισίματα σταμάτησαν κι έπεσε αναδουλειά. Ο ανταγωνισμός με τους ξένους εργάτες αυξήθηκε και οι δουλειές λιγόστεψαν.
Μεσήλικας πλέον ο Πολυχρόνης, βαρέθηκε το κυνήγι για εργασία στην πόλη, βαρέθηκε τη βαβούρα της πόλης, νοστάλγησε τα ορεινά.
Όταν γύρισε ξανά εδώ, η στάνη είχε σκορπίσει από τον καιρό. Ζώα πλέον δεν είχε, και το κρύο-ζέστη με καύσωνα το καλοκαίρι, όπως σήμερα, και πάγο το χειμώνα, έσπασαν την ποτίστρα που έμεινε να θυμίζει πως κάποτε εδώ ένας νεαρός βοσκός ζούσε μέσα στη φύση…
Ο Πολυχρόνης, έμεινε στην πόλη, αναγκασμένος να ζει σαν σκιά του εαυτού του, αναπολώντας την αλησμόνητη νιότη του στη φύση, που δεν μπορεί να ξαναφέρει πίσω…
Και τι δουλειά είχε εκεί σήμερα;
Ως τελευταία πράξη δράματος, είχε πάει να δείξει την πατρική γη σε κάτι ενδιαφερόμενους για πούλημα…