Η ΑΝΗΦΟΡΙΑ: Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΟΡΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗ

“Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν΄ στη Λευτεριά”
Ευαγόρας Παλληκαρίδης

   Μεσάνυχτα 13ης προς 14η Μαρτίου του 1957.  Τα βήματα είχαν σταματήσει να ηχούν στους διαδρόμους καθότι η νύχτα είχε προχωρήσει στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας και οι κρατούμενοι βρίσκονταν ήδη στα κελιά τους. Οι φρουροί είχαν αποτραβηχτεί στα σημεία ελέγχου τους και στη μεγάλη αίθουσα των απαγχονισμών.

    Ξαφνικά, μες στη σιγαλιά της νύχτας, τη συνηθισμένη σιωπή τη σπάει σαν κεραυνός μία δυνατή και στεντόρεια φωνή.

«Σε γνωρίζω απ’ την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω απ’ την όψη
που με βια μετράει τη γη.

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά
και σαν πρώτα ανδρειωμένη
Χαίρε, ω Χαίρε Ελευθεριά!

   Αδέλφια, συνεχίστε τον αγώνα. Εγώ βαδίζω στην αγχόνη γελαστός, αποφασιστικός και υπερήφανος! Χαιρετίσματα σε όλους, εύχομαι σύντομα την ελευθερία της Κύπρου!»

    Μόλις πριν είχε σφίξει δυνατά τα χέρια των εκτελεστών τους, κοιτώντας τους βαθιά και αντρίκια μες στα μάτια, σαν να αποχαιρετά φίλους και γνωστούς, οικογένεια και αγαπημένους. Λίγες στιγμές αργότερα η καταπακτή άνοιξε.
   Και τα εννέα δευτερόλεπτα «ανηφοριάς» του Παλληκαρίδη τον τράβηξαν στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο μονοπάτι της αθανασίας. Εννέα δευτερόλεπτα. Τόσα δευτερόλεπτα μέτρησε ο Άγγλος δήμιος Χάρι Άλλεν, που εκτέλεσε την ποινή.

   Η στιγμή της ησυχίας πριν τη μεγάλη μπόρα. Το άψυχο κορμί ενός νεαρού άνδρα αιωρείται. Οι ματιές των Βρετανών συναντιούνται. Οι φύλακες ανεβαίνουν να τον αποκαθηλώσουν. Και σαν από μακριά, ξεκινά ο γόος και ο οδυρμός, οι φωνές και τα χτυπήματα σε τοίχους και σε κάγκελα. Η φυλακή δεν ξύπνησε. Δεν είχε κοιμηθεί ποτέ.
   Οι αγωνιστές ψέλνουν τον Εθνικό μας Ύμνο, κλαίνε τον θάνατο του νεαρότερου ήρωα και υπόσχονται εκδίκηση.

   Εκδίκηση. Εκδίκηση. Εκδίκηση.

   Ο νεαρός Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο «Βαγορής» όπως τον φώναζαν γεννήθηκε σε ένα χωριό της Πάφου. Είχε δύο αδέλφια και δύο αδελφές. Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειάς του. Σεμνός, λιγόλογος, άνθρωπος των πράξεων, με ηγετικές ικανότητες και όπως δείχνει η ελάχιστη χρονική παρουσία του στον λογοτεχνικό κόσμο, ένας εν δυνάμει μεγάλος ποιητής.
     Ο αγώνας για την απελευθέρωση της Κύπρου από τον βρετανικό ζυγό και η ένωσή της με τη μητέρα Ελλάδα δεν τον άφησε διόλου αμέτοχο. Η ελληνική του παιδεία είχε μετατρέψει το αίμα του σε κοχλάζοντα ζωμό που δεν τον άφηνε σε ησυχία. Όπως κάθε μεγάλος άνδρας (η μεγαλοσύνη “των Εθνών”/ δε μετριέται με το στρέμμα/ με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται/ και το αίμα) είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου την τεράστια ιστορική ευθύνη ώστε να επιτύχει τον ιερό ετούτο σκοπό.

   Το 1953, δύο έτη πριν την ανάληψη του εθνικού και απελευθερωτικού αγώνα του νησιού ήταν, μόλις, 15 ετών όταν ως μαθητής της τρίτης τάξης του Ελληνικού Γυμνασίου, είχε σκαρφαλώσει πάνω στον ιστό της Σημαίας και είχε υποστάλει τη σημαία της βρετανικής αυτοκρατορίας φωνάζοντας πως εδώ είναι Ελλάδα (το ίδιο που έκανε στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα ο εθνομάρτυρας ήρωας Αλέξανδρος Διάκος που σκοτώθηκε στην Τσούκα ως Έλλην αξιωματικός). Η πράξη αυτή ήταν η πρώτη του επαναστατική πράξη απέναντι στο Στέμμα.

   Με την έναρξη του ένοπλου αγώνα εντάχθηκε αμέσως στις τάξεις της ΕΟΚΑ. Συμμετείχε οργανώνοντας μαθητικές διαδηλώσεις, αναγραφές συνθημάτων, συλλαλητήρια, ενέδρες, δολιοφθορές και μεταφορές οπλισμού για την οργάνωση.
   Στις 17 Νοεμβρίου του 1955, σε μία διαδήλωση, είδε δύο Βρετανούς αστυνομικούς να χτυπούν αλύπητα έναν συμμαθητή του. Χωρίς να το σκεφτεί εφορμά εναντίον τους και τους απωθεί, απελευθερώνοντας τον συμμαθητή του. Οι αστυνομικοί συλλαμβάνουν τον ίδιο. Η δίκη του ορίζεται στις 6 Δεκεμβρίου. Ο Βαγορής αποφασίζει να μην περιμένει τη δίκη του. Αποδρά και εντάσσεται στις ανταρτικές ομάδες της ΕΟΚΑ, όπου και οι Βρετανοί αμέσως τον επικηρύσσουν.

   Οι νεαροί μαχητές της ΕΟΚΑ, ορμώμενοι από το νεαρό της ηλικίας τους και έχοντας μέσα τους άσβεστα τα εθνικά τους ιδανικά δεν υπολογίζουν πως πολεμούν μία αυτοκρατορία. Μπορεί η Βρετανία να μην είναι πια η ηγέτιδα δύναμη όλου του κόσμου, αλλά η σύγκρουση με αυτήν αποτελεί μία τρέλα που κάποιος λογικός άνθρωπος δε θα την επιζητούσε.
  Όμως οι Έλληνες της Κύπρου δεν υπολογίζουν τις στατιστικές. Πολεμούν έχοντας στις φυσιγγιοθήκες τους μέσα πλάι στις σφαίρες, τις ολόδοξες σελίδες της ελληνικής ιστορίας που βρίθουν από ασύγκριτους αγώνες, θυσίες και αίμα. Ελληνικό και μη. Οι μελάνες των βιβλίων τους, που μιλούν για κατορθώματα αλλοτινά, δεν τους φτάνουν. Εκείνοι γράφουν τις επόμενες σελίδες του βιβλίου της ελληνικής μας ιστορίας με το αίμα τους. Μόνο έτσι μπορούν να διεκδικήσουν τη θέση τους στο τραπέζι των ηρώων.

 Και το καταφέρνουν. Ο Παλληκαρίδης ενταγμένος στις ανταρτικές ομάδες της ΕΟΚΑ χτυπάει αλύπητα, παντού, τις βρετανικές δυνάμεις και τους προδότες που τους υποστηρίζουν. Δεν τους αφήνουν σε ησυχία και τους τρομοκρατούν.  Έναν χρόνο ο Παλληκαρίδης πολεμά σαν το λιοντάρι. Όμως η υψηλότερη στιγμή της ζωής του δεν έχει φτάσει ακόμα. Οι σύντροφοί του έχουν σαστίσει από το φρόνημά του, την καθαρότητα της ψυχής του, την πίστη στα ιερά και τα όσια της Πατρίδας μας, τα ιδανικά της Φυλής μας.  Συμμετέχει σε επιθέσεις σε αστυνομικούς σταθμούς, στρατόπεδα, ενέδρες σε περιπόλους. Είχε δηλώσει ρητά στους συναδέλφους του πως «δε θα παραδοθώ ποτέ, θα πέσω στο πεδίον της μάχης».

   Σε μία επιχείρηση μεταφοράς οπλισμού από ένα κρησφύγετο σε ένα άλλο η αιώνια προδοσία έκανε πάλι το «θαύμα» της. «Βάσει ληφθησών πληροφοριών» αναφέρει η βρετανική αστυνομική αναφορά. Εκεί, συλλαμβάνεται ο Παλληκαρίδης, που στιγμές πριν τον θάνατό του όταν ο ιερέας τον ρωτά γιατί δεν απέδρασε σαν τους άλλους εγκαταλείποντας τον οπλισμό εκείνος ηρωικώς απάντησε: γιατί τους περιφρόνησα και τους θεώρησα δειλούς.

   Οι Βρετανοί που τον συνέλαβαν τόν ρώτησαν αμέσως ποιος είναι και εκείνος το μόνο που τους έλεγε είναι: «Είμαι ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης και πολεμώ για την Πατρίδα μου».

   Η σύλληψή του ακολουθήθηκε από τη μεταγωγή του στη φυλακή της Λίμνης και στο Κτήμα της Πάφου, όπου και βασανίστηκε αγρίως. Η οικογένειά του ζήτησε να τον δει και για δώδεκα μέρες οι Βρετανοί δεν επέτρεπαν καμία συνάντηση. Ο πατέρας του πήγε στον διευθυντή των φυλακών και εκείνος του είπε: «Αν, πράγματι, θες να δεις τον γιο σου, τότε πρέπει να μας πει τα ονόματα των συντρόφων του και πού βρίσκονται.» Τότε ο πατέρας του Βαγορή, που είχε εμφυσήσει στα μέλη της οικογένειάς του την αγάπη για το Έθνος μας, απάντησε: «Υπό τοιαύτας συνθήκας αρνούμαι να δω το παιδί μου». Και έφυγε, αφήνοντας σαστισμένο τον διευθυντή. Όταν, τελικά, τους επετράπη να δουν το παιδί τους τα σημάδια των ξυλοδαρμών και των βασανιστηρίων ήταν εμφανή. Αλλά ο Βαγορής δεν είχε πει λέξη. Αμετανόητος μπροστά στις ιδέες του, δεν έσκυψε το κεφάλι και δέχτηκε με εγκαρτέρηση τον πόνο και τη βάσανο (όχι σαν κάποιους άλλους σήμερα) γνωρίζοντας ότι η ανηφοριά του έχει ξεκινήσει. Σιγά σιγά η υψηλότερη στιγμή της ζωής του θα φτάσει. Έναν μήνα πριν της σύλληψής του, ο στρατάρχης Χάρντινγκ, κυβερνήτης της Κύπρου, είχε θέσει σε ισχύ τον «Ειδικό Νόμο», όπου κάθε ένας ο οποίος συλλαμβάνεται με όπλο στην κατοχή του θα αντιμετωπίζει την ποινή του θανάτου.

   Ο Παλληκαρίδης έχει συλληφθεί με ένα οπλοπολυβόλο και γεμιστήρες πάνω του. Τα πράγματα είναι απλά από τη σκοπιά του κατακτητή. Μα και ο ίδιος δεν κάνει τίποτα ώστε να υπερασπίσει τον εαυτό του. Οι συνήγοροί του, στο επερχόμενο δικαστήριο έχουν ως εντολέα έναν νεαρό που όχι μόνο δεν μετανοεί για κάποια από τις πράξεις του, αλλά γνωρίζει επακριβώς τι κίνδυνοι ελλοχεύουν από αυτήν την αμετανόητη στάση και δεν έχει κανέναν σκοπό να την αλλάξει (πάλι, όχι όπως κάποιοι άλλοι σήμερα).

   Στις 25 Φεβρουαρίου του 1956 γίνεται το Ειδικό Δικαστήριο. Ο δικαστής ρωτά τον Παλληκαρίδη: «Έχεις να είπης τι, διατί να μην σου επιβληθεί ποινή;» Και ο Παλληκαρίδης απαντά: «Γνωρίζω ότι το δικαστήριον θα μου επιβάλη την ποινήν του θανάτου. Εκείνο το οποίο θέλω να πω είναι τούτο: Ότι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, ο οποίος ζητεί την ελευθερία του. Τίποτε άλλο». Ο δικαστής, ανακοινώνοντας την απόφαση του, είπε: «Ο νόμος προνοεί μόνον μίαν ποινήν: την ποινήν του θανάτου. Σε καταδικάζω εις θάνατον».

   Η πορεία είναι ανηφορική. Η υψηλότερη στιγμή της ζωής του δεν έχει φτάσει ακόμα.

   Την επομένη της καταδίκης του σε θάνατο ξεκινούν συλλαλητήρια και γενικές απεργίες σε Ελλάδα και Κύπρο. Οι Έλληνες διπλωμάτες μπαίνουν αμέσως σε συνομιλίες με τη Βρετανία ζητώντας την επιείκεια του Στέμματος απέναντι στον νεαρό αγωνιστή.

   Η Βρετανία, όμως, είναι σκληρή και αμετάπειστη. Ούτε τα τηλεγραφήματα των Ελλήνων βασιλέων, του ΟΗΕ και απλών ανθρώπων δεν τους κινητοποιεί συναισθηματικά. Το ίδιο αμετάπειστος είναι και ο Παλληκαρίδης. Με εγκαρτέρηση και αταλάντευτη πίστη στον σκοπό του αναμένει την ποινή του.

   Η αδελφή του, Μαρούλα Παλληκαρίδη (Βρυωνίδου), αναφέρει για την τελευταία φορά που τον είδαν, μία ημέρα πριν την εκτέλεσή του: «Ήταν πολύ καταβεβλημένος όταν τον είδαμε. Το βράδυ δεν τον άφηναν να κοιμηθεί με προβολείς αναμμένους. Ωστόσο δεν ήταν καθόλου μετανιωμένος. Δεν μας άφησαν ούτε να τον αγκαλιάσουμε, ούτε να τον φιλήσουμε. Δεν είπαμε πολλά, απλά κοιταχτήκαμε στα μάτια». Δεκάξι μέρες ανηφοριάς από την καταδίκη του ως και την εκτέλεσή του. Δεκάξι μέρες που ο ίδιος ο Παλληκαρίδης έδινε δύναμη στους συγκρατούμενούς του. Τους ενέπνεε και τους ενδυνάμωνε ψυχικά για όσα ο Αγώνας τους ζητά.

   Και έλεγε: «όταν πεθάνω, θα πάω στον Θεό και θα τον παρακαλέσω να είμαι ο τελευταίος που απαγχονίζεται».

   13 Μαρτίου. Η ανηφοριά του τραβάει όλο και μακρύτερα. Γράφει στο τελευταίο του γράμμα:

«Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα.

Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα.

Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»

  Η υψηλότερη στιγμή της ζωής του.  

   «Παλιοί συμμαθηταί,

   Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.

Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.

Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα
μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.

Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.

Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.

Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.

Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ενα παλάτι,
το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό.

Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό.

Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.

Γειά σας, παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα.

Αν ζω, θα μ’ εύρει εκεί.»

   Μπορεί να τον φανταστεί κανείς να περπατά αγέρωχος και δυνατός στο ικρίωμα. Να χαιρετά αντρίκια τους εκτελεστές του. Να ψέλνει τον Εθνικό Ύμνο. Να του περνούν τη θηλιά γύρω από το λαιμό.

Να αιωρείται νεκρός και ΑΘΑΝΑΤΟΣ.

Περισσότερα απο

Τάσος Μαλεσιάδας

Η Λεία

Έλληνες ακόμη και τον 20ο αιώνα πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα και εξευτελίστηκαν

Είμαστε

ΠΑΝΤΟΥ