Ο Κάρολος Φαβιέρος (Charles Nicolas Fabvier) (Ποντ α Μουσόν, 1783 – Μπωσέν, 1855) ήταν Γάλλος φιλέλληνας στρατηγός και διοικητής του τακτικού στρατού της Ελλάδας κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Θεωρείται ο ικανότερος και ο πλέον αγαπητός από όλους τους φιλέλληνες αξιωματικούς που αγωνίσθηκαν στο πλευρό των Ελλήνων επαναστατών, στο διάστημα από το 1823 έως το 1828.
Φορούσε φουστανέλα και στο κεφάλι έφερε σαρίκι, παρόμοιο εκείνων που φορούσαν οι στρατηγοί Νικηταράς και Μακρυγιάννης και γενικά είχε προσαρμοσθεί στη ζωή των αγωνιστών τόσο πολύ, ώστε κανείς, όταν τον έβλεπε, δεν ήταν δυνατό να αντιληφθεί πως δεν ήταν Έλληνας. Ο Κάρολος Φαβιέρος σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού και συμμετείχε στους Ναπολεόντειους Πολέμους και το 1807 διακρίθηκε στην μάχη του Εϋλώ.
Σε ηλικία 30 ετών ήταν συνταγματάρχης, είχε τιμηθεί με τον Ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής και είχε πάρει τον τίτλο του βαρόνου. Το 1809 στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 1810 στην Περσία για να οργανώσει τον περσικό στρατό. Μετά την παλινόρθωση των Βουρβόνων, αποτάχθηκε, όπως και οι περισσότεροι αξιωματικοί του Ναπολέοντα και το 1882 κατέφυγε στην Αγγλία. Το 1824 ήρθε Ελλάδα και αποβιβάστηκε στο Ναυαρίνο για να βοηθήσει την επανάσταση με το ψευδώνυμο Μπορέλ (De Borel) και «με τη σκέψη να ιδρύσει αγροτική και βιομηχανική αποικία για τους εξόριστους συναδέλφους του», Γάλλους και Ιταλούς βοναπαρτιστές, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην Ισπανία και Αγγλία. Επέστρεψε στην Αγγλία όπου συγκέντρωσε εθελοντές και το 1825 γύρισε ξανά στην Ελλάδα και στις 30 Ιουλίου ανέλαβε την διοίκηση του τέταρτου τακτικού στρατού στο Ναύπλιο.
Στις αρχές Αυγούστου του 1826, μαζί με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, έλαβε μέρος στην μάχη του Χαϊδαρίου όπου τελικά, εξ΄ αιτίας διαφωνιών, οι Έλληνες ηττήθηκαν από τους Τούρκους. Στις 29/30 Νοεμβρίου 1826 ο Φαβιέρος με 530 άνδρες διέσπασε την πολιορκία της Ακρόπολης μεταφέροντας πολεμοφόδια και παρέμεινε πολιορκημένος εκεί μέχρι τις 24 Μαΐου 1827 οπότε και συνθηκολόγησε. Σε ανάμνηση της μάχης αυτής και της πολιορκίας που ακολούθησε, στο προαύλιο του Ωδείου Ηρώδου του Αττικού, βρίσκεται τοποθετημένη μια στήλη η οποία έχει στην αριστερή της πλευρά χαραγμένα τα λόγια:
«ΤΩ, ΦΑΒΙΕΡΩ, ΠΡΟΜΑΧΩ, ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ Η ΕΛΛΑΣ 1826 – 1926»
καθώς και μια δεύτερη προς τιμή του υπαρχηγού του ταγματάρχη Ροβέρτο, που φονεύθηκε κατά την είσοδο στην Ακρόπολη.
Ο Φαβιέρος, το 1826, πρωτοστάτησε για το κτίσιμο κάστρου, στο λόφο του στενού των Μεθάνων, πάνω στα ερείπια αρχαίας οχύρωσης που σήμερα φέρει το όνομά του. Το καλοκαίρι του 1827 έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Χίου που διακόπηκε μετά από την αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων. Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Μωριά, συνοδεύοντας τον τακτικό γαλλικό στρατό προσφέροντας με τη γνώση του για την περιοχή.
Το 1828 μετά από διαφωνία του με τον Καποδίστρια έφυγε από την Ελλάδα για την Γαλλία όπου πήρε μέρος στην επανάσταση του Ιουλίου του 1830, οπότε διορίστηκε φρούραρχος του Παρισιού. Το 1839 έγινε γενικός επιθεωρητής στρατού, και το 1845 ομότιμος της Άνω Βουλής. Το 1845 η Γ’ Ελληνική Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ανακήρυξε τον Φαβιέρο επίτιμο Έλληνα πολίτη και ο βασιλιάς Όθωνας του απένειμε τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος.
Ο Φαβιέρος χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους ειλικρινέστερους και ανιδιοτελείς φιλέλληνες επειδή πολλά παραδείγματα “δικαιοσύνης, στρατιωτικής ευσυνειδησίας και γενναιοφροσύνης” αρνούμενος να αναλάβει από την Ελληνική κυβέρνηση μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν που είχε όταν πρωτοήρθε στη Ελλάδα, υπέρογκες αμοιβές κλπ.
Με τον θάνατό του από προβλήματα υγείας το 1855, κηρύχθηκε τριήμερο πένθος στον Ελληνικό στρατό και η Ακρόπολη φωταγωγήθηκε πένθιμα.