Γράφει ο: Πειρατικός Ρωμιός από την Ελληνική Λογική
Πολύ συχνά, όταν αναφέρομαι στα διάφορα δικαιωματιστικά γκρουπούσκουλα του σύγχρονου κοινωνικοπολιτικού ακτιβισμού και τα εντάσσω στο πολιτικό φάσμα της Αριστεράς, δέχομαι απαντήσεις όπως “Μα που τους είδες τους Αριστερούς;”, “Έτσι είναι οι Αριστεροί;”, “Τι σχέση έχει όλο αυτό με την Αριστερά;”. Επειδή στην Ελλάδα της ιδεολογικής ηγεμονίας της κομμουνιστικής Αριστεράς ο περισσότερος κόσμος έχει συνδυάσει την Αριστερά αποκλειστικά και μόνο με έναν φολκλόρ Σοβιετικό αντικαπιταλισμό, υπάρχει μεγάλη άγνοια και σύγχυση ως προς την ιστορική της εξέλιξη σε παγκόσμιο επίπεδο (ειδικά στη Δύση) και το πως έχει καταλήξει στο στάδιο που βρίσκεται σήμερα. Αυτό θα αποπειραθώ να εξηγήσω συνοπτικά στο παρακάτω άρθρο, επικεντρώνοντας στις διάφορες ιδεολογικές φάσεις με τις οποίες ζυμώθηκε η Αριστερά στο Δυτικό κόσμο του 20ου αιώνα.
Το πρώτο βήμα της απόκλισης από τον Ορθόδοξο Μαρξισμό πραγματοποιήθηκε με την ίδρυση της Σχολής της Φρανκφούρτης το 1923 από τον Carl Grünberg, έναν Μαρξιστή καθηγητή νομικής του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Συγκεκριμένα, όταν αναφερόμαστε στη Σχολή της Φρανκφούρτης εννοούμε το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών το οποίο ήταν τμήμα του Πανεπιστημίου Goethe της Φρανκφούρτης. Φυσικά είχε προηγηθεί και η ίδρυση του London School of Economics (LSE) το 1895, μέσω της χρηματοδότης της Σοσιαλιστικής οργάνωσης “Fabian Society”, σκοπός της οποίας ήταν να προωθήσει τις αρχές του σοσιαλισμού μέσω εσωτερικής κοινωνικής μεταρρύθμισης, απορρίπτοντας την επαναστατική ανατροπή.
Επιστρέφοντας στη Σχολή της Φρανκφούρτης, εκεί συνενώθηκαν διαφωνούντες Μαρξιστές και από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 αποτέλεσε τη σημαντικότερη ίσως ομάδα φιλοσόφων και κοινωνιολόγων του 20ου αιώνα. Οι μελετητές της επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από την αποτυχημένη Γερμανική κομμουνιστική επανάσταση του 1918-1919 και επικεντρώθηκαν στο πως πρέπει να εμπλουτιστεί ο Μαρξισμός με ιδεαλιστικά στοιχεία και να εστιάσει σε κοινωνικές συνθήκες που είχαν παραλειφθεί, ώστε να ξεφύγει από τον οικονομικό ντετερμινισμό, διαμέσου μιας σύνδεσης με τη φροϋδική ψυχανάλυση. Στη ουσία αυτό που δημιούργησαν ήταν μια Φροϋδο-Μαρξιστική σύνθεση. Σε εκείνη τη φάση, το σημείο σύγκλισης του Ορθόδοξου Μαρξισμού με τον νεομαρξισμό παρατηρείται έντονα στο γεγονός ότι και τα δύο ιδεολογικά ρεύματα πιστεύουν στην διαλεκτική, στο γεγονός ότι τα πάντα είναι κοινωνικά κατασκευάσματα και επιδέχονται διαμόρφωση και στην ύπαρξη καπιταλιστικής καταπίεσης μέσω εξουσιαστικών δομών.
Στην ύστερη φάση της, από τη δεκαετία του ’50 και μετά, η Σχολή της Φρανκφούρτης απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από την αντίληψη ότι η εργατική τάξη μπορεί να ηγηθεί της κοινωνικής ανατροπής, εφόσον έχει ενταχθεί στο σύστημα, και εστιάζει σε άλλες κοινωνικές ομάδες και επιλαχόντα ριζοσπαστικά υποκείμενα για να αμφισβητήσουν τις δομές “εξουσίας” του καπιταλισμού, όπως οι φοιτητές, οι διανοούμενοι, οι μειονότητες ή ακόμη και οι χώρες του Τρίτου Κόσμου. Ταυτόχρονα, μετατοπίζεται η έμφαση από την κριτική του καπιταλισμού, σε μια κριτική του Δυτικού πολιτισμού στο σύνολό του.
Για τον Adorno και τον Horkheimer (καθηγητές της σχολής), η κρατική παρέμβαση στην καπιταλιστική οικονομία είχε ουσιαστικά καταργήσει την ένταση μεταξύ των «σχέσεων παραγωγής» και των «υλικών παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας». Βλέπουμε λοιπόν πως σταδιακά οι βασικές θεωρήσεις του Μαρξισμού παραμένουν σταθερές, απλώς προσανατολίζονται σε νέα δεδομένα και συνθήκες. Η καταπίεση που υπήρχε στο προλεταριάτο από την μπουρζουαζία γίνεται καταπίεση που υφίσταται μια ομάδα συγκεκριμένης κοινωνικής ταυτότητας από μια άλλη. Επιπλέον, ένα δεύτερο χαρακτηριστικό που είναι κοινό και στα δύο ρεύματα είναι η ιδέα ότι ο καταπιεσμένος (προλετάριος παλαιότερα, κάποια κοινωνική “ταυτοτική” ομάδα σήμερα) είναι εξ ορισμού ηθικά ανώτερος (έχει ηθικό πλεονέκτημα) απλώς και μόνο επειδή καταπιέζεται. Και φυσικά ο τελικός σκοπός είναι κοινός, που είναι η εξαφάνιση της καταπίεσης και εξίσωση μεταξύ καταπιεσμένου και καταπιεστή μέσω κοινωνικού ακτιβισμού. Επιπρόσθετα, παρατηρούμε έντονη σύνδεση μεταξύ του διαμορφωμένου από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, Πολιτισμικού Μαρξισμού (Cultural Marxism) με τον προγενέστερο Πολιτισμικό Μπολσεβικισμό (Cultural Bolshevism).
Φυσικά, δεν πρέπει να παραλείψουμε τα αναθεωρητικά ρεύματα της Αριστεράς μετά τη δεκαετία του ’50 και την αποσταλινοποίηση, τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο που περιέγραψα πιο πάνω. Αυτό συνέβη κατά βάση διότι άρχισε να χάνεται η ηθική μάχη, μετά την ευρεία διαρροή των Σταλινικών εγκλημάτων και διότι πλέον τα καπιταλιστικά κράτη επιδείκνυαν, όλο και περισσότερο, μεγαλύτερη οικονομική ευημερία και ατομικές ελευθερίες.
Ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του ’60 και ’70 δημιουργείται το πολιτικό κίνημα της Νέας Αριστεράς (με τον γνωστό καθηγητή της Σχολής της Φρανκφούρτης Herbert Marcuse να περιγράφεται συχνά ως ο θεωρητικός ή πνευματικός πρόγονος αυτής) αποτελούμενο από ακτιβιστές του Δυτικού κόσμου που “αγωνίστηκαν” για ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών θεμάτων όπως τα πολιτικά δικαιώματα, ο φεμινισμός, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, το δικαίωμα στις αμβλώσεις, τον αντιμπεριαλισμό, τη διεθνή αλληλεγγύη, την προστασία του περιβάλλοντος και τη σεξουαλική επανάσταση. Το νέο αυτό κίνημα βλέπουμε να παίρνει διάφορες μορφές και να αναπτύσσεται σε πολλές χώρες του Δυτικού κόσμου, όπως στις ΗΠΑ με τους χίπηδες και το Νέο Κομμουνιστικό Κίνημα, στη Λατινική Αμερική, στη Μεγάλη Βρετανία μέσω του LSE, στη Γαλλία με το Μάη του ’68 και μια Γαλλική έκδοση του Μαοϊσμού, στα κινήματα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, δημιουργώντας ταυτόχρονα διάφορες προσεγγίσεις του Μαρξισμού, όπως ο αναλυτικός μαρξισμός και ο Γαλλικός δομικός μαρξισμός.
Πατώντας στα θεμέλια που τέθηκαν κατά τις συγκεκριμένες δεκαετίες που περιέγραψα και κάτω από την ιστορική πραγματικότητα του προηγμένου καπιταλισμού, η Αριστερά συνεχίζει να “εξελίσσεται” τα τελευταία χρόνια και να αναζητά συνεχόμενη ριζοσπαστική ανανέωση, χωρίς την οποία θα καταδικαστεί να χαθεί στα Ιστορικά μουσεία. Η ανανέωση αυτή περιλαμβάνει όπλα όπως η αντικουλτούρα, η πολυπολιτισμικότητα, ο “προοδευτισμός”, ο αντισπισισμός, η θεωρία των πολλών κοινωνικών φύλων, η πολιτική ορθότητα και τα identity politics. Από εκεί που η Αριστερά επεδίωκε να “προστατέψει” και να ριζοσπαστικοποιήσει τους εργάτες των εργοστασίων, πλέον επιδιώκει να κάνει το ίδιο στους νεοφεμινιστικούς κύκλους, στα ΛΟΑΤΚΙ κινήματα, στις μουσουλμανικές κοινότητες, στους Αριστεριστές τρομοκράτες, στις βίγκαν μπαχαλοσατανίστριες.
Από εκεί που η Αριστερά έλεγε ότι ο εργαζόμενος έπεσε θύμα εκμετάλλευσης από τον εργοδότη λόγω του “καπιταλιστικού συστήματος”, σήμερα λέει ότι η γυναίκα πέφτει θύμα εκμετάλλευσης λόγω του “πατριαρχικού συστήματος” και αντιστοίχως ο ομοφυλόφιλος πέφτει θέμα καταπίεσης και εκμετάλλευσης λόγω του “ετεροκανονικού συστήματος”. Φυσικά, ποτέ δεν σταμάτησε να υποστηρίζει ότι όλα αυτά τα υποσυστήματα σκεπάζονται από την ομπρέλα του “τρισκατάρατου καπιταλιστικού συστήματος”. Μα δεν πρέπει να μας κάνουν καθόλου έκπληξη όλα αυτά, διότι αποτελούν βάση της Αριστερής πρακτικής. Η Αριστερά πάντα οργάνωνε και ριζοσπαστικοποιούσε ομάδες ανθρώπων, από κοινούς ποινικούς μέχρι κάθε λογής “καταπιεσμένη” μειονότητα, που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να επιτεθεί στους πολιτικούς της αντιπάλους και στην κοινωνία ολόκληρη. Κοινώς, άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.
Ξέρετε όμως πέρα και πάνω από όλα αυτά, ποιο είναι το βασικό κοινό της Παλαιάς Αριστεράς με την Νέα Αριστερά, του Κλασικού Μαρξισμού με τον νεομαρξισμό; Ότι αμφότεροι μισούν βαθιά τον παραδοσιακό Δυτικό πολιτισμό και προσπαθούν να καταστρέψουν όλες του τις δομές όπως είναι οι εθνικές ταυτότητες, ο Χριστιανισμός και ο θεσμός της οικογένειας. Γι’ αυτό την επόμενη φορά που θα αμφισβητήσει κάποιος το Αριστερό πρόσημο των σημερινών ορθοπολιτικών κοινωνικοπολιτικών κάφρων-ακτιβιστών επιμείνετε.
Ναι, Αριστεροί είναι!