Εις τους αιώνες των αιώνων τα κύματα του Αιγαίου τονίζουν το τραγούδι της φυλής. Από τη θάλασσα αναβλύζει η Ελληνική ιστορία. Γι’ αυτό και στον εορτασμό της εθνικής επετείου ένα μεγάλο μέρος της τιμής που καταθέτουμε ανήκει στο Ναυτικό του Εικοσιένα. Αυτό κράτα το μυστικό του απίστευτου θριάμβου.
Αυτό με την ναυτική του αρετή ύψωσε στον κατάπληκτο θαυμασμό του έθνους δύο εκθαμβωτικά επιτεύγματα: το πρώτο είναι το θαύμα της δημιουργίας του Ελληνικού πολεμικού στόλου μέσα στα δεσμά της δουλείας.
Το δεύτερο είναι ο θαυμάσιος τρόπος με τον οποίο τα μικρά και αδύνατα ελληνικά καράβια αντιμετώπισαν τους τρομερούς Τουρκοαιγυπτιακούς κολοσσούς. Είναι πραγματικά αδιανόητο πώς από τα τρία μικρά και έρημα νησιά τους «θαυμασίους σκοπέλους» του Κάλβου ξεπήδησαν μέσα στη νύχτα της σκλαβιάς τα λαμπρά εκείνα καράβια και οι εκλεκτοί ναύτες, που φλόγισαν με την λάμψη των θριάμβων τους τις Ελληνικές θάλασσες.
Χαίρετε σεῖς καυχήματατῶν θαυμασίων (Σπετζίας,
Ὕδρας, Ψαρῶν,) σκοπέλων,
ὅπου ποτὲ δὲν ἄραξε
φόβος κινδύνου.(ᾨδὴ Δεκάτη. Ὁ Ὠκεανός λα´)
⁃ Στην Ύδρα και τις γειτονικές Σπέτσες άρχισαν να ναυπηγούν όλο και ταχύτερα καράβια, τα τρεχαντήρια πρώτα, τα σαχτούρια, τα λαντινάδικα , τις καραβοσαΐτες . Με τα καράβια αυτά ανοίγονται τώρα άφοβα στο Αιγαίο, παίρνουν στα χέρια τους το ναυτικό εμπόριο της Άσπρης θάλασσας και οργώνουν το πέλαγος, χωρίς ούτε πυξίδα, ούτε χάρτη, ούτε άλλο ναυτικό εργαλείο, όλα αυτά τα αγνοούν, γνωρίζουν καλά τις ακτές, κάθε νησάκι, κάθε κάβο, κάθε ξέρα, τη νύχτα οδηγός τους τα άστρα.
Το 1757 αρχίζει η περίοδος του ναυτικού μεγαλείου των τριών κυρίως νησιών αλλά και της Κάσου, του Γαλαξιδίου και της Μυκόνου. Τότε ακριβώς αρχίζουν να ναυπηγούν τα μπρίκια -τους πάρωνες- τον ιστορικό τύπου καραβιού, που κυρίως χρησιμοποιήθηκε στον αγώνα, και με τον οποίο τα ταξίδια στα βόρεια παράλια της Αφρικής και σε όλη την Μεσόγειο γίνονται πραγματικότητα. Τώρα επίσης η χρήση της πυξίδας και των ναυτικών χαρτών γενικεύεται και στο τέλος του ΙΗ ´(18ο) αιώνα η πλατιά και μεγάλη θάλασσα είναι ανοιχτή στην ναυτική εμπειρία των Ελλήνων νησιωτών.
Στην αξιοθαύμαστη αυτή πρόοδο μέσα στα δεσμά της δουλείας ήρθα να δώσουν γοργότερο και αποφασιστικότερο ρυθμό μερικά από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Πρώτα – πρώτα ας αναφέρουμε τα φιλόδοξα σχέδια της Αυτοκράτειρας Αικατερίνης της Ρωσίας που κατέληξαν στην γνωστή Ορλωφική Επανάσταση που παρά την αποτυχία της , οδήγησαν στην συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή.
Χάρη στην συνθήκη αυτή δόθηκε η ελευθερία όχι μόνον να ναυπηγούνται μεγαλύτερα τα Ελληνικά καράβια αλλά και να ταξιδεύουν κάτω από την προστασία της Ρωσικής σημαίας.
Λίγο αργότερα ο νέος Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1787 έδωσε την ευκαιρία να λάμψει στο Αιγαίο το άστρο του Λάμπρου Κατσώνη ,να υπηρετήσουν στα καράβια του μεγάλου ναυμάχου Έλληνες θαλασσινοί και να αποκτήσουν έτσι εμπιστοσύνη και στην πολεμική τους αξία.
Εκτός από το πολύτιμο σχολείο του Κατσώνη -ηρωικό προοίμιο των αγώνων του 21-συντέλεσαν πάρα πολύ στην πολεμική μόρφωση των Ελληνικών πληρωμάτων οι αδιάκοποι αγώνες τους με τους Αλγερινούς και Μπαρμερίνους πειρατές που κούρσευαν αλύπητα την Μεσόγειο. Η ανάγκη της άμυνας από τα Κουρσάρικα αυτά, που ήταν οπλισμένα βαρύτερα ακόμη και από τα πολεμικά της εποχής, ανάγκασαν τους Έλληνες ναυτικούς να οπλίσουν και αυτοί τα σιτοκάραβά τους και να τα μετατρέψουν – οι ναυπηγικές συνθήκες των καιρών το επέτρεπαν- σε αληθινά μικρά πολεμικά. Έτσι στις αρχές του ΙΘ (19ου) αιώνα, η ναυπηγική δεξιοτεχνία των νησιωτών μας και τα περιστατικά που σημειώσαμε κατέληξαν να εμφανίσει το υπόδουλο γένος έναν αξιόλογο ελαφρό πολεμικό στόλο που τα καράβια του ανήκαν σε ιδιώτες και ήταν αφιερωμένα σε ένα κερδοφόρο ναυτικό εμπόριο. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στην ακμή αυτή την αξιοθαύμαστη του Ελληνικού ναυτικού βοήθησε ακόμη και ο οικονομικός παράγοντας.
Άφθονα ήταν τα κέρδη που είχαν τα Ελληνικά καράβια διασπώντας τον Αγγλικό αποκλεισμό και τροφοδοτώντας Γαλλία και Ισπανία κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους. Τα πλούσια αυτά κέρδη όχι μόνο δημιούργησαν μία περίοδο ευμάρειας ,αρχοντιάς και πολιτισμού στα νησιά αλλά σχημάτισαν και τις περιουσίες εκείνες τον προεστών με τις οποίες κατά μεγάλο μέρος συντηρήθηκε ο Ελληνικός στόλος τα πρώτα χρόνια της Επαναστάσεως. Και συντελέστηκε το πρώτο αυτό «θαύμα» της δημιουργίας του υπόδουλου πολεμικού στόλου.
Και έτσι στις παραμονές του Αγώνος έχουμε : Ύδρα 79, οι Σπέτσες 46, τα Ψαρά 39 καράβια, όλα άνω των 200 τόνων και όλα εξοπλισμένα και εφοδιασμένα για πόλεμο!
«Με φουσκωμένα τα πανιά περήφανα και ωραία». όπως τα είδε και ο Σολωμός, ήταν έτοιμα για τον μεγάλο αγώνα. Με όλες όμως τις ελπίδες που ατένιζε το γένος στα καράβια του «Τρινησίου» στόλου η πάλη ήτανε τραχιά και άνιση!
Ο εχθρός, ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος, που έπρεπε να αντιμετωπιστεί, υστερούσε ασφαλώς στην ποιότητα του ναυτικού προσωπικού, αλλά είχε ασύγκριτη υπέροχη σε αριθμό και σε μέγεθος πλοίων, σε διαμέτρημα πυροβόλων, σε πλούτο υλικών και ανθρωπίνων μέσων, που του παρείχε άφθονα και αστείρευτα η παντοδύναμη Αυτοκρατορία.
Τα φοβερά δίκροτα και τρίκροτα του Τουρκικού στόλου ήταν αληθινοί κολοσσοί εμπρός στα ευκίνητα Ελληνικά καραβάκια.
«Σου πέφτει η σκούφια σαν τα κοιτάζεις από χαμηλά», έλεγε ο Μιαούλης. Έπειτα το πυροβολικό τους ήταν τόσο ισχυρότερο από το αντίστοιχο του Ελληνικού στόλου ώστε τα Τούρκικα μπορούσαν να κεραυνοβολούν και να κρατούν σε μεγάλη απόσταση τα Ελληνικά πλοία. Τα κανονάκια των Ελλήνων είναι εντελώς ανίσχυρα κατά του εχθρού. Ο Δαβίδ κατά του Γολιάθ !
Τι να κάνουν; Πώς να αντιταχθούν; Πώς να τα βγάλουν πέρα; Η τραγική αυτή η αμηχανία φανερώθηκε από τις πρώτες συναντήσεις των δύο στόλων. Ειδικότερα στην άκαρπη επίθεση 50 Ελληνικών καραβιών εναντίον ενός και μόνου τουρκικού δικρότου αραγμένο στην Ερεσό το Μάιο του 1821. Ανίσχυρες στάθηκαν οι επανειλημμένες τους προσπάθειες. Στην κρίσιμη εκείνη ώρα οι δυσκολίες, που ορθώθηκαν απειλητικές , αντί να αποθαρρύνουν φλόγισαν περισσότερο τον πόθο της νίκης και φώτισαν το νου των Ελλήνων ναυτικών να δοκιμάσουν τα πυρπολικά, τα μπουρλότα όπως τα λέγανε τότε.
Ζωντανή ήταν ακόμη η παράδοση από το «Υγρό Πυρ» και η γνώση πως προ 50 χρόνων οι Ρώσοι είχαν κάψει με πυρπολικά τον Τουρκικό στόλο στον Τσεσμέ της Μικρασίας και ζούσαν ακόμη στα γειτονικά Ψαρά δυο τρεις άνθρωποι που ήξερα να ετοιμάζουν ένα κοινό καράβι σε πυρπολικό!
Μέσα λοιπόν στην απελπισία τους το ζωοποιό κίνητρο της ελευθερίας απεκάλυπτε τους Έλληνες την «σφεντόνα του Δαυίδ», μέσα στο αίμα τους ξύπνησε ο «πολυμήχανος Οδυσσέας».
Το πυρπολικό ήταν ένα κοινό καράβι-μπρίκι κυρίως από τα παλαιότερα, γεμάτο εμπρηστικές ύλες : μπαρούτι, νέφτι, πίσσα κουκουνάρες, ρητινώδη ξύλα κτλ. που με εξαίρετη ναυτική επιδεξιότητα οδηγείτο με τα πανιά εναντίον του εχθρικού πλοίου, επάνω στο οποίο έπρεπε να πέσει, να κολλήσει και να γαντζωθεί όσο το δυνατόν αδιάσπαστα.
Όταν αυτό πετύχαινε, το πλήρωμα πηδούσε σβέλτα στη βάρκα που ρυμουλκούσαν. Στην πρύμνη του πυρπολικού έμενε μόνος ο καπετάνιος, που έδινε φωτιά και αστραπιαία το πυρπολικό, αληθινό πλωτό ηφαίστειο, μετέδιδε την πυρκαγιά στο εχθρικό πλοίο.
Τότε μόνο πηδούσε ο καπετάνιος στη βάρκα, όπου τον περίμενε το πλήρωμα και με ρωμαλέα κωπηλασία έσπευδε προς το Ελληνικό καράβι που από μακριά παρακολουθούσε το πυρπολικό για να παραλάβει το πλήρωμά του.
Με αυτόν τον τρόπο ο Παπανικολής με θαυμαστή ψυχραιμία και παλικαριά , έκαψε το υπερήφανο δίκροτο της Ερεσού που σε μία τρομακτική έκρηξη της πυριτιδαποθήκης του διαλύθηκε ολόκληρο σε συντρίμμια.
Η λαμπρή επιτυχία του άξιου πρωτοπόρου των Ελλήνων πυρπολητών έδειξε έμπρακτα στους Έλληνες τον τρόπο με τον οποίο τα μικρά τους καράβια θα μπορούσα να την παραταχθούν στους Τουρκοαιγυπτιακούς κολοσσούς.
Τους φανέρωσε την παντοδυναμία των αδυνάτων και σημείωσε σαν αστραπή αποκαλύψεως το δεύτερο ναυτικό «θαύμα» του Αγώνος.
Στην επική συνέχεια της Επαναστάσεως έλαμψε η παλικαριά και η ναυτική αξία πολλών πυρπολητών τους οποίους ατένιζε με θαυμασμό το αγωνιζόμενο γένος. «Τότε σε εκείνη την περίσταση, ιστορεί ο Μακρυγιάννης, ο κάθε μπουρλοτιέρης ήταν μισός θεός.» Ανάμεσα στην ηρωική αυτή ομάδα ξεχώρισε με τις αλλεπάλληλες επιτυχίες του η σεμνή μορφή του εκδικητή της Χίου, του Κανάρη.
«Οι ναύται όλων των αιώνων και όλων των εποχών ,είπε ο Τόμας Γκόρντον, δεν θα λησμονήσουν ποτέ το όνομα του Κανάρη».
Κανάρη! — και τα σπήλαια
της γης εβόουν: Κανάρη.—
Και των αιώνων τα όργανα
ίσως θέλει αντηχήσουν
πάντα: Κανάρη!
Σύμβολο έγινε το όνομα του και συγκίνησε την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Στους δοξαστικούς όμως ύμνους για τον κορυφαίο πυρπολητή πρέπει να διακρίνουμε τον καθολικό θαυμασμό για τα κατορθώματα του Ελληνικού ναυτικού στο σύνολο του. Αυτό με την θαυμάσια ουσία της ναυτικής του αρετής αποθέωσε την εκπληκτική δύναμη του αδύνατου και απέδειξε « ακατάλυτη την ψυχή των Σαλαμίνων».
Το ιστορικό της Ναυμαχίας της Ερεσού
Η ναυμαχία της Ερεσού θεωρείται η πρώτη κατά μέτωπο ναυμαχία που έδωσαν οι Έλληνες ναυμάχοι στην Ελληνική Εθνεγερσία του 1821 με πλοίο γραμμής, δίκροτο, του τότε αυτοκρατορικού οθωμανικού στόλου, η οποία και διεξήχθη στις 27 Μαΐου του 1821 στον όρμο Ερεσού της Λέσβου.
Στις 23 Μαΐου του 1821 , ο Ελληνικός στόλος αποτελούμενος από 57 πλοία, απέπλευσε από τα Ψαρά και τέθηκε προς αναζήτηση του Τουρκικού στόλου. Την επομένη, οι Έλληνες ναύαρχοι ειδοποιήθηκαν ότι εθεάθησαν τρία πλοία προερχόμενα από τα Στενά. Τα δύο από αυτά ήταν μπρίκια και το τρίτο αρκετά μεγαλύτερο ακολουθούσε σε απόσταση.
Αμέσως εστάλησαν πλοία προς συνάντηση των δύο μπρικίων. Ήταν εμπορικά με Ρωσική σημαία και κατευθύνονταν προς την Ευρώπη. Οι πλοίαρχοί τους έδωσαν την πληροφορία στους Έλληνες ότι το πλοίο που τους ακολουθούσε ήταν πολεμικό δίκροτο χωρίς σημαία. Οι Έλληνες πλοίαρχοι συμπέραναν ότι ήταν εχθρικό και αποτελούσε την προφυλακή του τουρκικού στόλου. Το πήραν στο κατόπι, αλλά ενώ εκείνο έπλεε στο στενό της Χίου, άλλαξε ξαφνικά διεύθυνση και στράφηκε προς τις δυτικές ακτές της Λέσβου και συγκεκριμένα προς το λιμάνι της Ερεσού.
Τα Ελληνικά πλοία το παρακολουθούσαν από απόσταση, καθώς το μέγεθος και ο οπλισμός του δεν επέτρεπαν την προσέγγισή του. Το πλοίο του Υδραίου Γιάννη Ζάκκα άρχισε να βάλει κατά του δικρότου. Δέχθηκε, όμως, σφοδρά πυρά από τα κανόνια του τουρκικού πολεμικού και γρήγορα αναγκάσθηκε να οπισθοχωρήσει, με απώλειες τρεις νεκρούς κι έναν τραυματία.
Το δίκροτο στη συνέχεια προσορμίστηκε στο λιμάνι της Ερεσού και αποβίβασε απόσπασμα στην ξηρά. Ως αποστολή είχε να ενισχύσει με πολεμοφόδια και άνδρες τις φρουρές στα νησιά κατά μήκος της Μικράς Ασίας. Έφερε 74 πυροβόλα και ισχυρή στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από 1000 και πλέον άνδρες. Το Ελληνικό ναυτικό αποτόλμησε και δεύτερη επίθεση με τη ημιολία (σκούνα) του Τομπάζη, αλλά τα πυρά του ανάγκασαν τους Έλληνες να εγκαταλείψουν την επιχείρηση.
Στις 27 Μαΐου του 1821 αντί για ένα ξεκίνησαν δύο πυρπολικά. Την τελευταία στιγμή, το σχέδιο άλλαξε και προστέθηκε στην επιχείρηση το πυρπολικό του Γεωργίου Καλαφάτη, που είχε αφιχθεί από τα Ψαρά. Ο Παπανικολής θα διηύθυνε το πυρπολικό του προς την πρώρα του δικρότου και ο Καλαφάτης προς το μέσο του πλευρού του. Κάθε ένα πυρπολικό συνοδευόταν και από μια βάρκα διαφυγής.
Ο Παπανικολής πλεύρισε με επιτυχία το πυρπολικό του κάτω από την υψηλή πρώρα του εχθρικού πλοίου, όχι όμως και ο Καλαφάτης, του οποίου το πυρπολικό παρουσίαζε πολλές ατέλειες. Ο Παπανικολής έβαλε μπουρλότο στο πυρπολικό του και αμέσως οι φλόγες που ξεπετάχθηκαν, άρχισαν να καίνε το ξύλινο δίκροτο. Ο Καλαφάτης έκανε μια νέα προσπάθεια να πλευρίσει με το πυρπολικό του το Τουρκικό δίκροτο, αλλά και πάλι απέτυχε. Τότε, αναγκάστηκε να αποχωρήσει οριστικά από την καταδρομική επιχείρηση.
Ο Παπανικολής και οι σύντροφοι του πήδησαν από το πυρπολικό στη βάρκα διαφυγής και επέστρεψαν στη βάση τους σώοι και αβλαβείς.
Η πυρπόληση του Τουρκικού δικρότου στην Ερεσό υπήρξε το πρώτο μεγάλο ναυτικό κατόρθωμα του 1821. Ήταν μάλιστα η πρώτη φορά που οι Έλληνες Επαναστάτες χρησιμοποίησαν πυρπολικό.