Αίμα στην νομική

Πώς ο πυρήνας της βίας «νομιμοποιεί» αιματηρά επεισόδια

Και ξημέρωσε στην Ελλάδα μια ακόμη αποφράδα μέρα.

Μια από τις μέρες που όλοι απευχόμαστε, και που οι περισσότεροι από εμάς θέλουν να αποφύγουν, παίρνοντας τις βαλίτσες τους και φεύγοντας μόνιμα για το εξωτερικό.

Γιατί στη χώρα, δε νιώθουν ασφάλεια.

Ένας υποψήφιος διδάκτορας έδωσε (και ακόμα δίνει) μάχη με το θάνατο μετά από ένα βίαιο χτύπημα από πυροσβεστήρα στο κεφάλι, που δέχτηκε κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στη Νομική Σχολή. Έναν χώρο, που υπό κανονικές συνθήκες – και σε ένα ευνομούμενο κράτος- θα έπρεπε να είναι άβατο στους μη έχοντας αντικείμενο εργασίας εκεί.

Μεταξύ των προσκεκλημένων στην εκδήλωση, ήταν και οι γεωπολιτικοί αναλυτές κ.κ. Κ.Γρίβας, Ι.Μάζης και Γ. Φίλης.

[Σ.Σ: Ευχές για ταχεία ανάρρωση και υγεία στους πληγέντες].

Οι δράστες (και αυτής) της επίθεσης ανήκουν σε ομάδες που εδώ και δεκαετίες φέρονται σαν να κατέχουν τα πανεπιστήμια, λεηλατώντας τα.

Λίγες μέρες πριν, νέες ταραχές ξέσπασαν στο ΑΠΘ όταν οι ίδιες ομάδες κατέλαβαν εκ νέου με αυθαίρετο τρόπο το «στέκι του Φυσικού», μετά την εκκένωσή του.

Η συγκεκριμένη είδηση παρουσιάστηκε στον τηλεοπτικό σταθμό Mega με τον παραπλανητικό τίτλο: «Eισβολή των ΜΑΤ στο ΑΠΘ». Το ρεπορτάζ του σταθμού διαστρεβλώθηκε έτσι ώστε να φαίνεται ότι τα ΜΑΤ προκάλεσαν την ένταση, σαν να έπρεπε να παραμένουν αδρανείς απέναντι στις επιθέσεις.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η κατάσταση ασυδοσίας στα ελληνικά Δημόσια Πανεπιστήμια δεν είναι τυχαία. Υπάρχει, επειδή γίνεται ανεκτή και επιτρεπτή από την κοινωνία , ενώ υποστηρίζεται από ορισμένες πολιτικές δυνάμεις αυτού του τόπου. Για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, αυτοί είναι οι ηθικοί αυτουργοί για αυτές τις ανεκδιήγητες καταστάσεις, που είναι πρωτοφανείς και δίνουν αρνητική χροιά σε μια ευρωπαϊκή χώρα με πολιτιστική κληρονομιά.

Δυστυχώς, δεν ηττηθήκαμε -ιδεολογικά κυρίως- προσφάτως. Αλλά πριν από δεκαετίες, με την πλήρη επικράτηση της Αριστεράς σε όλα τα επίπεδα, που έφτασε στο σημείο να ενοχοποιεί την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της, διαστρεβλώνοντας την έννοια λέξεων, αξιών και γεγονότων.

Η Ελλάδα είναι ίσως η μοναδική (ανεπτυγμένη; ) χώρα όπου οι λέξεις «νόμος» και «τάξη» έχουν ύποπτη χροιά, που φλερτάρει με το αρνητικό . Οι καταλήψεις σε τυχαίους χώρους και οι καταστροφές σε ξένες περιουσίες ονομάζονται «ακτιβισμός», η παράβαση των νόμων βαφτίζεται «αντίσταση» και κάτι σαν ανδραγάθημα, κι εν τω μεταξύ τρομοκράτες και παραβατικοί χαρακτηρίζονται «διωκόμενοι», «αγωνιστές», ή ακόμα και «πολιτικοί κρατούμενοι».

Η εφαρμογή του νόμου παρουσιάζεται ως «καταστολή» και «Χούντα», τα μέτρα κατά της τρομοκρατίας στιγματίζονται ως «υπερβολή» ή «ανέφικτα», και κάθε έννοια οργανωμένης πολιτείας απορρίπτεται ως «αυταρχισμός».

Η καχυποψία απέναντι στο Αστυνομικό Σώμα θεωρείται σχεδόν δεδομένη για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ενώ συνθήματα όπως «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» ακούγονται χωρίς ντροπή, ακόμα και από πολιτικούς. Για να είναι αρεστοί στο «αντιστασιακό πόπολο».

Σε όλο αυτό το ανθυγιεινό κλίμα, ο στόχος που σχεδόν επιτεύχθηκε ήταν να μετατραπούν οι αρχές επιβολής του νόμου σε αδιάφορες, αδύναμες και φοβισμένες. Τόσο πολύ, που με την παραμικρή κατηγορία για υπέρβαση καθήκοντος βρίσκονται στη θέση του κατηγορούμενου, κατηγορούμενες για υποτιθέμενες παραβιάσεις δικαιωμάτων, την υπεράσπιση των οποίων έχει καπηλευτεί, όπως ισχυρίζεται, η Αριστερά.

Μεγάλες ευθύνες φέρουν και όλες οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης, που αντιμετώπισαν το ζήτημα με δειλία, αφήνοντάς το να διογκωθεί ανεξέλεγκτα. Κι αν το φίδι δεν το πατήσεις από μικρό στο κεφάλι, βιώνεις στα σίγουρα τις συνέπειες ενός (ακόμη και θανάσιμου) δαγκώματος.

Τί γίνεται με τον πυρήνα αυτής της βίας, όμως; Πολλές φορές αρχίζει στα σπίτια και τις οικογένειες, και καλλιεργείται στα σχολεία. Και εκεί, η βία αρχίζει και κλιμακώνεται. Εδώ και χρόνια. Κι έχει επισημανθεί πολλές φορές. Η πρώτη φορά που άρχισε να επισημαίνεται, ήταν πριν από 5 ή 6 χρόνια περίπου.

Παρ’ όλα αυτά, διάφοροι κοινωνιολόγοι συνεχίζουν να αναρωτιούνται για τις αιτίες, αποδίδοντας την ευθύνη στην «κακή» κοινωνία, στον Καπιταλισμό ή σε ό,τι άλλο βολικό.

Η απάντηση, με λίγα λόγια, είναι ξεκάθαρη: Έχουμε μία εξιδανίκευση, μία αποθέωση και μία άτυπη νομιμοποίηση της βίας. Έχουμε μετατρέψει τη βία σε πρότυπο. Αυτό το φαινόμενο προωθήθηκε από την Αριστερά και ομάδες αναρχικών τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, ξεκινώντας από το σύνθημα «βία στη βία της εξουσίας» και καταλήγοντας σε νοοτροπίες όπως «ας χτυπήσουμε κάποιον για να περάσει η ώρα».

Αν κοιτάξουμε τις παθογένειες της χώρας, η χρήση του Αστυνομικού Σώματος για πολιτικούς σκοπούς, ήταν συχνή. Όλες οι πολιτικές πλευρές, όταν ήταν στην εξουσία, την έλεγχαν. Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο (1945 – 1949), η κατάσταση χειροτέρεψε: οι αστυνομικοί θεωρούνταν διεφθαρμένοι, και η συνεργασία μαζί τους στιγματιζόταν ως προδοσία.

Εκείνη την εποχή, ο Μάνος Χατζιδάκις έφερε στο προσκήνιο τον μουσικό πλούτο του περιθωρίου, τα ρεμπέτικα, χωρίς όμως την πρόθεση να προβάλλει το περιθώριο των χασικλήδων και των μαχαιροφόρων ως πρότυπο. Ωστόσο, η ελληνική κοινωνία, που δεν εμπιστευόταν τις Αρχές, αγκάλιασε αυτό το περιθώριο ως φολκλορικό στοιχείο, επειδή ενοχλούσε την εξουσία, και υιοθέτησε τις συμπεριφορές του.

Στη συνέχεια, κατά τη Χούντα, οι μικροαστοί εξιδανίκευσαν τον ληστή «με τις γλαδιόλες» Βερνάρδο. Στη Μεταπολίτευση, ήρωες έγιναν οι (μικρο)παραβάτες, οι ληστές και οι τοξικομανείς. Ακόμα και τα αδέρφια Παλαιοκώστα, επειδή έδιναν στον ταλαίπωρο Λαό να «γλείψει» κάποιο κοκκαλάκι από τα κλεψιμαίικα. Το ότι όποιος τα έπαιρνε γινόταν κλεπταποδόχος και άρα συνεργός στην κλοπή, ούτε που πέρασε ποτέ από το μυαλό κανενός.

Μέχρι που φτάσαμε στο σήμερα, όπου ολόκληροι πολιτικοί χώροι λειτουργούν σαν οργανωμένες ομάδες τραμπουκισμού. Αυτή η νοοτροπία πέρασε ακόμα και στα παιδιά ως δικαίωμα ή υποχρέωση. Επιπλέον, επειδή στην Ελλάδα είμαστε κάπως επιφανειακοί, υιοθετήσαμε και ξένα πρότυπα, όπως εγκληματίες (t)rappers.

Το φαινόμενο κλιμακώνεται, καθώς η κοινωνία όχι μόνο δεν αντιδρά, αλλά σιωπηρά το επικροτεί, λέγοντας «μπράβο, μάγκες». Μέχρι, φυσικά, οι «μάγκες» να την πλήξουν ή να την τραυματίσουν, όπως πολύ πρόσφατα το έκανε ένα από τα αγαπημένα παιδιά της trap, ο Light. Τότε, ξαφνικά, φωνάζει «πού είναι το κράτος;».

Όπως στρώσαμε, έτσι θα κοιμηθούμε.

Για δες εδώ

Μπορεί να σε ενδιαφέρει

Είμαστε

ΠΑΝΤΟΥ