Σαν σήμερα ακριβώς, Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου του 2013, πέθανε ο πατέρας μου. Πέντε το πρωί, μέσα σε ένα παγωμένο θάλαμο στο Γενικό κρατικό, περίμενα να πάρω το παραπεμπτικό για εισαγωγή, όταν ξεψύχησε μπροστά μου.Δεν κατάλαβα πως μας έφυγε μέσα από τα χέρια μας. Κανείς,ούτε οι γιατροί κατάλαβαν. Δεν θα ζούσε πάντως πολύ. Καλύτερα λοιπόν που πέθανε έτσι χωρίς να ταλαιπωρηθεί.
Ήταν άνθρωπος με μεγάλες αντοχές. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έκανε αιμοκάθαρση γιατί είχε ζάχαρο και τον τον χτύπησε στα νεφρά. Όποιος έχει δει αιμοκάθαρση πως γίνεται ξέρει πόσο επίπονο είναι. Και όμως ο γέρος μου σηκωνόταν μετά από αυτό το θανατερό τρίωρο και οδηγούσε. Κάποιες φορές θυμάμαι έπαιρνε μια τσάντα με έγγραφα και κατέβαινε Αθήνα. Συνεργασία με λογιστές και δικηγόρους, μετά από αιμοκάθαρση! Μεγάλα κουράγια.
Ήταν μεγάλη μούρη ο γέρος μου. Βίος και πολιτεία. Τυχοδιώκτης ως τα τριάντα του. Μετά τον έζεψε ο παππούς μου ο Γιώργος με το ζόρι. ”Θα την πάρεις”, του είπε, για την μάνα μου, ”αλλιώς θα σε γαμήσω”. Την είχε γνωρίσει με κινηματογραφικό τρόπο. Την είδε μια μέρα σε μια μπουτίκ στο Κολωνάκι. Του άρεσε πολύ( ναι ήταν ωραία γκόμενα η μάνα μου στα νιάτα της). Ήξερε την κοπέλα που είχε την μπουτίκ, την ρώτησε και κείνη του έδωσε τηλέφωνο και διεύθυνση.
Υποθέτω κάπως έτσι συμβαίνει. Όσο μεγαλώνουμε τόσο ανακαλύπτουμε πως μοιάζουμε στους γονείς μας.
Την άλλη μέρα έστειλε λουλούδια. Την τρέλανε στα τηλέφωνα. Είχε γίνει φορτικός. ”Να σας δω(στον πληθυντικό μιλάγαμε τότε σε μια γυναίκα όπως στις ελληνικές ταινίες), να πάμε σε ένα ζαχαροπλαστείο, πάρτε και την μητέρα σας μαζί”. Δεν είχε σοβαρό σκοπό ο άνθρωπος, να γαμήσει ήθελε. Η μάνα μου του αρνιόταν ευγενικά αλλά πόσο να αντισταθεί στο στενό μαρκάρισμα; Τελικά την έριξε. Βγήκανε, ξαναβγήκανε, την πήδηξε μια καλοκαιρινή νύχτα μέσα σε ένα ανοιχτό αυτοκίνητο κάπου στο Πόρτο Ράφτη και κάπως έτσι έγινα εγώ. Ίσως γι αυτό να μ αρέσουν τόσο τα αμάξια αλλά και το σεξ στο αυτοκίνητο ίσως επειδή οι γονείς με σκάρωσαν μέσα σ ένα αμάξι.
Για οικογένεια δεν ήταν αλλά ζορίστηκε και τελικά έγινε οικογενειάρχης. Παλαιού τύπου βέβαια. Όχι από αυτούς τους σημερινούς που πάνε βόλτα το μωρό στο καροτσάκι η ακόμα χειρότερο το φοράνε μπροστά σαν να είναι μαρσιποφόρα. Όχι, τέτοια δεν έκανε. Κανείς δεν τα έκανε αυτά τότε. Τότε οι άνδρες δεν ‘έμεναν σπίτι καθόλου. Οι γυναίκες αναλάμβαναν τα παιδιά. Οι άνδρες ασχολούνταν με το παιδί μόνο μετά από κάποια ηλικία. Έτσι ήταν και ο πατέρας μου.
Καθώς μεγαλώναμε ερχόταν όλο και πιο κοντά μας. Σε μένα και την αδελφή μου. Φυσικά τις κουτσικέλες του τις έκανε, δεν θα μπορούσε αλλιώς. Η μάνα μου έφαγε κέρατο με το κουτάλι. Ας πρόσεχε και κείνη. Ωραίος δεν ήταν αλλά είχε τύπο. Και είχε και τον τρόπο. Πως τις έριχνε; Δεν ξέρω. Απλώς το είχε. Δεν μαθαίνονται αυτά. Έστρωσε πάντως με τον γάμο. Και σε δουλειά κανονική μπήκε και τα χαρτιά έκοψε- όχι μαχαίρι αλλά τα έκοψε πάντως κάποια στιγμή- και τον ιππόδρομο και τα περίεργα νταραβέρια.
Κάθε πρωί εφτά η ώρα σηκωνόταν. Μπάνιο, ξύρισμα και μετά στο εργοστάσιο στα Οινόφυτα. Κάθε μέρα η ίδια διαδρομή για χρόνια με κείνο το παλιό λευκό triumf 2000. Αυτό ήταν το οικογενειακό μας αυτοκίνητο. Ο πατέρας μου ήταν μέγας αγγλόφιλος. Είχε ζήσει στην Αγγλία,στο Σάντερλαντ. Κάθε τι εγγλέζικο του αρεσε. Και τα τσιγάρα του κι αυτά εγγλέζικα ήταν. Ρόθμανς , Τζων πλέιερ, Ντάνχιλ, τέτοια κάπνιζε.
Δεν τον είδα πότε αξύριστο. Μόνο όταν γέρασε πολύ τα τελευταία χρόνια πριν πεθάνει. Τον θυμάμαι ακόμα, παιδάκι, να με στέλνει να του πάρω ξυραφάκια από το ψιλικατζίδικο. Ούτε τον είδα ποτέ κακοντυμένο. Κοστούμι και γραβάτα κάθε μέρα. Στολή. Ακόμα και στις γιορτές και στις αργίες. Αμάν κάναμε με την αδελφή μου να του βάλουμε ένα τζην παντελόνι και ένα πουλοβεράκι. Κυριακή του Πάσχα ήταν όταν καταδέχτηκε πρώτη φορά να βγάλει την στολή…
Η σχέση μου μαζί του ήταν σαν την θάλασσα. Άλλοτε ήρεμη, άλλοτε τρικυμισμένη. Άλλοτε τα λέγαμε σαν φίλοι και άλλοτε βριζόμασταν. Αναπόφευκτα πιστεύω. Κάπως έτσι είναι κάθε σχέση πάτερα γιου. Ο γιος μια επιθυμία έχει μόνο: να κάνει περήφανο τον πατέρα και να τον ξεπεράσει αν μπορεί.Ο πατέρας θέλει να κρατήσει τα ηνία, δεν εννοεί να παραδώσει στον γιο και έτσι επέρχεται η σύγκρουση.
Είχαμε ομηρικούς καβγάδες. Μάχες. Μετανιώνω τώρα γιατί κάποιες φορές ξεπέρασα κάθε όριο. Ας είναι δεν πειράζει. Τουλάχιστον είχα την τιμή να του κρατήσω το χέρι την στιγμή που έφευγε από την ζωή. Είχα τον χρόνο να του πω πατέρα σ ευχαριστώ για όλα.
Με τον πατέρα μου δεν μοιάζαμε ιδιαίτερα εξωτερικά. Σαν χαρακτήρες όμως μοιάζαμε πολύ, τώρα τ’ανακαλύπτω. Βλέπω πράγματα σε μένα, συμπεριφορές, αντιδράσεις, απαντήσεις, συνήθειες, ακόμα και μαλακίες και κακές συνήθειες, ακόμα και πράγματα που τα κατέκρινα, πράγματα με τα οποία γέλαγα και έλεγα μα τι κάνει τώρα. Τώρα τα βλέπω σε μένα και λέω ”μαλάκα ίδιος ο γέρος έχεις γίνει”.. Υποθέτω κάπως έτσι συμβαίνει. Όσο μεγαλώνουμε τόσο ανακαλύπτουμε πως μοιάζουμε στους γονείς μας.
Στην ταινία «Ο δρόμος της απώλειας» γκαγκστερική, με τον Τόμ Χάνκς ακούγεται στο τέλος ο γιος του πρωταγωνιστή, ο γιος του Γκάγκστερ να λέει: οι άνθρωποι με ρωτούν: τι άνθρωπος ήταν ο …. τους απαντώ, δεν ξέρω. Ήταν ο πατέρας μου.
Πιστεύω αυτό τα λέει όλα. Ο πατέρας είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο στην ζωή ενός γιου. Ο πρώτος ήρωας. Το πρότυπο. Ο γιος θέλει να ξεπεράσει τον πατέρα και καμιά φορά το πετυχαίνει. Αλλά κανένας γιος δεν μπορεί να κρίνει τον πατέρα.