“Πού πας ρε μαλάκα, θα σε σκοτώσουν!”

Δεν ήταν αυτοκτονία. Ήταν αυτοθυσία.

Καλό να θυμόμαστε πως το χώμα που πατάμε, από άκρη σε άκρη, σε τούτη εδώ τη γη είναι ποτισμένο με αίμα. Καμία συνθήκη δε μάς χάρισε γη και ελευθερία. Τίποτα δεν το αποκτήσαμε στα χαρτιά. Όποια πέτρα και αν σηκώσεις, όποιον βράχο κι αν διαβείς, φωτιά και ατσάλι πέρασαν από πάνω τους και γενναίοι Έλληνες, γενναίες Ελληνίδες, πότισαν, το ξερό από τον ήλιο χώμα, με το αίμα τους, δίνοντας τροφή στις ρίζες του δέντρου της ελευθερίας μας. Και οι κλώνοι μπορεί να καίγονται (όπως τώρα), αλλά πάντα θα υπάρχουν οι γενναίοι που πρόθυμα θα δίνουν το αίμα τους ώστε να δυναμώσουν ξανά τις ρίζες και να ξεπετάξουν νέα κλωνάρια για να μη σβήσει το Έθνος μας.

14 Αυγούστου 1996, Δερύνεια Αμμοχώστου, Κύπρος.

Ήταν η μέρα της κηδείας του Τάσου Ισαάκ, που βάναυσα σκοτώθηκε από Τούρκους παρακρατικούς και αστυνομικούς, οι οποίοι τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου, κατά τη διάρκεια πορείας μνήμης για την Αμμόχωστο, προσπαθώντας να σώσει έναν άλλον Ελληνοκύπριο.

Ο Τάσος Ισαάκ

Συγκεντρώνονται οι Έλληνες για το ξόδι και μαζεύονται αμέσως Τούρκοι των «Γκρίζων Λύκων» που πετούν πέτρες στους συγκεντρωμένους Έλληνες. Ο ξάδερφος του νεκρού Ισαάκ, Σολωμός Σολωμού, βρίσκεται στον τόπο που οι Τούρκοι έχουν τα προκεχωρημένα τους φυλάκια υπό την κάλυψη των Κυανοκράνων του ΟΗΕ.

Ο πόνος είναι βαρύς. Ο θρήνος, η προσφυγιά. Η οικογένειά του Σολωμού ξεριζωμένη από την τουρκική εισβολή ζούσε στο Παραλίμνι, έχοντας αφήσει πίσω της την Αμμόχωστο. Και ο Ισαάκ, εικοσιδύο χρόνια μετά την εισβολή έπεφτε νεκρός για την Αμμόχωστο, θύμα ενός διαρκούς εγκλήματος. Μίας συνεχούς προσβολής απέναντι σε οτιδήποτε ιερό και όσιο.

Οι πέτρες των Γκρίζων Λύκων χτυπούν την πομπή, καθώς συγκεντρώνονται οι Έλληνες να καταθέσουν στεφάνια και να αποχαιρετήσουν τον Ισαάκ. Τούρκοι αστυνομικοί έχουν ακροβολιστεί, με τα όπλα ανά χείρας, τις ασπίδες τους και τα γκλομπς και περιμένουν. Οι Έλληνες απαντούν με πέτρες και βρισιές.

Τότε, ένα παλικάρι, ντυμένο με το μαύρο του πένθους και του θανάτου του, πετάγεται μπροστά. Ένας άνδρας του ΟΗΕ προσπαθεί να τον κρατήσει.

Ένα παλικάρι που δεν αντέχει τη θέα της Τουρκικής Σημαίας πάνω από την Ελληνική μας γη, εφορμά προς τον ιστό της, μη παρασυρόμενος από τις προτροπές και τις βρισιές των φίλων του: «πού πας, ρε μαλάκα, θα σε σκοτώσουν», του λένε και είναι τόσο χειμαρρώδης, τόσο ορμητικός που κανένας άνδρας της Ειρηνευτικής Δύναμης δεν μπόρεσε να τον σταματήσει.

Ποιος δεν έχει δει το βλέμμα του Σολωμού πριν εφορμήσει; Ποιος δεν έχει γίνει μάρτυρας της λεβεντιάς του; Το τσιγάρο στα χείλη του, τα μάτια του στυλωμένα πάνω στο προσβλητικό και μιαρό σύμβολο της δυστυχίας του. Η τουρκική σημαία καρφωμένη στα μέρη που γεννήθηκε. Ο ξάδερφός του νεκρός από τα χέρια των ανθρώπων που την κάρφωσαν. Και τώρα μάρτυρας κι εκείνος.

Μα εκείνες τις ελάχιστες στιγμές. Μία δύο ρουφηξιές από τσιγάρο, μία δύο σκέψεις από το σπίτι, το ανέμισμα του εχθρικού λαβάρου πάνω στη γη σου, οι φωνές των φίλων σου, ο πόνος μες στην καρδιά σου για τον χαμένο σου συγγενή, το σπίτι σας που αφήσατε στους εισβολείς. Αυτές οι ελάχιστες στιγμές είναι που διαχωρίζουν τον ήρωα από όλους εμάς τους υπόλοιπους θνητούς που μένουμε να εξιστορούμε την ανδρεία του. Ήξερε πού πήγαινε. Ήξερε πως θα σκοτωθεί. Κανείς μη νομίζει το αντίθετο.

Δεν ήταν αυτοκτονία. Ήταν αυτοθυσία.

Και καταφέρνει, ο λεβέντης, να σκαρφαλώσει μερικά εκατοστά όταν πυροβολισμοί από την τουρκική πλευρά τον σωριάζουν αιμόφυρτο. Νεκρό και Αθάνατο, σαν τους ήρωες του τόπου του. Σαν τον ξάδελφό του, σαν τους λεβέντες που έμειναν στις θέσεις τους στην εισβολή, σαν τα παλικάρια της ΕΟΚΑ.

Σίγουρα εκείνη τη μέρα, όσο οι θνητοί έκλαιγαν και μοιρολογούσαν, όσο καταριόνταν την ατιμία και τη δολιότητα των Τούρκων, στον άλλον κόσμο έπαιζαν τραγούδια. Είχαν νέα άφιξη στο τραπέζι των ηρώων. Στάθηκε πλάι στον Παλληκαρίδη, τον Μάτση και τον Αυξεντίου, πλάι στον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Μάρκο Μπότσαρη και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, δίπλα στον Βελισσαρίου και πλάι στον Αλέξανδρο Διάκο και τον Ίτσιο.

Είδε και τον ξάδελφό του, μαζί τους και τού ‘σφιξε το χέρι.

«Πού πήγες, ρε μαλάκα, σε σκότωσαν.»

Και θα χαμογέλασε, διότι από τις 14 Αυγούστου του 1996, ο Σολωμός Σολωμού που έπεφτε νεκρός από τις τουρκικές σφαίρες στη Δερύνεια, πέρασε στις σελίδες των ηρώων και όσο υπάρχει ελληνική ανάσα, όσο υπάρχει ελληνική γλώσσα και όσο χτυπάει οπουδήποτε ελληνική καρδιά θα παραμένει Αθάνατος.

Περισσότερα απο

Τάσος Μαλεσιάδας

Η Λεία

Έλληνες ακόμη και τον 20ο αιώνα πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα και εξευτελίστηκαν

Είμαστε

ΠΑΝΤΟΥ