Οι γυναίκες στην Ελληνική Επανάσταση

Αν δεν πιστέψεις βαθιά και δεν ξέρεις να θυσιαστείς για ό,τι ήλπιζες, η πίστη μένει στείρα και η ελπίδα όνειρο. Και λύτρωση δεν υπάρχει. Και η Ελληνική Επανάσταση, μία επανάσταση που κράτησε εφτά ολόκληρα χρόνια, ύστερα από προεργασία 400 χρόνων, είναι έργο βαθιάς πίστης και ανείπωτης αυτοθυσίας.

Μια τέτοια επανάσταση, που φούντωσε με αφάνταστη ορμή και έδειξε τέτοια « πανάγαστον αντοχής και καρτερίαν» δεν χρειαζόταν μόνο καρυοφύλια, βόλια, στρατηγούς και μπουρλοτιέρηδες, χρειαζόταν χέρια και ψυχές , ψυχές μεγάλες και γεμάτες. Και οι ψυχές δεν έλειψαν και τα χέρια απλώθηκαν και έπιασαν το τουφέκι. Ο χθεσινός ταπεινός ραγιάς έγινε λιοντάρι που διεκδικούσε την γλυκιά ελευθερία. Μονάχος , αβοήθητος με ανύπαρκτα σχεδόν μέσα , άκουγε τους δυνατούς χτύπους της καρδιάς του και πήγαινε εμπρός. Και αγωνίστηκε και πείνασε και δίψασε και τα φτωχά λιγοστά του βόλια τελείωναν και όμως δε λύγιζε. Η αντοχή, η επιμονή και η πίστη δεν τον πρόδωσαν.

Πλήθος οι μάχες στην επανάσταση, πλήθος οι μεγάλες γνωστές πράξεις και πολλοί οι άνθρωποι που, ξεφεύγοντας με τον ηρωισμό τους το μεγαλύτερο θάνατο, το θάνατο της ανωνυμίας , έμειναν γνωστοί και τα ονόματα τους χαράχτηκαν, σύμβολα για τους επερχόμενους, σύμβολα αιώνια ενός δίκαιου και μεγάλου αγώνα που έγινε με πίστη και καρδιά. Πολλά τα αντρικά ονόματα που γέμισαν τις ένδοξες σελίδες της Επανάστασης του ’21 , ανάμεσα τους ξεχωρίζει το όνομα της Μπουμπουλίνας και της Μαντώς Μαυρογένους. Των άλλων των αμέτρητων γυναικών το πέρασμα κανείς δεν το πρόσεξε. Σαν σκιές έζησαν, και το θάνατό τους τίποτα δεν τον μαρτυράει σήμερα. Μονάχα το δημοτικό τραγούδι δεν ξέχασε τη Δέσπω του και ο Μεγάλος Ποιητής υπογράμμισε με το λιτό και θαυμαστό τρόπο του τις γυναίκες του Μεσολογγίου στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» και στην «Γυναίκα της Ζάκυνθος». “Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ´το λέω: Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ´όνομά τους μνέω.” -Δ. Σολωμός.

Οι αγώνες όμως, όπως η Ελληνική Επανάσταση δε χρειάζονται μόνο βόλια και χέρια, χρειάζονται καρδιές ατσαλένιες που κάποια μάνα, κάποια γυναίκα της χάλκευσε. Οι αγώνες αυτοί δε γίνονταν μόνο στις μάχες, δε γίνονται πάνω στα βουνά , αλλά σε όλους τους τόπους, σε κάθε πόλη, σε κάθε χωριό, σε κάθε σπίτι. Η μοίρα της γυναίκας στην τουρκοκρατία είναι φοβερή, ασήκωτη, άδικη, σκληρή και ανελέητη. Απ’ τη στιγμή που θά ‘βγαινε στον κόσμο ήταν ξεγραμμένη για κάθε χαρά της ζωής. Μεγάλωνε μέσα στο φόβο και την ανασφάλεια. Ο πατέρας της από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να πέσει θύμα της οργής του πρώτου Τούρκου. Πόσες φορές θα είδε τα αδέρφια της να τα αρπάζουν και τα κονάκια του Πασά ή του στρατώνες το γενιτσάρων! Πόσες φορές ολόκληρο το σπίτι της κάηκε σε γιουρούσια των Τούρκων και περπάταγε νύχτες ολόκληρες, παιδάκι ακόμη με ματωμένα τα ποδαράκια του, στα κατσάβραχα και τι τρόμο θα ένιωθε όταν κρυμμένη τη μέρα περίμενε να σκοτεινιάσει για να αρχίσει μία ακόμη νύχτα πορείας όπου θα χάσουν τα ίχνη της οι Τούρκοι.

Φόβος τρομάρα και σιωπή… Έπρεπε πάντα να κρύβεται, να κρύβεται μην τυχόν την δουν μάτια βέβηλα και την αρπάξουν. Η ατίμωση και ο θάνατος την παραφύλαγαν από παντού. Οι κοπέλες μοναχές και έρημες κατάκλειστες ζούσαν και περνούσαν τις ημέρες τους ακούγοντας μονάχα τον αντίλαλο από τον έξω κόσμο , και φταίχτης ήταν ο βάρβαρος ξένος, αυτός ήταν η αιτία. Και θέριευε το μίσος τους για αυτόν! Γενιές ατέλειωτες γυναικών ερχόταν στον κόσμο και γενιές έφευγαν και αυτό το μίσος, κατά των βαρβάρων Τούρκων, κληρονομούσαν αδιάκοπα. Κι αν κάποτε άνοιγαν δικό τους σπιτικό και έκαναν δικά τους παιδιά, με αυτό το μίσος τα πότιζαν και τα μεγάλωναν. Μικρές αδύναμες γυναίκες , ασήμαντες, κιτρινισμένες από την κλεισούρα και την στέρηση, με το λιγοστό τους γάλα πότιζαν με αυτό το μίσος το νεαρό τους βλαστάρι, που ήταν η μόνη τους ελπίδα , ελπίδα για μια καλύτερη ζωή για ένα φως. Και το φως ήταν ο λυτρωμός, η απελευθέρωση.

Περάσαν χρόνια και πέρασαν αιώνες και αυτός ο πόθος, αυτή η ελπίδα, αυτή η πίστη, δεν έσβησε γιατί αυτές την μετέδιδαν στο παιδί τους με το αίμα τους, με το γάλα τους, με το νανούρισμα τους, με τα πρώτα λόγια που του μάθαιναν και το έργο τους το συμπλήρωνε ο παπάς. Και όταν κάποτε ξέσπασε ο μεγάλος ξεσηκωμός , αυτή η ελπίδα θρεμμένη από τόσο μίσος, τόσων αιώνων, ζέστανε τα αναιμικά μάγουλα, τα φούντωσε. Καμία παιδεία δεν τις κράτησε τις γυναίκες της Επανάστασης στα πόδια τους, και όμως τόσο πολύπλευρα πάλεψαν στο μεγάλο Αγώνα! Ο μόνος τους δάσκαλος είχαν σταθεί τα λόγια της μάνας τους και ο κατατρεγμός που είχαν ζήσει αυτές και οι προηγούμενες γενιές. Οι σκυφτοί ώμοι υψώθηκαν κι η καθεμιά τους έγινε λιοντάρι. Η ελπίδα φούντωσε και θέριεψε και μόνο χάρη σε αυτήν μπόρεσαν να αντέξουν οι οικογένειες τα νέα δεινά που αναγκαστικά έφερε μαζί του ο πόλεμος. Ένας πόλεμος μάλιστα με εχθρό βάρβαρο και αδίστακτο. Κι όταν τα σπίτια ερημώθηκαν από τους άντρες και τους νέους αυτές έπρεπε να φυλάνε τα παιδιά, όσο τις άφηναν ζωντανές στα σπίτια οι εχθροί. Και τότε κρυφά – κρυφά φτιάχνανε τους επιδέσμους, μπάλωναν τα ρούχα, μαγείρευαν τα φαγητά και τα πηγαίνανε στους πολεμιστές. Αυτές τους κουβαλούσαν το νερό, αυτές κρυφά περιποιούνταν τους λαβωμένους και στο χωριό αυτές ήταν οι φύλακες των μικρών παιδιών και των ανήμπορων γέρων. Αποτελούσαν με αυτούς τα τραγικά γυναικόπαιδα της Επανάστασης, αυτά τα γυναικόπαιδα που ήταν το εύκολο θύμα του εχθρού. Και όταν το χωριό καίγεται από τον εχθρό, όσες γλιτώσουν από την σφαγή, τη σκλαβιά και την ατίμωση, γίνονται οδηγοί των γέρων και των παιδιών, για να τους σώσουν, σε άλλο χωριό, στο βουνό ή σε κάποιο άλλο νησί. Πόσες φορές εν ώρα φυγής τις πιάσανε οι οδύνες του τοκετού! Κάποτε οι γυναίκες της Νάουσας φεύγοντας ύστερα από την καταστροφή, για να μην προδοθούν από τα κλάματα των μωρών τους, βρήκαν τη δύναμη να τα πνίξουν με τα ίδια τους τα χέρια! Αλλά και όταν κάθε φυγή ήταν αδύνατη, αγέρωχες, γονατιστές, με μια προσευχή στα χείλη, άναβαν το φιτίλι που θα τους τίναζε όλους στον αέρα. «Γυναίκες Ηπειρώτισσες ξαφνιάσματα της φύσης εχθρέ γιατί δε ρώτησες ποιον πας να κατακτήσεις Γιαννιώτισσες Σουλιώτισσες ξαφνιάσματα της φύσης εχθρέ γιατί δε ρώτησες ποιον πας να κατακτήσεις»

Τα χείλη αυτών των γυναικών αποχαιρέτησαν γελαστά τον άντρα και τον αδερφό που ξεκίνησαν να πολεμούν, τα χείλη αυτών των γυναικών χάρισαν λίγες καλές κουβέντες στον αγαπημένο τους και τον καθησύχαζαν πριν ξεκινήσει το μεγάλο Αγώνα. Οι ταπεινές και ανώνυμες αυτές υπάρξεις είχαν τέτοια καρδιά μέσα τους, που κινδυνεύοντας να πέσουν στα χέρια του εχθρού, πάλι στη Νάουσα, ανανέωσαν το Ζάλογγο και πέσανε στα αφρισμένα νερά του ποταμού, αφού γκρέμισαν πρώτα τα παιδιά τους.

Όπως βλέπουμε η συμβολή της γυναίκας στην Εθνεγερσία κάθε άλλο παρά παθητική ήταν! Όταν και όπου χρειάστηκε πήραν το όπλο και πάλεψαν ισάξια με τους άντρες. Η Μαντώ Μαυρογένους κατόρθωσε να σώσει δύο φορές την πατρίδα της την Μύκονο από την εχθρική επίθεση. Κοπέλα 25 χρονών αψηφώντας την αντίδραση της οικογένειας της και τις αντιλήψεις τις εποχής για τη γυναίκα, έφτασε στην Κάρυστο και πήρε μέρος στην πολιορκία της, με το εκστρατευτικό σώμα που ίδια οργάνωσε, ξοδεύοντας την περιουσία της για να το συγκροτήσει. 800 άντρες την ακολούθησαν. Παίρνει διαταγές από την κυβέρνηση να εκστρατεύσει με το σώμα της στο Πήλιο, στις συμπλοκές εκεί έμεινε θρυλικός ο ηρωισμός της. Εκστρατεύει στην Φθιώτιδα αργότερα. Για τις πολεμικές της υπηρεσίες σε θάλασσα και στεριά, ονομάστηκε επίτιμος αντιστράτηγος από τον Καποδίστρια. Οι γυναίκες κατά την Ελληνική Επανάσταση πέρασαν μαρτυρία και εξευτελισμούς . Πάλεψαν παντού σε όλα τα πεδία , όπου χρειάστηκε βοήθειά τους, η αυτοθυσία τους, προσφέρθηκε πλούσια, ήταν οι μάνες και οι γυναίκες των ηρώων.

Και στέκεται ευλαβικά μπροστά τους ο μεγάλος ποιητής σημειώνοντας «ιδού αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά, αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας δεν δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε από αυτές και να τις λατρεύουμε ως την ύστερην ώρα».

Τώρα

Μιλάς εσύ

Για δες εδώ

Μπορεί να σε ενδιαφέρει

Είμαστε

ΠΑΝΤΟΥ