Το 1928 ένας καθηγητής της ψυχολογίας αποφάσισε να γράψει ένα εγχειρίδιο σαν οδηγό για τους γονείς. Το βιβλίο γρήγορα έγινε best seller. Έπειτα, τρία από τα παιδιά του θα έκαναν απόπειρα αυτοκτονίας. Σήμερα θα δούμε μια ιστορία επιστημονικής αλαζονείας, το νόημα της αγάπης και θα γνωρίσουμε έναν “ειδικό” που έβαψε τα χέρια του με αίμα, τον πατέρα του συμπεριφορισμού, Τζον Γουάτσον (John Watson).
Ο Τζον Γουάτσον (9 Ιανουαρίου 1878-25 Σεπτεμβρίου 1958) ήταν ένας Αμερικανός ψυχολόγος με τολμηρές αξιώσεις. Πίστευε ότι μπορούσε να μετατρέψει οποιοδήποτε βρέφος σε “ειδικό πάσης φύσεως”. Από γιατρό και καλλιτέχνη μέχρι κλέφτη και στρατηγό και όλα αυτά «ανεξάρτητα από τα ταλέντα, τις τάσεις, τις ικανότητές του», έχοντας σαν όπλα του την κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία και άλλα συμπεριφορικά εργαλεία.
Τα εργαλεία αυτά ο καθηγητής θέλησε να τα μοιραστεί με τον κόσμο σε ένα βιβλίο που έγραψε μαζί με την σύζυγο του με τον τίτλο “Η Ψυχολογική Φροντίδα του Βρέφους και του Παιδιού”. Στο βιβλίο αυτό η λέξη “κοινωνία” εμφανίζεται 8 φορές, η λέξη “περιβάλλον” 10 ενώ η λέξη “ψυχή”, καμία.
Κεντρικό κεφάλαιο του βιβλίου είναι το κεφάλαιο “Υπερβολική Μητρική Αγάπη” στο οποίο η αγάπη της μητέρας προς το τέκνο της χαρακτηρίζεται “επικίνδυνη” και ικανή να προκαλέσει μια “ανεπούλωτη πληγή” στα παιδιά, ικανή να κάνει την εφηβία τους “έναν εφιάλτη”, να καταστρέψει την ένταξη τους στον εργασιακό στίβο και να τους αποστερήσει από κάθε ίχνος ευτυχίας.
Στο σπίτι του Γουάτσον απαγορευόταν στα παιδιά να ανάψουν τα μικρά φώτα στα δωμάτια τους μετά τις 9 το βράδυ, ακόμα και όταν έξω έριχνε κεραυνούς και αυτά τρόμαζαν
«Ποτέ μην τα αγκαλιάσετε και μην τα φιλήσετε. Ποτέ μην τα αφήσετε να κάτσουν στα πόδια σας», συμβουλεύει μεταξύ άλλων τους νέους γονείς ο καθηγητής, εκπαιδεύοντας εκατομμύρια ανθρώπων πως το να δείξεις αγάπη στα παιδιά χωρίς λόγο τους δημιουργεί κακά κίνητρα.
«Ο κόσμος δεν παρηγορεί έναν άνθρωπο που κλαίει, άρα ούτε και μια μητέρα θα πρέπει να το κάνει. Οι γονείς πρέπει να είναι αντικειμενικοί και απαλλαγμένοι από συναισθήματα», τονίζει ο Γουάτσον.
Χρόνια μετά τον θάνατο του, ο γιος του έδωσε μια αποκαλυπτική συνέντευξη, στην οποία δήλωσε:
«Σαν παιδιά δεν νιώσαμε ποτέ κάποιου είδους συναισθηματικού δεσίματος. Ήταν κάτι το απαγορευμένο στην οικογένειά μας. Το να έρθουμε κοντά συναισθηματικά με τους γονείς μας, ήταν ταμπού.»
Ο Γουάτσον είχε τέσσερα παιδιά από δυο διαφορετικούς γάμους. Τα τρια προσπάθησαν να αυτοκτονήσουν.
Το ένα τα κατάφερε.
Η ίδια η σύζυγος του καθηγητή, ήταν η πρώτη που αμφισβήτησε τις μεθόδους του “σεβαστού ειδικού” συζύγου της. Κάποτε αποκάλυψε την κρυφή της επιθυμία. Να δει στα μάτια των γιων της «ένα δάκρυ για την ποίηση και το δράμα της ζωής και ένα χαμόγελο για τον ρομαντισμό». Παρόλα αυτά, στην πράξη το μόνο που έκανε ήταν να ακολουθεί τη γραμμή του συζύγου της ακόμη και όταν εκείνος “δεν κοίταζε”.
«Ο λόγος που μπήκα στη θεραπεία ήταν μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας. Πιστεύω ακράδαντα ότι η αυστηρή τήρηση των αρχών του συμπεριφορισμού τείνει να διαβρώσει τη θεμελιώδη ανάπτυξη της δύναμης του εγώ του παιδιού και να του προκαλέσει μεγάλη δυσκολία στη μετέπειτα ζωή», δήλωσε ο γιος τους στην συνέντευξη του.
Στο σπίτι του Γουάτσον απαγορευόταν στα παιδιά να ανάψουν τα μικρά φώτα στα δωμάτια τους μετά τις 9 το βράδυ, ακόμα και όταν έξω έριχνε κεραυνούς και αυτά τρόμαζαν. Αργότερα, πολύ αργότερα, έμαθαν πως ο πατέρας τους έτρεμε το σκοτάδι και εκείνος κοιμόταν πάντα με ένα φως αναμμένο. Στο σπίτι απαγορεύονταν επίσης κάθε είδους παιχνίδι, ενώ η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση τους ξεκίνησε από τα εφτά τους χρόνια.
Το λάθος του Γουάτσον είναι το λάθος του σύγχρονου λεγόμενου προοδευτισμού. Νοιαζόταν για την ανεξαρτησία και την ελευθερία μόνο επιφανειακά και πίστευε πως τα παιδιά δεν πρέπει να γνωρίσουν πραγματικά τους ίδιους τους τους γονείς, καθώς θα έπρεπε να μεγαλώσουν στα πρότυπα της κομμούνας. Ο κόσμος σήμερα υποφέρει από αυτό ακριβώς το εξατομικευμένο όραμα για το ποια είναι η ανθρώπινη φύση.
Το πείραμα του “Μικρού Άλμπερτ”
Πρόκειται για ένα άκρως αμφιλεγόμενο -ακόμα και για την εποχή του- πείραμα του Γουάτσον και της βοηθού του και μετέπειτα συζύγου του Ροζαλί Ρέινερ (Rosalie Rayner) που πραγματοποιήθηκε το 1920. Ο στόχος του πειράματος ήταν να δείξει πως ένα έντεκα μηνών αγόρι, ο “Άλμπερτ” μπορεί να μεταβεί από κανονική κατάσταση σε κατάσταση φόβου στη θέα ενός αρουραίου,
Ο Γουάτσον και η Ρέινερ χτυπούσαν με μια σιδερένια βέργα τον μικρό Άλμπερτ κάθε φορά που του παρουσίαζαν έναν λευκό αρουραίο. Πρώτα παρουσιάστηκε στο αγόρι ένας λευκός αρουραίος και παρατηρήθηκε ότι δεν φοβόταν τα τρωκτικά. Στη συνέχεια παρουσίασαν τον λευκό αρουραίο ενώ χτύπησαν τον μικρό με τη βέργα. Ο μικρός Άλμπερτ άρχισε να κλαίει. Αυτή η μέθοδος επαναλήφθηκε αρκετές φορές μέχρι που ο Άλμπερτ έβαζε τα κλάματα στη θέα του αρουραίου και μόνο.
Αυτή η μελέτη έδειξε, σύμφωνα με τον Γουάτσον ότι τα συναισθήματα θα μπορούσαν να γίνουν εξαρτημένες απαντήσεις. Καθώς το πείραμα του “μικρού Άλμπερτ” έγινε ευρέως γνωστή, τέθηκε θέμα για το πόσο ηθικό ήταν. Αρκετά χρόνια αργότερα, κάποιοι αναζήτησαν τον μικρό Άλμπερτ για να δουν πώς η μελέτη του Γουάτσον επηρέασε τη ζωή του. Δυστυχώς, έμαθαν ότι είχε πεθάνει από υδροκεφαλία στη νεαρή ηλικία των έξι ετών.
«Η γονεϊκότητα δεν πρέπει να είναι μια ενστικτώδης τέχνη, αλλά μια επιστήμη», έλεγε ο Γουάτσον μηδενίζοντας εκατομμύρια χρόνια εξελικτικής εμπειρίας. Βλέπετε για αυτού του είδους τους “ειδκούς”, αυτά δεν μετράνε. Μετρούν μόνο τα εργαστηριακά αποτελέσματα και αυτά μόνο και εφόσον συνάδουν με τις ιδεοληψίες τους. Ο Γουάτσον πρότεινε στον κόσμο «να σταματήσει να κάνει παιδιά για είκοσι χρόνια» χρόνος αρκετός μέχρι να συλλεχθούν τα κατάλληλα εκείνα εργαστηριακά δεδομένα προκειμένου να επανεξετασθεί μια νέα μέθοδος διαπαιδαγώγησης και ανατροφής των παιδιών προκειμένου να καλύπτουν συγκεκριμένες θέσεις στην κοινωνία.
«Δώστε μου μία ντουζίνα υγιή, καλοσχηματισμένα βρέφη να τα αναθρέψω στο δικό μου καθορισμένο κόσμο και εγγυώμαι να αναλάβω οποιοδήποτε από αυτά τυχαία και να το εκπαιδεύσω ώστε να γίνει οποιουδήποτε τύπου επαγγελματίας επιλέξω – ιατρός, δικηγόρος, καλλιτέχνης- ακόμη και ζητιάνος και κλέφτης, ανεξάρτητα από τα ταλέντα, τις προτιμήσεις, τις τάσεις, τις δυνατότητες, τις κλίσεις και τη φυλή των προγόνων του. Μιλάω παραγνωρίζοντας τα στοιχεία μου και το παραδέχομαι, αλλά έτσι κάνουν και οι υποστηρικτές του αντίθετου και το κάνουν εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια.»
Τζ.Γουάτσον, Βιβλίο “Συμπεριφορισμός” (1930)
Για τον καθηγητή η αγάπη δεν ήταν τίποτε άλλο από μια ανώφελη επικύρωση που το μόνο που κάνει είναι να επιβραβεύει τη μετριότητα. Μια επικύρωση που χαρίζεται χωρίς ποτέ τα παιδιά να την έχουν κερδίσει.
Αλλά η αγάπη είναι στην πραγματικότητα πίστη που δεν κερδίζεται, και η πίστη πάντα χαρίζεται χωρίς αντάλλαγμα. Το να σε αγαπούν είναι να έχεις κάποιον να προϋποθέτει αξία και λανθάνον μεγαλείο μέσα σου χωρίς να περιμένει από εσένα αποδείξεις, είναι το θεμέλιο της αυτοεκτίμησης.
Με πληροφορίες του Τζας Ντολάνι