Γίνεται ο Χρήστος Μάστορας να υποδυθεί έναν μύθο;

Κι όμως, γίνεται!

Καλή Χρονιά σε όλους!

Είμαστε εν μέσω Γιορτών. Πρωτοχρονιάς και Φώτων. Και όλοι – μα όλοι – είμαστε αρπαγμένοι για κάτι. Ο καθένας για δικό του λόγο. Άλλος για τα πολιτικά, άλλος για τα κοινωνικά, άλλος γιατί δεν έχει κερδίσει το Τζόκερ, και άλλα μύρια τόσα. Θα μπορούσαμε κι εμείς να σας εκθέσουμε στους λόγους που είμαστε αρπαγμένοι με την κακούργα κοινωνία, αλλά δε θα το κάνουμε. Τουλάχιστον όχι σε αυτό το κείμενο. Αυτό το κείμενο θα είναι άλλη μία κριτική ταινίας. Χρονιάρες μέρες, δε μας ταιριάζει κάτι άλλο.

Πήγαμε λοιπόν να ικανοποιήσουμε την περιέργειά μας όσον αφορά την ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου για τη ζωή του «τραγουδιστή του πόνου και της ξενιτιάς». Του Στέλιου Καζαντζίδη. Του «Στελάρα του λαού». Το «ΥΠΑΡΧΩ».

Όταν πρωτακούσαμε το όνομα του Χρήστου Μάστορα για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, μας ξέφυγε ένα «ωχ». Διότι, περιμέναμε έναν πιο «ψημένο» άνθρωπο. Να ξέρει τί ερμηνεύει όσον αφορά τον ρόλο του. Να μπορεί να μπει στο σώμα και την ψυχή ενός ανθρώπου φτωχού. Που έζησε ορφάνια και ξενιτιά. Ήμασταν σίγουροι ότι το νεαρό της ηλικίας του Μάστορα δε θα του επέτρεπε να παίξει έναν άνθρωπο τσακισμένο από τη μοίρα.

Σαφώς, ο ποπ τραγουδιστής έχει καταγωγή από την Αλβανία. Αλλά δεν μπορούμε με τίποτα να φανταστούμε ότι όταν η οικογένειά του αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα, αντιμετώπισε τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο Καζαντζίδης όταν ήταν παιδί.

Κάναμε λάθος, λοιπόν, όσον αφορά τις ικανότητές του. Γιατί όσο προχωρούσε η ταινία, τόσο βλέπαμε το τσαλάκωμα του νεαρού τραγουδιστή Μάστορα, που τελικά μετενσάρκωσε τον Καζαντζίδη σε τέτοιο σημείο ώστε στο τέλος της ταινίας να μην ξέρεις ποιος ακούγεται ανάμεσα στον αληθινό βάρδο και το ποπ είδωλο.

Βεβαίως, έχει πολλή σημασία να αναφέρουμε ότι ο νεαρός Μάστορας πέρασε πολύ χρόνο μελετώντας τη χροιά της φωνής και τις συνήθειες του Καζαντζίδη. Σε σημείο που στις συνεντεύξεις του πριν την προβολή της ταινίας, έφτασε να μιλάει αργά και βαριά. Καμία σχέση με το πώς τον ήξερε και τον είχε συνηθίσει το κοινό του.

Σ’ αυτό το σημείο, οφείλουμε να πούμε ότι η αίθουσα ήταν γεμάτη. Έτσι γίνεται συνήθως όταν η αναμονή μιας ταινίας και η περιέργεια να τη δεις κερδίζουν έδαφος. Όμως, ένιωθες διάχυτη τη νοσταλγία για μια εποχή που παρ’ όλες τις δυσκολίες της, ήταν πιο απλή. Και τα τραγούδια σε συγκινούσαν διότι είτε το θέλεις είτε όχι, ακούγοντάς τα αισθανόσουν ότι έχεις αφήσει μέσα τους ένα κομμάτι από τη δική σου ψυχή.

Πολλοί λένε ότι ο σκηνοθέτης Τσεμπερόπουλος αγιογράφησε τον Καζαντζίδη γιατί όσοι ήταν κοντά του στην καθημερινότητα, έβλεπαν μπροστά τους έναν άνθρωπο πικρόχολο, λίγο κακιασμένο, λίγο αυταρχικό, λίγο απ’ όλα αυτά που η σημερινή νεολαία ονομάζει «ρατσισμό» και «πατριαρχία».

Κι όμως, όχι. Σ’ αυτήν την ταινία, είδαμε και καταλάβαμε όλους τους λόγους που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του ανθρώπου Στέλιου Καζαντζίδη. Όχι του καλλιτέχνη με τις -αρκετές- ιδιοτροπίες. Αυτό δε συνιστά αγιογραφία, αλλά σεβασμό στη μνήμη του. Και πολύ σοφά, η ταινία σταμάτησε στο τελευταίο του τραγούδι, το «Υπάρχω». Δε χρειαζόταν να δούμε τις δικαστικές του διαμάχες με τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Τάκη Λαμπρόπουλο της Columbia και τον Μάκη Μάτσα της Minos (εξαιρετικοί οι Περικλής Σιούντας, Νίκος Ψαρράς και Γιώργος Καραμίχος αντίστοιχα), ούτε τις πεποιθήσεις που απέκτησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Και οι υπόλοιποι ηθοποιοί όμως ήταν εξαιρετικοί στους ρόλους που τους ανατέθηκαν. Αν και – για να πούμε την αλήθεια- ήταν λίγο συμπληρωματικοί. Θα περίμενε, ας πούμε, κάποιος να είναι η Καίτη Γκρέυ και η Μαρινέλλα λίγο πιο κεντρικές, αφού υπήρξαν σύντροφοί του. Προσωπική αίσθηση είναι ότι παρουσιάστηκαν λίγο σαν «γλάστρες», παρ’όλο που η Γκρέυ (όπως παρουσιάστηκε από την Κλέλια Ρένεση) είχε πληθωρικότητα και «φλόγα» ως απατημένη αρραβωνιαστικιά, που κυοφορούσε το παιδί του και το έχασε. Από την άλλη, η εύθραυστη Μαρινέλλα της Ασημένιας Βουλιώτη έδωσε την απαραίτητη πινελιά της συζύγου που είναι ερωτευμένη με το λαϊκό είδωλο. Κι όπως εμφανίστηκε, εξαφανίστηκε από την ταινία.

Μεγάλη εντύπωση μας έκανε και η απίστευτη ευκολία του στιχουργού Πυθαγόρα – που τον υποδύεται ο Γιώργος Γάλλος- να σκαρώνει σε δευτερόλεπτα στίχους βαθείς και με νόημα και όχι «λα λα λα» και «τα τα τα» με τα οποία αρέσκεται η σημερινή νεολαία (εκτός από την trap).

Όμως, ίσως πείτε (και με το δίκιο σας) ότι η ταινία δημιουργήθηκε έτσι ώστε να είναι προσωποκεντρική. Άρα, ο Τσεμπερόπουλος νομιμοποιείται να φτιάξει χαρακτήρες που να περιστρέφονται γύρω από τον Στέλιο. Τη στυλοβάτη μητέρα του, το αφεντικό του στη φάμπρικα, την τρίτη του γυναίκα για χάρη της οποίας ηρέμησε, την καψούρα του την Γκρέυ, τον έρωτά του τη Μαρινέλλα. Και τους ανθρώπους που έφτιαξαν το «είδωλο Καζαντζίδη». Τους διευθυντές των δισκογραφικών εταιρειών, τον Άκη Πάνου και τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Πυθαγόρα, και τους μουσικούς του. Ακόμα και αυτούς που τον ανάγκασαν να σταματήσει από τη νύχτα, και να λέει γεμάτος πίκρα και αγωνία στη Μαρινέλλα: «Εγώ για ποιόν τραγουδάω;».

Εν κατακλείδι, είναι μία πολύ ωραία ταινία. Με στρωτό και όμορφα πλεγμένο σενάριο από την Κατερίνα Μπέη. Μια ωδή σε μια εποχή με δυσκολίες, αλλά και με φιλότιμο. Τότε που όλα ήταν πιο μπέσα και πιο σταράτα. Το βλέπεις στο χειροκρότημα του κόσμου όταν τελειώνει. Και στο σιγοψιθύρισμα των τραγουδιών. Κι αν δε σας άρεσε, δεν πειράζει. Σίγουρα στο μέλλον θα σας αρέσουν βιογραφίες άλλων τραγουδιστών. Πιο κοντά στα ακούσματά σας

Για δες εδώ

Μπορεί να σε ενδιαφέρει

Είμαστε

ΠΑΝΤΟΥ