Άκουσε την πόρτα να κλείνει ξερά…
Σήκωσε το κεφαλάκι της και κοίταξε προς το παράθυρο. Μέσα από τις γρίλιες του παντζουριού, μόλις που έμπαινε λίγο φως, άρα ήταν πρωί. Με τα μικρά της δαχτυλάκια βρήκε τα τερλίκια της μέσα στο μισοσκόταδο, τα φόρεσε, βγήκε από την κάμαρή της και έτρεξε με τη νυχτικιά της να ανεμίζει προς την εξώπορτα…
Η μορφή της μαμάς της ήταν ακουμπισμένη παράξενα πάνω στον τοίχο. Έστεκε δίπλα στην πόρτα, σαν να ήταν άρρωστη.
Η Αναστασία έτριψε τα ματάκια της που ήταν ακόμα τσιμπλιασμένα από τον βαθύ της ύπνο και πλησίασε αργά τη μαμά της…
-Μανούλα…; Ποιος ήταν;
Η μητρική μορφή, που γύρισε ξαφνιασμένη στο άκουσμα της φωνούλας της, ήταν αλλιώτικη… Ήταν περίεργο, σαν να είχε ξάφνου μικρύνει το σώμα της, σαν να είχε κυρτώσει, το πρόσωπο της ήταν σκοτισμένο κι όμως τα μάτια της είχαν μεγαλώσει αφύσικα! Ήταν παγωμένα και καυτά ταυτόχρονα… Την κοίταζαν σαν κάτι να έκαιγε μέσα τους και, αν και ήταν στραμμένα πάνω της, έδειχναν σαν να κοιτούσαν κάπου αλλού, μέσα της, πίσω της… ποιος ξέρει, κάπου μακρυά… Μια στιγμή κράτησε και της φάνηκε αιώνας…
-Μαμάκα… Ήταν για τον μπαμπά;
Η μητέρα της κοίταξε στον τοίχο του σαλονιού. Το ημερολόγιο έδειχνε 14 Απριλίου 1941, Μεγάλη Δευτέρα. Ούτε που θυμόταν τώρα ότι είχε αποβραδίς σκίσει το χαρτάκι της χθεσινής ημέρας ώστε να φαίνεται η σημερινή… Η αρχή της εβδομάδος των Παθών. Δίπλα στο ημερολόγιο ήταν το κάδρο με την εικόνα του πεθερού της, παρασημοφορημένου ήρωα των Βαλκανικών, πεσόντος και αγνοουμένου μετέπειτα, κάπου στην Μικρά Ασία…
Και παραδίπλα η φωτογραφία του Μανώλη, του άνδρα της, με την ωραία χακί στολή, και τις επωμίδες του εφέδρου Ανθυπολοχαγού, τραβηγμένη περίπου 6 μήνες νωρίτερα. Ήταν τόσο όμορφος… με το μουστάκι του και το περήφανο βλέμμα του…
Η φωνή της βγήκε βραχνή, ξένη, αγνώριστη ακόμα και για την ίδια.
-Ναι μωρό μου, για τον μπαμπά ήταν…
-Λοιπόν; Τι σου είπαν; Θα έρθει στην γιορτή μου τη Λαμπρή;
Λυγμός έπνιξε τη φωνή της μάνας…
-Μου είπαν… Μου είπαν αγάπη μου πως ο μπαμπάς σου έγινε ήρωας…
-Ήρωας; Δηλαδή…;
-Δηλαδή δεν θα έρθει μωρό μου…