Γράφει η Χριστίνα Κ.,
Καθώς οι χώρες της Δύσης συναγωνίζονται ποια θα κατρακυλήσει γρηγορότερα στο γκρεμό της πλήρους κοινωνικής αποσύνθεσης μέσω της υποταγής σε χρηματοδοτούμενες αντιεπιστημονικές θεωρίες και στις διεκδικήσεις κάθε κατασκευασμένης ανθυπομειονότητας, άρχισαν πλέον σταθερά να ακούγονται και κάποιες υγιείς φωνές που αντιδρούν στα επιβαλλόμενα ήθη και ξεμπροστιάζουν τη γελοιότητα της κατάστασης. Πολίτες θυσιάζουν χρόνο, κόπο και χρήματα για να οργανωθούν σε κόμματα, συλλόγους και ομάδες πίεσης σε μια προσπάθεια να αναχαιτιστεί – αν όχι να αντιστραφεί – η πορεία του δυτικού πολιτισμού. Αναρωτιέμαι, όμως: στον υπόλοιπο χρόνο τους τι κάνουν;
Όχι, αγαπητέ αναγνώστη, δεν εννοώ ότι θα πρέπει η ακτιβιστική δράση (στον έξω κόσμο ή στις επάλξεις του διαδικτύου) όσων πιστεύουν στις παραδοσιακές αξίες να γίνει αποκλειστική ενασχόληση της ζωής τους. Αυτό εκτός από ουτοπικό θα ήταν και ανούσιο. Μια ολόκληρη κοινωνία δεν αλλάζει πορεία απλώς επειδή μια μειοψηφία (όσο δυναμική κι αν είναι) το διεκδικεί στα τηλεοπτικά παράθυρα ή στο πεζοδρόμιο αλλά επειδή η πλειοψηφία το αποδέχεται στην καθημερινότητα. Όπως κάθε κατάμαυρο σύννεφο που ξεσπά σε κεραυνούς και καταιγίδες απαρτίζεται από τρισεκατομμύρια φορτισμένα σωματίδια, έτσι το γενικότερο κακό που μας περιβάλλει εγκαταστάθηκε γιατί ο καθένας μας δικαιολόγησε στον εαυτό του μικρές, βολικές υποχωρήσεις.
Αναπολούμε, για παράδειγμα, τις δεμένες πολύτεκνες οικογένειες των παππούδων μας αλλά αποφεύγουμε να αποφασίσουμε το γάμο πριν από τα τριανταπέντε, όταν πλέον λιγοστεύουν και οι πιθανότητες να αποκτήσει κανείς πολλά παιδιά αλλά και οι σωματικές δυνάμεις να τα μεγαλώσει. Μέχρι δε να «νοικοκυρευτούμε» και με τη λογική της αποφυγής μελλοντικών απωθημένων θεωρούμε φυσικό να εκμεταλλευτούμε κάθε ευκαιρία να ικανοποιήσουμε τις σεξουαλικές μας ορμές. Ταυτόχρονα, όμως εξοργιζόμαστε με την κουλτούρα της πλήρους εκπόρνευσης των νέων που προωθείται με τόση επιτυχία από όλα τα μέσα. Μα ο πόλεμος της «σεξουαλικής απελευθέρωσης», ο πόλεμος, ουσιαστικά, για τη διάλυση του θεσμού της οικογένειας μαίνεται συστηματικά από τη δεκαετία του ’60, και κάθε γενιά από τότε διδάσκεται να ξεπεράσει την προηγούμενη. Λογικό δεν είναι να έχουμε ήδη φτάσει στο σημείο να παρουσιάζεται επίσημα ως υγεία η πλήρης αποκτήνωση; Εμείς, λοιπόν, πώς ακριβώς θα εμποδίσουμε τα δικά μας παιδιά να προσπεράσουν τους γονείς τους στο μονοπάτι της φιληδονίας και μάλιστα με όλη αυτή την προπαγάνδα γύρω τους; Ποια βαρύτητα θα έχει ο λόγος μας;
Από την άλλη, λόγοις επιθυμούμε ο χαρακτήρας της χώρας μας να παραμείνει ορθόδοξος χριστιανικός. Όμως η χώρα είμαστε εμείς, οι οποίοι με την εξαίρεση γάμων και βαπτίσεων σε ναό δύσκολα πατάμε αν δεν είναι Πάσχα, Χριστούγεννα ή Δεκαπενταύγουστος. Παράλληλα, εύκολα απορρίπτουμε ως αναχρονιστική διδασκαλία ανθρώπων όποιο κομμάτι του ορθόδοξου τρόπου ζωής μας ξεβολεύει ή, στην καλύτερη περίπτωση, προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχει καν κομμάτι της ζωής μας στο οποίο καταπατάμε ευθέως και εντελώς απενοχοποιημένα την ορθόδοξη διδασκαλία. Πώς λοιπόν απαιτούμε από τους πολιτικούς μας να σεβαστούν τα θρησκευτικά μας πιστεύω και έθιμα, όταν έργοις δεν τα σεβόμαστε ούτε εμείς οι ίδιοι;
Αντιλαμβανόμαστε, τέλος, ότι το έθνος μας αντιμετωπίζει πλέον κίνδυνο εξαφάνισης εξαιτίας της μαζικής φυγής των νέων Ελλήνων στο εξωτερικό, της υπογεννητικότητας και του παράλληλου εποικισμού της χώρας από τεράστιους αριθμούς αλλοφύλων. Ωστόσο, ποιος Έλληνας δε θα παροτρύνει το παιδί του να μεταναστεύσει αν βρει στο εξωτερικό εργασία που να ανταμείβει καλύτερα τα προσόντα του από αυτήν που μπορεί να του εξασφαλίσει η πραγματικότητα στην Ελλάδα; Κι αν δεν έχει λάβει από την ανατροφή του γερές βάσεις ελληνορθοδοξίας, είναι θέμα χρόνου ο νεαρός μετανάστης να αλλοτριωθεί πλήρως στην Εσπερία αντί να γίνει τουλάχιστον Έλληνας της διασποράς. Όσο για τα χωράφια μας, μοιραία πια θα τα αναλάβουν αλλοδαποί. Αυτοί που επί χρόνια επιλέγαμε ως εργάτες γης γιατί δέχονταν να πληρωθούν πολύ λιγότερα χρήματα – και «μαύρα».
Αναρωτιέμαι, λοιπόν: ο καθένας μας στο δικό του μικρόκοσμο πόσο συντηρητικός αποδεικνύεται; Πόσο πατριώτης; Πόσο χριστιανός; Μήπως η αναντιστοιχία θεωρίας και πράξης στις ζωές μας φταίει που δεν εμπνέουν τους άλλους οι ιδέες μας με αποτέλεσμα ο χώρος μας να μη διαθέτει σοβαρή εκλογική βάση, ακόμα και στη σημερινή κρίσιμη για τον Ελληνισμό συγκυρία; Μήπως ως Έλληνες κατεβαίνουμε μαζικά του κακού τη σκάλα εδώ και δεκαετίες, και κάποιοι απλώς προηγούνται κάμποσα σκαλοπάτια; Κάθε στιγμή κρινόμαστε για την αφοσίωση στα ιδανικά που υποτίθεται ότι πρεσβεύουμε. Δε μας έχουν μείνει πολλές μάχες ακόμα να δώσουμε πριν χαθεί οριστικά ο πόλεμος.