Όταν ήμουν παιδί πριν γνωρίσω το δάκρυ που λέγε κι αξέχαστος Σπύρος Ζαγοραίος, κάπου στις αρχές δεκαετίας του ’80 ενθυμούμαι την μακαρίτισσα την γιαγιάκα μου εις το Αιτωλικό να περιμένει κάθε τέλος του μηνός μια πενιχρή συνταξούλα του ΟΓΑ που έπαιρνε τότε και να με φωνάζει να μου δώσει χαρτζιλίκι.
Άνοιγε λοιπόν ένα μαύρο πορτοφολάκι, τσερπένι το λέγε, αυτό που ‘χουν ακόμη οι γιαγιάδες, το κλασικό το μαύρο με τα δύο μεταλλικά κουμπώματα που ανοίγει και κλείνει και μου δίνε πότε ένα εικοσάρικο και πότε ένα πενηντάρικο χάρτινο.
Εμένα μου ‘χε καρφωθεί στο μυαλό πως όλες οι γιαγιάδες έχουν κρυμμένες λίρες σε κιούπια και σεντούκια και της έλεγα με επιμονή: «Γιαγιά δώσ’ μου μια λίρα χρυσή! Εγώ ξέρω πως οι γιαγιάδες έχουν λίρες!»
Η καημένη κάθε φορά μου λέγε και μου ξανάλεγε με παράπονο: «Αχ παιδάκι μου εγώ δεν έχω λίρες είμαι φτωχούλα…» Και πάλι εγώ εκεί να επιμένω και να την ζαλίζω…
Κάποια φορά για να με πείσει όταν πια δεν έπαιρνα από λόγια, μου είπε με ένα βλέμμα που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ένα βλέμμα που λες και ήταν βγαλμένο μέσα από εμπειρία αιώνων: «Παναγιωτάκη’μ όσες λίρες έχω, ΤΟΣΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΝΑ ΜΕΊΝΟΥΝ…»
~Καλημέρεc των Τριών Ιεραρχών με ευχέc κι ευλογίεc~