Μια άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη του σκηνοθέτη Γιάννη Στραβόλαιμου, με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας “Το Δείπνο του Βοσκού” της οποίας το σενάριο και την σκηνοθεσία υπογράφει, έχει την τιμή να σας παρουσιάσει σήμερα η Conserva.
Πώς προέκυψε η έμπνευση/θέληση να δημιουργήσετε το «Δείπνο του Βοσκού»;
Είχα διαβάσει την εν λόγω ιστορία, σε μία τυχαία έρευνα που έκανα στο διαδίκτυο, και την βρήκα πολύ καλή και ψυχωφελή. Κατόπιν, έκανα μια πιο λεπτομερή έρευνα αναφορικά με το περιστατικό, καθώς, όπως γνωρίζουμε, στο διαδίκτυο κυκλοφορούν πολλά λανθασμένα ή ψεύτικα στοιχεία και πληροφορίες. Είδα, πράγματι, ότι υπάρχει αυτή η ιστορία σε αρκετές εκδόσεις.
Μία έκδοση είναι με ένα μικρό παιδί που συναντάει τον Χριστό. Μάλιστα έχει γίνει και ταινία, πολύ παλιά (ασπρόμαυρη), στην Ιταλία.
Μία άλλη έκδοση, είναι στο Γεροντικό του Βορά (Ρωσία).
Εγώ βασίστηκα στην έκδοση που αναφέρεται στο βιβλίο «Οι Εραστές του Παραδείσου» του Παναγιώτη Μ. Σωτήρχου, από Εκδόσεις ΑΣΤΗΡ.
Βέβαια, αυτή η ιστορία είναι ένα αληθινό θαυματουργικό περιστατικό, καταγεγραμμένο στο Γεροντικό και προφανώς, συμπεριλήφθηκε στο παραπάνω βιβλίο. Την έχουν διηγηθεί και αρκετοί Γέροντες, όπως ο Μακαριστός Θεοδόσιος Δαμβακεράκης (1908 – 2000), γνωστός Ασκητής της Κρήτης.
Εγώ, δεν μετέφερα αυτούσια την ιστορία, καθώς κάτι τέτοιο δεν θα ήταν κινηματογραφική ταινία, αλλά ντοκιμαντέρ. Βασίστηκα σε αυτό το περιστατικό και το συνέχισα, αλλά και έκανα και κάποιες προσθήκες, ώστε να προκύψουν περισσότερα μηνύματα/διδάγματα από την ταινία.
Διάβασα λοιπόν αυτή την ιστορία και είδα ότι έχει ένα όμορφο δίδαγμα και έτσι μου ήρθε η ιδέα να την κάνω ταινία, καθώς δεν έχει γίνει μέχρι τώρα κάτι ανάλογο.
“Στο θέμα της κριτικής είτε του κοινού είτε των επαγγελματιών του χώρου, δεν δίνω υπερβολική σημασία. Σε όποιον αρέσει η ταινία, θα την δει και σε όποιον δεν αρέσει, δεν θα την δει. Είναι τόσο απλό.”
Βρήκατε δυσκολίες στην παραγωγή της ταινίας; Είχατε βοήθεια από χορηγούς;
Από την αρχή της προσπάθειας αυτής, οι δυσκολίες και τα εμπόδια ήταν πολλά.
Να παραθέσω μερικά ασυνήθιστα εμπόδια και κατόπιν θα αναφέρω και τα διάφορα προβλήματα.
– Κάποιες μέρες, δεν λειτουργούσε καθόλου ο εξοπλισμός (κάμερες, μπαταρίες, μόνιτορ, drone κ.λπ. παρά το γεγονός ότι ήταν όλα ελεγμένα και πλήρως φορτισμένα.
– Υπήρχαν διάφορες μικροατυχίες, όπως σκασμένα λάστιχα αυτοκινήτων, σπάσιμο του κάρτερ λαδιών και αρκετά τέτοια, κατά τη μεταφορά στα σημεία γυρισμάτων.
– Ατυχήματα/πτώσεις δικές μου και των γονέων μου.
– Αρρώστιες.
– Ο καιρός μας πήγε δύο μήνες πίσω κάποια γυρίσματα, καθώς πάντοτε τύχαινε να έχει απαγορευτικό όταν θέλαμε να κάνουμε γύρισμα σε βουνό.
Αυτά φυσικά είναι μικροατυχίες που συμβαίνουν πάντοτε. Μπορεί σε άλλες ταινίες να έχουν συμβεί πολύ χειρότερα, όπως θάνατοι κατά τα γυρίσματα ή ακρωτηριασμοί, ή εργατικά ατυχήματα, κ.λπ. Απλώς ανέφερα τα παραπάνω σαν κάποιες μικροατυχίες που συναντήσαμε.
Χορηγούς και δημόσια ή ιδιωτική οικονομική βοήθεια δεν είχαμε καθόλου.
Οι αιτήσεις που κάναμε σε Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΡΤ, Nova, Cosmote και διάφορους χορηγούς, όπως ΟΠΑΠ, Υπουργεία, Τράπεζες, Αεροπορικές /ακτοπλοϊκές εταιρείες, ιδρύματα, Supermarket κ.α. δεν εγκρίθηκαν.
Εγώ και η οικογένειά μου επιβαρύνθηκε με τα έξοδα της ταινίας.
Και τεχνικές δυσκολίες υπήρξαν πολλές, καθώς δεν ήταν δυνατόν να βάλουμε ημίγυμνο και με αγκάθινο στεφάνι, τον Τέο Θεοδωρίδη, μέσα σε μία Εκκλησία για γύρισμα. Θα ήταν και ασέβεια κάτι τέτοιο. Οπότε πολλά από τα πλάνα της ταινίας έχουν γίνει σε Green screen στούντιο και οι Ναοί έχουν σχεδιαστεί σε 3D Software, κατά το στάδιο της ψηφιακής επεξεργασίας.
Με ποια κριτήρια επιλέξατε τους ηθοποιούς για τον εκάστοτε ρόλο;
Με βάση την ικανότητα στην υποκριτική κατά κύριο λόγο. Το Casting, κυρίως στους αντρικούς ρόλους, ήταν ευτυχώς αρκετά πετυχημένο. Από γυναικείους ρόλους, είχαμε μόνο δύο, οπότε δεν υπήρξε ιδιαίτερο πρόβλημα.
Ο Κωστής Σαββιδάκης, κατά τη γνώμη μου, αλλά και αρκετών άλλων, ήταν πάρα πολύ καλή επιλογή για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του βοσκού, καθώς κατάφερε και έβγαλε αυτή την αθωότητα που έπρεπε να έχει ο Μαυρογένης. Μπόρεσε να φέρει εις πέρας και την αυθόρμητη κωμική πλευρά του χαρακτήρα και να αναδείξει την απαιτούμενη αθωότητα αλλά και τη δραματική και σοβαρή πλευρά, όταν η περίσταση το απαιτούσε (σκηνή μαρτυρίου, σκηνή νουθεσίας, κ.α.). Έχει αποκομίσει πολύ καλά σχόλια μέχρι τώρα για την υποκριτική του. Άλλωστε, βραβεύτηκε δύο φορές για καλύτερη ηθοποιία και άλλη μία ήταν δεύτερος πίσω από την συνυποψήφιό του, βετεράνο ηθοποιό του Hollywood, Φράνκο Νέρο.
Είναι βέβαια γνωστός στον καλλιτεχνικό χώρο και από τις Άγριες Μέλισσες, και από κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους και από διαφημίσεις αλλά και από θεατρικές παραστάσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Ο Τέο Θεοδωρίδης, ήταν σίγουρα πολύ καλή επιλογή, αν όχι η καλύτερη, για τον ρόλο του Ιησού. Το βλέμμα αλλά και οι κινήσεις του, είχαν μία βιβλικότητα. Η μορφή του δε, έχει αυτό το ασκητικό Look και κάποια εξωτερική ομοιότητα με αυτό που έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε πως έμοιαζε, στο περίπου, ο Ιησούς.
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, έκανε και διάφορα υποκριτικά τεχνάσματα με τα μάτια και τη χροιά της φωνής. Απέσπασε δε, πολύ θετικές εντυπώσεις από τον κόσμο και ένα βραβείο καλύτερης ηθοποιίας σε supporting role από το διεθνές φεστιβάλ του Λας Βέγκας.
Έχει άλλωστε τη σχετική εμπειρία από τη συμμετοχή του στην Χολιγουντιανή ταινία «Μαρία Μαγδαληνή», στο πλευρό του Χοακίν Φίνιξ (Joaquin Phoenix).
Ο Λευτέρη Τσάτσης, είναι ένας πάρα πολύ καλός ηθοποιός που υποδύθηκε τον ρόλο του Ηγούμενου, που νουθέτησε τον βοσκό. Παίζει πολύ με τον μορφασμό του προσώπου και είναι ένας άνθρωπος που τον γνώριζα και πριν την ταινία και ως εκ τούτου ήμουν εντελώς σίγουρος για την υποκριτική του ικανότητα.
Όλοι οι ηθοποιοί, κατά ένα παράδοξο τρόπο, ταίριαξαν πολύ με τον χαρακτήρα που υποδύονταν και ίσως αυτό είναι και ένα συστατικό της όποιας επιτυχίας, μπορεί να έχει η ταινία.
Ο Κώστας Ζωγραφόπουλος, που υποδύθηκε τον Παπά Φώτη, ο Δημήτρης Πανέλης, που έπαιξε τον Μοναχό, ο Θανάσης Σαράντος που έκανε τον ληστή σε νεαρή ηλικία, είναι όλοι πολύ καλοί ηθοποιοί και με μεγάλη εμπειρία. Επίσης, ο Διονύσης Γραμματικός που έπαιξε τον Ασκητή, ταίριαξε και αυτός με τον ρόλο.
Από την άλλη είχαμε και τη χαρά να συμμετέχουν σε ρόλους guest star, παλιοί γνωστοί ηθοποιοί, όπως ο Θωμάς Παλιούρας (Κοινοτάρχης), Θανάσης Νάκος (Αμαξάς), Δημήτρης Δρόσος (Κουρέας) και φυσικά ο Βύρωνας Κολάσης, που υποδύθηκε τον ληστή σε μεγαλύτερη ηλικία και μαζί με τον Θανάση Σαράντο (ληστής σε μικρή ηλικία) κατάφεραν με την υποκριτική τους να κάνουν τον θεατή να δει με συμπάθεια ακόμα και τον ληστή.
Από γυναίκες ηθοποιούς είχαμε την πολύ καλή Λυσάνδρα Αναστασοπούλου που την ήξερα και από το σίριαλ «Κόκκινο Ποτάμι» και την Έλενα Θωμοπούλου, η οποία απέσπασε το βραβείο καλύτερης ηθοποιού στο φεστιβάλ του Λας Βέγκας.
Μία προσωπική απορία… πώς σκεφτήκατε να εντάξετε σε μία σκηνή τον Άγιο Παΐσιο εντός της ταινίας;
Όπως ανέφερα στην αρχή, εμείς βασιστήκαμε στο πραγματικό περιστατικό και από εκεί και πέρα, κάναμε κάποιες προσθήκες προκειμένου να συνεχίσουμε την ιστορία και να μπορέσουμε να προάγουμε περισσότερα μηνύματα, αλλά και για να έχει και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, δηλαδή, αγωνία, ανατροπές, ενδιαφέρον, δράση, ό,τι δηλαδή χαρακτηρίζει ένα σενάριο.
Οπότε προσθέσαμε τη σκηνή με τον ληστή προκειμένου να αναδείξουμε το μαρτύριο που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Χριστιανικής ζωής αλλά και για να περάσουμε το μήνυμα της συγχώρεσης και της μετάνοιας. Ταυτοχρόνως δώσαμε και λίγο δράση με τη σκηνή του μαρτυρίου, που έλειπε από την ταινία.
Επίσης, η πραγματική ιστορία, τελειώνει εκεί που βλέπουν οι Μοναχοί τον Μαυρογένη να μιλάει με τον Χριστό και τον παρακαλούν να πει και για αυτούς μία καλή κουβέντα.
Οπότε εμείς συνεχίσαμε την ιστορία ώστε να δείξουμε ότι όντως ο βοσκός πήγε στον Παράδεισο. Άρα για να πάει στον Παράδεισο, πρέπει πρώτα να πεθάνει και για να πεθάνει, πρέπει να κατέβει να πάρει την ψυχή του ο Αρχάγγελος Μιχαήλ (κατά τη Χριστιανική παράδοση). Ως εκ τούτου, μπαίνουν και όλα αυτά τα στοιχεία και γίνεται πιο φαντασμαγορική η ταινία.
Επειδή αρκετοί θεατές εκφράζουν την απορία με την τύχη της Μαριώς (γυναίκας του βοσκού), εδώ υπάρχουν δύο εναλλακτικές. Ή ο Αρχάγγελος την πήρε (πέθανε δηλαδή) όταν την συνάντησε, όπως έγινε στο τέλος με τον ληστή, ή πέρασε ο καιρός και πέθανε φυσιολογικά. Το αφήνουμε να το εκλάβει ο θεατής όπως επιθυμεί.
Το θέμα του Αγίου Παϊσίου ήταν λίγο δύσκολο καθώς δεν ταίριαζαν οι χρονολογίες. Ο Γέροντας αγιοκατατάχθηκε το 2015. Ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται να υπάρχουν εικόνες του, πριν την Αγιοποίησή του. Άρα, αφού εμφανίζουμε εικόνα του, στο Μοναστήρι, σημαίνει ότι και η ιστορία εξελίσσεται το έτος 2015, σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό της κεντρικής Ελλάδας. Άρα ο ληστής σε μεγάλη ηλικία (30 χρόνια μετά), βρίσκεται στο έτος 2045. Δεν γινόταν διαφορετικά. Η πραγματική ιστορία δεν αναφέρει χρονολογίες. Οπότε αφήνουμε κι εμείς την ταινία να εξελίσσεται σε απροσδιόριστο χρόνο. Δεν αναφέρουμε κάτι. Η σκηνή του Παϊσίου όμως, μοιραίως, φανερώνει τον χρόνο.
Η προσθήκη της σεκάνς του Αγίου Παϊσίου, προέκυψε προκειμένου να αποκτήσει πιο ενδιαφέρον το ταξίδι του Μαυρογένη και να μη δείχνουμε απλώς σκηνές που περπατάει συνέχεια. Οπότε επιλέξαμε να εμφανιστεί ένας Άγιος τη στιγμή που ήταν κουρασμένος ο βοσκός και να του δώσει κουράγιο. Και φυσικά επιλέξαμε τον Άγιο Παϊσιο καθώς είναι πρόσφατος Άγιος και πολύ αγαπητός και γνωστός, ιδίως στους νέους. Τον επιλέξαμε επίσης και για την γνωστή και αναγνωρίσιμη φράση του με το «ταγκαλάκι». Δεν έχει πει κάποια χαρακτηριστική ατάκα κάποιος άλλος Άγιος που να κάνει τον θεατή να καταλάβει ή να υποψιαστεί ποιος είναι.
Ο Λευτέρης Τσάτσης μελέτησε ακουστικά αποσπάσματα με τη φωνή του Αγίου για να μπορέσει να τη μιμηθεί όσο ήταν δυνατό και με τη βοήθεια της τεχνολογίας, προσομοιάσαμε το πρόσωπο του Αγίου ώστε να μοιάζει με το πραγματικό.
Η ταινία έχει αποσπάσει ήδη πολλά βραβεία στο εξωτερικό. Πώς αισθάνεστε για αυτό και τι σημαίνουν για εσάς αυτές οι διακρίσεις;
Πράγματι, έχει αποσπάσει μέχρι στιγμής 42 βραβεία.
Είναι πολύ σημαντικό να βραβεύεται μία τέτοιας θεματολογίας, ταινία, στην εποχή που ζούμε. Αυτό σημαίνει ότι «υπάρχει μαγιά ακόμα».
Μας χαροποίησαν αυτές οι βραβεύσεις καθώς αν καταφέραμε με τόσο μικρό προϋπολογισμό και χωρίς την παραμικρή βοήθεια από πουθενά, να φτιάξουμε κάτι αξιόλογο, φανταστείτε τι θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε αν είχαμε τα εκατομμύρια που συνήθως κοστίζουν οι κινηματογραφικές παραγωγές.
Απλά θα ήθελα να κάνω την παρατήρηση, ότι τα βραβεία στο σύνολό, τους έρχονται από το εξωτερικό και καθόλου από την Ελλάδα. Δεν είναι μομφή αυτή αλλά απλή παρατήρηση.
Αυτές λοιπόν οι διακρίσεις μας δίνουν το κουράγιο να συνεχίσουμε και σε άλλα πιο φιλόδοξα projects παρόμοιας θεματολογίας.
Και το καλό είναι ότι τα βραβεία είναι σε πολλές κατηγορίες. Ο παραγωγός, Κωνσταντίνος Γουργιώτης, με την εταιρεία του Ace House Productions, απέσπασε τουλάχιστον τρία βραβεία.
Και ο Γιάννης Κάσσης (διευθυντής φωτογραφίας) βραβεύτηκε. Ο Κωνσταντίνος Σαββάκης (Hair stylist) και όλο το team του Make up, βραβεύτηκαν επίσης. Λάβαμε βραβεία για τα οπτικά εφέ, για το σενάριο, για το μοντάζ, για τα κοστούμια, μέχρι και στον ταλαίπωρο τον σκηνοθέτη έδωσαν βραβεία… χαχα! Αναφορικά με την υποκριτική, τα ανέφερα παραπάνω.
Πέρα από τις βραβεύσεις, ποια ήταν η αποδοχή του κόσμου που είδε την ταινία;
Η ταινία μέχρι τώρα έχει πολύ καλές κριτικές, σε σημείο που σε καμία περίπτωση, δεν το περίμενα. Έχουμε χιλιάδες, στην κυριολεξία, μηνύματα στην επίσημη σελίδα της ταινίας, που μας λένε πράγματα τόσο συγκινητικά που εγώ λέω από μέσα μου: «μήπως τους πληρώσαμε για να τα λένε;» Εγώ που έχω επεξεργαστεί την ταινία για μήνες και την έχω δει εκατοντάδες φορές και την έχω μοντάρει και μετά την έχω τροποποιήσει ξανά και ξανά, δεν μπορώ να την δω σαν τρίτος και να την καταλάβω σαν μία ολότητα. Την βλέπω αποσπασματικά σαν απλώς μία αλληλουχία σκηνών που πρέπει να δέσουμε.
Εξεπλάγην με τα καλά λόγια.
Πάντα υπάρχουν και άτομα που μπορεί να μη πιστεύουν, ή να πιστεύουν κάπου αλλού, ή να μη τους αρέσουν τέτοιου είδους ταινίες κ.λπ. Αυτά τα συναντάμε παντού και είναι απολύτως σεβαστά.
Πρόσφατα είδαμε τον «Άνθρωπο του Θεού», μία ταινία με ορθόδοξο περιεχόμενο και παρατηρήσαμε μία αντίφαση: αρνητικές κριτικές από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και μια τεράστια εισπρακτική επιτυχία από το ελληνικό κοινό. Πώς το κρίνετε αυτό σαν γεγονός;
Εμένα μου αρέσουν γενικά οι ταινίες που ασχολούνται με τέτοια θεματολογία. Ακόμα και με κινητό τηλέφωνο να έχουν γυριστεί, θα μου αρέσουν γιατί θα δω το περιεχόμενο και όχι το τεχνικό υπόβαθρο. Βέβαια η ταινία “Man of God” είναι μία πολύ καλή ταινία. Εγώ την περίμενα να βγει για να την δω.
Τώρα υπάρχουν διαφορετικά γούστα. Αν ρωτήσετε 100 ανθρώπους, θα πάρετε 100 διαφορετικές απόψεις. Κάποιος μπορεί να πει για οποιαδήποτε ταινία, ότι θα του άρεσε το σενάριο να είναι αλλιώς, ή η πλοκή να είναι έτσι, ή η δράση να είναι αλλιώς και πάει λέγοντας.
Αυτή η ταινία είναι η πρώτη Ορθόδοξη Χριστιανική ταινία στον κόσμο που έχει καταφέρει να πάρει διεθνή διανομή. Δεν έχει ξαναγίνει ποτέ αυτό.
Σε κάποιους κριτικούς μπορεί να μην αρέσει μία τέτοιου είδους ταινία, ή να την βαριούνται πιο εύκολα, λόγω θεματολογίας. Κάποιοι άλλοι όμως την εξυμνούν. Και υπάρχει και μία μερίδα ανθρώπων που δεν πιστεύουν και προσπαθούν ενσυνείδητα να την αποδημήσουν.
Και φυσικά υπάρχει και ο εμπορικός ανταγωνισμός που καμιά φορά μπορεί να δυσφημίσει μία ταινία για να μην αποσπάσει μεγάλο κομμάτι από τις εισπράξεις. Όλα είναι μέσα στο πρόγραμμα, ακόμα και ο φθόνος…
Έχει γίνει πάντως πάρα πολύ καλή δουλειά στην προώθηση της ταινίας. Και μία τέτοιας θεματολογίας ταινία, όταν καταφέρνει να είναι και εμπορική και μάλιστα στην κορυφή με μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες (Ελληνικές και ξένες), αυτό κάτι λέει…
Σε συνέντευξή σας, αναφέρατε ότι σκοπεύετε να διανεμηθεί και το «Δείπνο του Βοσκού» στους κινηματογράφους. Τι διαφορετικό θα αναμένουμε σε σύγκριση με την έκδοση που βρίσκεται στο YouTube;
Κοιτάχτε να δείτε.
Η ταινία αποφασίστηκε να δοθεί δωρεάν στο κοινό σε καλή ποιότητα, λόγω των μέτρων για τον κορονοϊό. Ήθελα να δει όλος ο κόσμος την ταινία (εμβολιασμένοι και μη εμβολιασμένοι) με τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις. Δεν ήθελα κάποιος που έχει επιλέξει να μην εμβολιαστεί να αναγκαστεί να πληρώσει παραπάνω από κάποιον άλλον, προκειμένου να προσκομίσει rapid ή μοριακό τεστ.
Βέβαια δεν είχαμε εξασφαλίσει και διανομή, που είναι πολύ δύσκολο. Μόνο μία με δύο Ελληνικές ταινίες εξασφαλίζουν διανομή κάθε χρόνο.
Αυτό που κάνουμε τώρα ή σκεφτόμαστε να κάνουμε είναι να:
– μεταγλωττίσουμε την ταινία με τη βοήθεια AI τεχνολογίας, ώστε να φαίνεται ότι οι ηθοποιοί μιλούν στα Αγγλικά με τις δικές τους φωνές, χωρίς να χρειαστεί να γίνει κάποιο σπικάζ, voice over ή ADR.
– να αναβαθμίσουμε τα οπτικά εφέ και να προσθέσουμε καλύτερα και περισσότερα Αγγελικά πλάσματα.
– να προσθέσουμε κάποια σκηνή για να εξηγήσουμε περισσότερο την τύχη της Μαριώς.
– να προσθέσουμε σκηνή στον Άδη για να δικαιολογήσουμε τον φόβο του ληστή και την απόφασή του για μετάνοια.
– να προσδώσουμε μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια στον Αρχάγγελο Μιχαήλ.
– να προσθέσουμε σκηνή πειρασμού του Μαυρογένη από τον Εωσφόρο, ο οποίος θα του εμφανιστεί μπροστά του, προκειμένου να δικαιολογηθεί και ο λόγος του Αγίου Παϊσίου, ότι κρατάει πλέον το ταγκαλάκι από τον σβέρκο.
– να μετατρέψουμε την ταινία σε 3D (τρισδιάστατη).
Ήδη κάποιες αλλαγές έχουν ήδη γίνει, όπως για παράδειγμα, στην κρυφή κόπια στο Vimeo που είναι αποκλειστικά και μόνο για τα φεστιβάλ, ο βοσκός όταν φεύγει από το Μοναστήρι, περπατάει πάνω στο νερό μίας λίμνης και όχι στον αέρα. Τα φτερά των Αγγέλων έχουν αναβαθμιστεί και άλλα πολλά.
Στον ήχο επίσης, θα γίνει πάρα πολύ καλή δουλειά.
Μόλις τα ετοιμάσουμε αυτά, θα προσεγγίσουμε το θέμα της εμπορική διανομής, ώστε να καταφέρει να βγει στις αίθουσες, ελπίζοντας πως θα έχουν ηρεμήσει κάπως τα θέματα με τον κορονοϊό.
Είστε προετοιμασμένος για μία παρόμοια αντίδραση κριτικών και κοινού μετά την κυκλοφορία της ταινίας;
Στο θέμα της κριτικής είτε του κοινού είτε των επαγγελματιών του χώρου, δεν δίνω υπερβολική σημασία. Σε όποιον αρέσει η ταινία, θα την δει και σε όποιον δεν αρέσει, δεν θα την δει. Είναι τόσο απλό. Εμείς βέβαια, προσπαθούμε να κάνουμε όσο πιο καλή δουλειά μπορούμε, ώστε ο κόσμος να μείνει ευχαριστημένος, διότι με τόσα προβλήματα και άγχη που έχει η σημερινή εποχή μας, όταν κάποιος θέλει να δει μία ταινία, επιδιώκει να δει κάτι καλό που θα τον κάνει έστω για δύο ώρες, να ξεχάσει κάπως τα προβλήματα της καθημερινότητας και να μεταφερθεί σε μία ιστορία που θα έχει να του προσφέρει κάτι και να τον ευχαριστήσει.
Πώς κρίνετε τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο; Θεωρείτε ότι λείπουν ταινίες με πιο πατριωτικό και πνευματικό περιεχόμενο;
Ο σύγχρονος Ελληνικός κινηματογράφος δεν συγκρίνεται καν με τον Ευρωπαϊκό, Αμερικανικό και γενικά διεθνή κινηματογράφο. Και αυτό βέβαια είναι λογικό, ως ένα σημείο, από τη στιγμή που λείπουν τα κεφάλαια. Κυρίως στην Ελλάδα κυριαρχεί η κωμωδία και το δράμα. Η επιστημονική φαντασία, οι πολεμικές και πατριωτικές ταινίες, η πνευματικές και θρησκευτικές ταινίες και γενικά οι δύσκολες ταινίες, είναι πιο παραμελημένες. Προτιμώνται ίσως οι εύκολες.
Τον τελευταίο καιρό βέβαια, έχουν γίνει αρκετές καλές ταινίες, όπως το «Man of God», η «Σμύρνη μου Αγαπημένη» (που μπορεί να χαρακτηριστεί και πατριωτική), η σειρά με τον Άγιο Παΐσιο, η «Ευτυχία» και άλλες. Και παλιά υπήρχαν πολύ καλές ταινίες, απλώς είναι πιο σπάνιες, σε σχέση με το εξωτερικό. Υπάρχει και ο Βασίλης Τσικάρας που κάνει τις καθαρά πατριωτικές ταινίες για την περίοδο της Τουρκοκρατίας και όχι μόνο, αλλά έχει αφεθεί εντελώς μόνος, χωρίς καμία κρατική υποστήριξη.
Η ελπίδα μου όμως είναι πως αν έστω αυτές οι μεμονωμένες και ανεξάρτητες προσπάθειες, οργανώνονται όσο καλύτερα γίνεται ώστε να προκύπτει όμορφο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, τότε ίσως ενταχθούν και επιπλέον θεματολογίες στη γκάμα του Ελληνικού σινεμά. Αν το αποτέλεσμα είναι άρτιο, τότε αναγκαστικά θα ενσκήψουν και οι κρατικοί φορείς και θα τονωθεί και το ενδιαφέρον των Ελληνικών εταιρειών παραγωγής.
Έχετε ασχοληθεί με δημιουργία άλλων ταινιών και παρόμοιων γενικά εγχειρημάτων; Τι θα δούμε από εσάς στο μέλλον;
Έχω έξι σενάρια, έτοιμα, εκ των οποίων για τρία από αυτά γίνεται η αναζήτηση των απαραίτητων συνεργασιών.
Το ένα είναι «Η Βασίλισσα των Ουρανών» που αναφέρεται στη ζωή της Παναγίας από τη Σταύρωση και μετά. Πρόκειται για μία πολύ δύσκολη ταινία μεγάλου μήκους.
Μία άλλη είναι «Η Κραυγή από το Παρελθόν», ταινία μυστηρίου που αναφέρεται σε έναν Χρονοταξιδιώτη.
Είναι, επίσης, «Η Πτώση» που αναφέρεται στη Δημιουργία και στον Αδάμ και την Εύα.
Γενικά υπάρχουν αρκετές ιδέες και μακάρι να μας δίνει ο Θεός υγεία και φώτιση να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε και να προσφέρουμε χαρά αλλά και ωφέλεια στον θεατή.