Τέχνη και Ελληνοψυχία

Μέρος Α΄ - Λογοτεχνία
📷 PIXABAY

Όσοι επιθυμούμε να πάρουμε την πατρίδα μας την Ελλάδα πίσω και να προτάξουμε τον ελληνικό τρόπο τού ζην απέναντι στον οδοστρωτήρα τού μεταμοντέρνου κόσμου, οφείλουμε, εκτός των άλλων, να επικρατήσουμε στον τομέα της Τέχνης.

Εστιάζοντας στις δύο τέχνες με τις οποίες έχω κάποια τριβή, τη Λογοτεχνία και τη Μουσική, θα προσπαθήσω να δείξω με ποιον τρόπο θεωρώ ότι μπορούμε να κερδίσουμε αυτήν τη μάχη ή τουλάχιστον να δώσουμε έναν έντιμο αγώνα για εμάς αλλά και για τους γύρω μας, όσοι μοιράζονται με εμάς τα ίδια ιδανικά. Συγκεκριμένα, θα αναφερθώ στην πρόσληψη αλλά και την παραγωγή τέχνης ώστε η προσέγγιση να είναι όσο γίνεται πλήρης.

Το κείμενο θα χωριστεί σε τρία μέρη: το πρώτο θα αφορά στη μελέτη της Λογοτεχνίας, το δεύτερο στη μελέτη της Μουσικής και το τρίτο θα αφορά γενικότερα στην παραγωγή τέχνης καθώς ο τρόπος και η μεθοδολογία είναι κοινή για όλα τα είδη της.

Είναι λίαν ευτυχές το γεγονός ότι εμείς οι Έλληνες στον τομέα της Λογοτεχνίας διαθέτουμε πλούσια παράδοση η οποία μάλιστα χάνεται στο βάθος του χρόνου. Γι’ αυτόν τον λόγο η ανάλυση θα χωριστεί σε τρία μέρη: την Αρχαία Ελλάδα, τη Χριστιανική Γραμματεία μέχρι και την Πτώση της Κωνσταντινούπολης και τη Νεώτερη περίοδο ενώ, λόγω του τεράστιου πλούτου της ελληνικής παραγωγής, δεν θεώρησα αναγκαίο να αναφερθώ σε έργα ξενόγλωσσων συγγραφέων.

Η αφετηρία δεν θα μπορούσε να μην είναι από τα Ομηρικά Έπη, τα πρώτα σωζόμενα κείμενα της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας τα οποία για πολλούς αιώνες ήταν η βάση της παιδείας των Ελλήνων λόγω και της αισθητικής του αξίας αλλά και των υψηλών νοημάτων τα οποία περιέχουν. Φυσικά, είναι σημαντική η γνώση των μεγάλων τραγικών, των ποιητών, των ρητόρων αλλά και κειμένων όπως οι φιλοσοφικοί διάλογοι του Πλάτωνα οι οποίοι ουδόλως στερούνται λογοτεχνικότητας αν και όχι αμιγώς λογοτεχνικά κείμενα. Εδώ, να τονίσω ότι ένας πεπαιδευμένος άνθρωπος, και δη γραμματισμένος, ο οποίος θέλει να εντρυφήσει στα κείμενα των Αρχαίων, οφείλει να έχει λίγο έως πολύ επαφή με το πρωτότυπο κείμενο και να μην βασίζεται εξ ολοκλήρου σε μεταφράσεις.

Ένα μεγάλο προνόμιο ημών των Ελλήνων είναι ότι μπορούμε να έχουμε με όχι πολύ κοπιαστική μελέτη την ίδια γλωσσική εξοικείωση με κείμενα τα οποία γράφθηκαν ακόμα και προ Χριστού όπως έχουν επί παραδείγματι οι Άγγλοι με κείμενα της Μεσαιωνικής περιόδου. Η μελέτη των λογοτεχνικών κειμένων της Αρχαίας Ελλάδας είναι σημαντική διότι καταδεικνύεται η πολύ λεπτή αίσθηση της αισθητικής και της αρμονίας την οποία είχαν οι Έλληνες ήδη από την αρχαιότητα καθώς και η ικανότητά τους να συνθέτουν μεγάλα και μνημειώδη έργα με άρτια λογοτεχνικότητα.

Καθώς περνούμε στη Χριστιανική Γραμματεία αρχίζοντας από την περίοδο των Ευαγγελίων (1ος αι. μ.Χ.)  μέχρι και συμβατικά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε ότι ακόμα και κείμενα όπως αυτά της Αγίας Γραφής τα οποία σε πρώτη ματιά φαίνονται πεζά, εντούτοις κρύβουν μέσα τους όχι φτωχή λογοτεχνική επεξεργασία (Οι Πράξεις των Αποστόλων του Ευαγγελιστή Λουκά ή η Επιστολή Προς Εβραίους είναι τρανά παραδείγματα) και πέραν των θεόπνευστων νοημάτων τους, έχουν και μεγάλη αισθητική αξία. Φυσικά, υπάρχει η Υμνογραφία με τους κλασικούς εκπροσώπους της (Ρωμανός ο Μελωδός, Ιωάννης Δαμασκηνός, Κοσμάς Μελωδός, Κασσιανή Μοναχή κ.α.) η οποία ακόμα και σήμερα με την ψαλμώδησή της στις εκκλησίες έχει διατηρήσει την ενότητα λόγου και μουσικής όπως την εννοούσαν οι Αρχαίοι Έλληνες αλλά και οι σημαντικοί Εκκλησιαστικοί Ρήτορες (Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Σωφρόνιος Ιεροσολύμων, Μέγας Φώτιος κ.α.) όπως και οι Κοσμικοί Ρήτορες, Ποιητές και Επιστολογράφοι (ενδεικτικά: Νόννος, Λέων Στ΄, Κωνσταντίνος Ζ΄, Ιωάννης Τζέτζης, Μιχαήλ Ψελλός κ.α.)  οι οποίοι ακολουθούν τη λογοτεχνική παράδοση των Αρχαίων αναγεννημένη μέσα στα νάματα του Χριστιανισμού.

Η μελέτη των κειμένων της χριστιανικής παράδοσης είναι σαφώς καίρια καθ’ ότι εν πολλοίς αυτά τα κείμενα είναι ζωντανά μέσα στη λατρεία της Εκκλησίας και είναι σε θέση να διδάξουν αφ’ ενός μέσα από τα θεόπνευστα νοήματά τους αλλά και να εμπνεύσουν έναν επίδοξο ποιητή όπως επί παραδείγματι ο Οδυσσέας Ελύτης ενεπνεύσθη από τη Βυζαντινή Υμνογραφία το Ἄξιον Ἐστί.

Συνεχίζοντας με τη νεότερη περίοδο από την Άλωση της Πόλης και εξής, θα πρέπει να σταθούμε πρώτα φυσικά στη μεγάλη παράδοση του Δημοτικού Τραγουδιού το οποίο ύμνησε τα μεγάλα κατορθώματα του Ελληνικού Έθνους με τα Ιστορικά Τραγούδια αλλά και μίλησε με τις λεγόμενες Παραλογές για τις πιο σημαντικές στιγμές του ανθρώπινου βίου με λιτό και άμεσο τρόπο έχοντας ως όπλο τη γλώσσα του λαού.

Έπειτα, θα σταθούμε στους μεγάλους ελληνόψυχους ποιητές και πεζογράφους που ύμνησαν την Ελλάδα· κυρίως τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Βαλαωρίτη, τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Παπαδιαμάντη (αν και κυρίως πεζογράφος τον κατατάσσω στους ποιητές), τον Βιζυηνό, τον Μαβίλη, τον Ελύτη, τον Πεντζίκη. Ακόμα όμως και αυτοί οι οποίοι δεν είναι ελληνόψυχοι ή έχουν ασπασθεί αλλότριες ιδεολογίες όπως ο Μαρξισμός (Ρίτσος, Βάρναλης, Βρεττάκος) αξίζει να μελετηθούν για την καλλιτεχνική τους αξία και διότι έχουν αξιόλογες στιγμές όταν ξεφεύγουν από τις στείρες ιδεολογικές εμμονές τους.

Οι νεότεροι ποιητές σαφώς μπορούν να μιλήσουν αμεσότερα στη γλώσσα του σύγχρονου ανθρώπου και αν κάποιος επιλέξει τα καλύτερα από αυτούς, μπορεί να αποκτήσει μία άρτια αισθητική συγκρότηση έχοντας παράλληλα τη δυνατότητα να τους αντιληφθεί ως συνέχεια της μακραίωνης ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης όπως αυτή χάνεται στα βάθη των αιώνων.

Εν κατακλείδι, μπορούμε να πούμε ότι στον τομέα της Λογοτεχνίας είμαστε ένας εξαιρετικά προνομιούχος λαός καθώς διαθέτουμε εξαιρετικά πλούσιο υλικό τόσο σε ποσοτικό όσο και σε ποιοτικό επίπεδο. Αρκεί μόνο να βουτήξουμε στα βαθυγάλαζα νερά της παράδοσής μας και να ανασύρουμε όλα τα μαργαριτάρια τα οποία θα μας πλουτίσουν τόσο πνευματικά όσο και αισθητικά. Η γνώση και η μελέτη των καλύτερων κειμένων είναι, εκτός των άλλων, σημαντικό εργαλείο για όποιον επιθυμεί να παράγει δική του τέχνη και εν προκειμένω, καλὴ κἀγαθὴ τέχνη, δηλαδή ελληνόψυχη.

Περισσότερα απο

Πέτρος Γ.

Είμαστε

ΠΑΝΤΟΥ