Σκέψεις μιας συντηρητικής (και θυμωμένης) Αθηναίας

...με μουσική υπόκρουση μια θορυβώδη "σαλάτα" by Marina Satti & Co.

Κατ’ αρχάς, ας ξεκινήσω το κείμενο αυτό με μια διαπίστωση:

Διαπιστώνω ότι δεν έχω την παραμικρή ιδέα γιατί όλοι οι fans της Eurovision από τις άλλες χώρες έχουν τόσο διθυραμβικά λόγια γι’ αυτό το συνονθύλευμα κακών ήχων και στίχων που κάποιοι ονόμασαν τραγούδι. Και που κάποια στιγμή το Mάιο, θα το απολαύσουν στη σκηνή της διεξαγωγής του διαγωνισμού, κάπου στο Malmö της Σουηδίας.

Η κυρία Σάττι, σε μία «επιφοίτηση» του μυαλού της, (ή αν θέλετε, σε μία κρίση ειλικρίνειας, όπως θα έλεγαν οι πιο κακεντρεχείς), είπε πως πιστεύει ότι «η Ελλάδα είναι μία πλαστική καρέκλα κι ένας μισοτελειωμένος φραπές».

Λοιπόν, εγώ δεν παραξενεύομαι καθόλου που η κυρία Σάττι βλέπει τη χώρα της μαμάς της σαν μια πλαστική καρέκλα και σαν μισοτελειωμένο φραπέ.

Ελάχιστοι ΔΕΝ την βλέπουν έτσι.

Ελάχιστοι τη βλέπουν πια μέσα από τα μάτια του Ελύτη.

Ελάχιστοι έχουν το όνειρο να την δουν να… ξανασυντίθεται… ‘με μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι’.

Όλοι, ‘ό, τι αρπάξει ο πωπός μας’, και όπου φύγει – φύγει. Μακρυά. Επειδή τους πληγώνει. Το γιατί τους πληγώνει, είναι μία αρκετά ενδιαφέρουσα παράμετρος, με διαφορετικές αιτίες και αφορμές, που όμως καταλήγουν σε έναν κοινό παρονομαστή. Την αξιοκρατία.

Θα έρθω να συμφωνήσω απολύτως. Ποιά αξιοκρατία ακριβώς; Εκείνη που δίνει επιδόματα και συντάξεις σε τυφλούς που οδηγούν ταξί και σε ανάπηρους που ανεβαίνουν βουνά χωρίς βοήθεια; Εκείνη που βγάζει στην αγορά εργασίας ανθρώπους που πάνε στη δουλειά τους πολύ αργότερα από την ώρα προσέλευσης και φεύγουν πολύ νωρίτερα; Εκείνη που δίνει υπέρογκους μισθούς σε ανθρώπους που «τηλεργάζονται» μέσα από μια σπηλιά σε ένα βουνό;

Όμως… μέσα σε όλα υπάρχει και ένα «όμως»…

Αυτοί που διαμαρτύρονται για την αξιοκρατία και έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους, την άφησαν να τους φύγει από τα χέρια. Την άφησαν σε ανθρώπους που πραγματικά αμαύρωσαν την έννοια της λέξης. Σε ανθρώπους που ζουν για το βόλεμα και το ρουσφέτι. Και ψηφίζουν μόνο γι’ αυτό, και όποιον τους το τάξει.

Και η χώρα πάει από το κακό στο χειρότερο.

Λοιπόν; Έκαναν καλά που έφυγαν και μας άφησαν, χωρίς σκοπό να γυρίσουν πίσω;

Έκαναν αυτό που μπόρεσαν. Μέχρι εκεί. Δεν μπορούν παραπάνω. Το γιατί δεν μπορούν, μόνο αυτοί το ξέρουν.

Θα μου πείτε: «Μα δεν ξέρεις ότι η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της και ότι όσοι δουλεύουν, το κάνουν για 3 και 60;»

Αυτό ακριβώς θέλω να στηλιτεύσω με αυτά που σκέφτομαι και γράφω. Αν είχαν μείνει στην πατρίδα και είχαν πολλαπλασιαστεί, θα είχε πολλαπλασιαστεί και το άκρως ικανό ανθρώπινο δυναμικό που δεν θα κοίταγε πώς να δουλέψει λιγότερο για να πάρει περισσότερα χρήματα, δε θα υπήρχαν εργοδότες – καταπιεστές και οι μισθοί θα ήταν ανάλογοι του παραγόμενου έργου.

Με λίγα λόγια, έφυγαν και φεύγουν αυτοί που θα μπορούσαν στ’ αλήθεια να αλλάξουν τη χώρα προς το καλύτερο, και μένουν τα λαμόγια και οι μισΈλληνες…

Αναρωτιέμαι, υπάρχουν, άραγε, νεαροί Έλληνες και νεαρές Ελληνίδες  που μπορούν να οργώσουν τη γη; Κάποτε το νόμιζα, αλλά τώρα πια δεν το νομίζω.

Οι νεαροί Έλληνες και οι νεαρές Ελληνίδες, ακόμα και πριν την οικονομική κρίση του 2008 – 2009, άραζαν πάντα στις καφετέριες και τα μπαράκια, ενώ για δουλειά πάντα επέλεγαν διευθυντικές θέσεις. Θέσεις που να είναι χαλαρές και να μην χρειάζονται και παρουσία όλη την εβδομάδα.

Ας μην πιάσουμε και την ευκολία που δίνουν οι διάφορες ΧΧΧ πλατφόρμες που μοιράζουν άπλετο χρήμα σε όσους και όσες αρέσκονται να φωτογραφίζουν ή να βιντεοσκοπούν μέρη του κορμιού τους και διάφορες ιδιωτικές τους στιγμές. Κατά μόνας, ή με παρέα. Μικρή ή μεγάλη. Όταν λοιπόν σου προσφέρεται μια ευκολία, γιατί να μοχθήσεις για τα προς το ζην;

Σε άλλα νέα, το κέντρο της Αθήνας, έχει παραδοθεί στους αλλόφυλους. Γιατί οι «Ελληνάρες», προτίμησαν την αποκέντρωση και τη μετανάστευση αντί να διώξουν με τις κλωτσιές όλους αυτούς που τους πήραν με το ζόρι την περιοχή και τα σπίτια. Και γιατί όχι, και τις δουλειές.  

Αυτά βλέπει και ο νυν Δήμαρχος και θέλει να κάνει την περιοχή πίσω από το παλιό Δημαρχείο της Αθήνας China Town. Σ’ αυτόν τον άνθρωπο, δώσατε δύναμη με την αποχή σας από τις Δημοτικές Εκλογές πριν λίγο καιρό. Ενώ υπήρχαν επιλογές για να τιμωρηθεί ο προηγούμενος.

Τώρα, θα φάμε καλά όλοι μαζί.

Σε λίγο καιρό, θα παραδοθεί και όλη η Ελλάδα στους αλλόφυλους. Που μας βλέπουν ως «άπιστους». Και ξέρετε πολύ καλά τί κάνουν οι αλλόφυλοι στους «άπιστους».

Στ’ αλήθεια, διασκεδάζω με αυτούς που λένε ότι έφυγαν από την Αθήνα ή την Ελλάδα και γλύτωσαν. Γλύτωσαν το τομάρι τους. Το σπίτι τους όμως, το άσυλό τους, το γλύτωσαν; Τα κληροδοτήματα των προγόνων τους τα γλύτωσαν από τις λεηλασίες και τα πλιάτσικα των «φιλοξενουμένων»; Τη δουλειά τους την εξέλιξαν; Τις δυνατότητές τους τις εξέλιξαν; Ή περίμεναν να τους πέσουν χρήματα από τον ουρανό σαν το «μάννα», χωρίς να κάνουν τίποτα;

Λες κι εκεί που είναι τώρα, το μόνο που κάνουν είναι ηλιοθεραπεία, πίνοντας μοχίτο. Λες κι εκεί, δεν τους βγαίνει ο πάτος στη δουλειά. Δεν πρέπει εκεί να είναι νομότυποι και νομοταγείς οι Ελληνάρες που εδώ κοιμούνται και ξυπνούν ψάχνοντας κάθε είδους παραθυράκια του νόμου για να συνεχίσουν τη λούφα;

Λες κι εκεί δεν κινδυνεύουν από «εμπλουτισμό». Στην πραγματικότητα, στο εξωτερικό, τα κρούσματα είναι πολύ περισσότερα. Και σε λίγο καιρό, θα γεμίσει και το πιο έρημο χωριό.

Το μόνο καλό με το εξωτερικό είναι ότι εκεί, όσοι έχουν χτίσει σπίτια κι έχουν κάνει νοικοκυριά από το μηδέν, θα αναγκαστούν να τα προστατέψουν και να διώξουν τους εισβολείς. Πράγμα που εδώ δεν ήταν διατεθειμένοι να κάνουν ποτέ. Και γι’ αυτό και έφυγαν.

Θα τους έβγαζα το καπέλο αν είχαν βρει τρόπο να μηδενίσουν τους όποιους κινδύνους…

Αλλά, όλα κι όλα…

«Ελληνάρες» μόνο στο χαρακτηρισμό. «Πατριώτες» μόνο κατ’ ευφημισμόν.

Δε θα βγάλουν και το φίδι από την τρύπα. Τους έδιωξε η Κυβέρνηση που δεν ψήφισαν. Ή η Κυβέρνηση που δεν τους έβαλε στο Δημόσιο.Για να πληρώνονται αδρά, ιδανικά χωρίς καν να εμφανίζονται στην εργασία τους.

Ας βγάλει λοιπόν το φίδι από την τρύπα ο επόμενος. Το επόμενο «θύμα». Αυτούς, μην τους ενοχλείτε. Πιο εύκολο τους είναι να στέλνουν τις ευχές τους για την Ελλάδα από μακρυά. «Στείλε, παππούλη, την ευχή μου», που λένε. Αυτό μόνο.

Αυτοί θα γίνουν πολίτες του κόσμου. Μέχρι να ξεχάσουν τα Ελληνικά, και να τραυλίζουν. Να μην μπορούν να μιλήσουν και να συντάξουν μία σωστή πρόταση.

Σε 10 – 15 χρόνια, δε θα υπάρχει Έλληνας πια. Δε θα υπάρχει Ελλάδα πια…

Κι αυτό γιατί δε θα υπάρχει κανείς για να πάρει πίσω αυτά που πανεύκολα παρέδωσαν οι προηγούμενοι φεύγοντας.

Η Ελιά θα μαραζώσει.Το Αμπέλι δε θα καρπίσει.Το Καράβι θα σκεβρώσει και θα… ‘παροπλιστεί’.

Όλα θα γίνουν μια ανάμνηση παλιά, κίτρινο γράμμα στο συρτάρι… Και το επιτρέπετε εσείς.

Γιατί έχετε λοιπόν πρόβλημα με την κυρία Σάττι; Η κυρία Σάττι είναι μισή Σουδανή. Η κυρία Σάττι σήμερα είναι εδώ, αύριο δε θα είναι. Η κυρία Σάττι τα αρπάζει από τα κορόιδα. Η κυρία Σάττι έχει βρει το νόημα της ζωής. Έχει κάθε δικαίωμα λοιπόν να βλέπει την Ελλάδα στα χειρότερα της και να τα αναδεικνύει κιόλας, μέσα από το ανεκδιήγητο βιντεοκλίπ που πρωταγωνίστησε, και που προβλήθηκε – κυριολεκτικά- σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Αυτήν την Ελλάδα είδαν οι ξένοι, γι’ αυτήν ζητωκραυγάζουν. Γι’ αυτήν την Ελλάδα που εμείς ντρεπόμαστε, αλλά ελάχιστοι κοπιάζουν για να την βελτιώσουν. Σίγουρα όμως, όχι αυτοί που ψηφίζετε. Και όχι αυτοί που ανέχεστε με την αποχή σας.

Κι εσείς, αυτά βλέπετε. Την πλαστική καρέκλα, τον μισοτελειωμένο φραπέ, τα παντιλίκια με τα αυτοκίνητα, τους ναργιλέδες, τα φαλάφελ, το ρυπαρό πρόσωπο της Αθήνας που – προς το παρόν  – βρίσκεται μόνο στο κέντρο . Από αυτά προσπαθείτε να ξεφύγετε. Ενώ θα έπρεπε να θέλετε να τα φτιάξετε. Να τα αλλάξετε προς το καλύτερο. Ξεκινώντας από το να προφυλάττετε τα σπίτια σας, τις περιουσίες σας, την οικογένειά σας και τα παιδιά σας . Τα βιολογικά, τα εξ’ αγχιστείας, ή τα πνευματικά παιδιά σας.

Να γαλουχείτε αυτά τα παιδιά σας με την προσευχή. Με την ευγένεια. Με την κατανόηση. Με το να θέλουν να δουλέψουν σκληρά και να δημιουργήσουν.

Τελικά, δεν ξέρω ποιοί είναι περισσότερο ανθέλληνες: Αυτοί που εκστασιάζονται βλέποντας μια ετοιμόρροπη χώρα, και που την σπρώχνουν σε αδιέξοδο ώστε να σβήσει εντελώς από το χάρτη, ή αυτοί που κοιτάνε μόνο την πάρτη τους και με την πρώτη ευκαιρία αφήνουν τις περιουσίες τους βορά στον όποιον βάρβαρο, αναζητώντας την τύχη τους όπου αλλού, χωρίς να γκρινιάζουν για αυστηρότητα των νόμων ή για «χαμαλίκια».