Γράφει η Χριστίνα Κ.,
Παρακολουθώντας τον τελευταίο χρόνο τον αυτοεξευτελισμό τόσων επιστημόνων για το ζήτημα του κορωνοϊού είχα εκφράσει σε συζήτηση με φίλους το φόβο ότι ήταν θέμα χρόνου η ακαταλληλότητα του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας να προκαλέσει την κατάρρευση και των τελευταίων θεσμών που κάπως εμπιστευόταν ακόμη ο Έλληνας πολίτης. Η ύπαρξη μιας άρρωστης προσωπικότητας στο τιμόνι της κεντρικής εξουσίας ήταν απλώς ο καταλύτης που απαιτείτο για να λάμψει η εγχώρια φαυλότητα σε όλο της το μεγαλείο.
Και ενώ για τους εκπροσώπους πολλών θεσμών μπορεί το κοινό αίσθημα να βρει διάφορες δικαιολογίες – οι γιατροί είναι υποχόνδριοι, οι κληρικοί οφείλουν να είναι ειρηνοποιοί, οι δικαστές κρίνουν με βάση νόμους που άλλοι έχουν ψηφίσει – στην κρίση του για την αστυνομία ο πολίτης συχνά θα εξαντλήσει όλη του την αυστηρότητα. Κάθε ανάρμοστη (ή και κατάπτυστη) συμπεριφορά αστυνομικού συνεπάγεται το αυτόματο τσουβάλιασμα όλου του κλάδου στην κατηγορία «γουρούνια-δολοφόνοι» (εκτός φυσικά από τον ένα, κατά μέσο όρο, αστυνομικό που γνωρίζει προσωπικά κάθε Έλληνας και που μετά βεβαιότητας θεωρεί τη μοναδική εξαίρεση στον κανόνα). Φυσικά, τέτοιοι αφορισμοί είναι παράλογοι σε μια εποχή που οι εισακτέοι στις αστυνομικές σχολές επιλέγονται μέσω πανελληνίων εξετάσεων και οι περισσότεροι νέοι επιλέγουν το συγκεκριμένο επάγγελμα επειδή προσφέρει μόνιμη εξασφάλιση. Ό,τι, όμως, δεν μπορεί να ερμηνεύσει η λογική το ερμηνεύει η ψυχολογία.
Μια αισιόδοξη, λοιπόν, ερμηνεία του φαινομένου έχει να κάνει με την προσβολή στο αρχέτυπο του ήρωα που οι αστυνομικοί εκπροσωπούν. Με την εξαίρεση των λίγων σαλεμένων (ή πληρωμένων;) φεμινιστριών, οι Έλληνες δεν έχουν πρόβλημα με την πατριαρχία – ακριβώς επειδή πιστεύουν στην αξία της την επικρίνουν τόσο σκληρά όταν δεν ανταποκρίνεται στις υψηλές τους προσδοκίες, με τις πράξεις ή την απραξία της. Στο ποσοστό που ισχύει αυτή η ερμηνεία, τα αντανακλαστικά των πολιτών είναι υγιή και μια συνετή αστυνομία θα τα λάμβανε ως προτροπή για βελτίωση, αν όχι συγκαλυμμένη φιλοφρόνηση.
Παρακολουθώντας τον τελευταίο χρόνο τον αυτοεξευτελισμό τόσων επιστημόνων για το ζήτημα του κορωνοϊού είχα εκφράσει σε συζήτηση με φίλους το φόβο ότι ήταν θέμα χρόνου η ακαταλληλότητα του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας να προκαλέσει την κατάρρευση και των τελευταίων θεσμών που κάπως εμπιστευόταν ακόμη ο Έλληνας πολίτης. Η ύπαρξη μιας άρρωστης προσωπικότητας στο τιμόνι της κεντρικής εξουσίας ήταν απλώς ο καταλύτης που απαιτείτο για να λάμψει η εγχώρια φαυλότητα σε όλο της το μεγαλείο.
Και ενώ για τους εκπροσώπους πολλών θεσμών μπορεί το κοινό αίσθημα να βρει διάφορες δικαιολογίες – οι γιατροί είναι υποχόνδριοι, οι κληρικοί οφείλουν να είναι ειρηνοποιοί, οι δικαστές κρίνουν με βάση νόμους που άλλοι έχουν ψηφίσει – στην κρίση του για την αστυνομία ο πολίτης συχνά θα εξαντλήσει όλη του την αυστηρότητα. Κάθε ανάρμοστη (ή και κατάπτυστη) συμπεριφορά αστυνομικού συνεπάγεται το αυτόματο τσουβάλιασμα όλου του κλάδου στην κατηγορία «γουρούνια-δολοφόνοι» (εκτός φυσικά από τον ένα, κατά μέσο όρο, αστυνομικό που γνωρίζει προσωπικά κάθε Έλληνας και που μετά βεβαιότητας θεωρεί τη μοναδική εξαίρεση στον κανόνα). Φυσικά, τέτοιοι αφορισμοί είναι παράλογοι σε μια εποχή που οι εισακτέοι στις αστυνομικές σχολές επιλέγονται μέσω πανελληνίων εξετάσεων και οι περισσότεροι νέοι επιλέγουν το συγκεκριμένο επάγγελμα επειδή προσφέρει μόνιμη εξασφάλιση. Ό,τι, όμως, δεν μπορεί να ερμηνεύσει η λογική το ερμηνεύει η ψυχολογία.
Μια αισιόδοξη, λοιπόν, ερμηνεία του φαινομένου έχει να κάνει με την προσβολή στο αρχέτυπο του ήρωα που οι αστυνομικοί εκπροσωπούν. Με την εξαίρεση των λίγων σαλεμένων (ή πληρωμένων;) φεμινιστριών, οι Έλληνες δεν έχουν πρόβλημα με την πατριαρχία – ακριβώς επειδή πιστεύουν στην αξία της την επικρίνουν τόσο σκληρά όταν δεν ανταποκρίνεται στις υψηλές τους προσδοκίες, με τις πράξεις ή την απραξία της. Στο ποσοστό που ισχύει αυτή η ερμηνεία, τα αντανακλαστικά των πολιτών είναι υγιή και μια συνετή αστυνομία θα τα λάμβανε ως προτροπή για βελτίωση, αν όχι συγκαλυμμένη φιλοφρόνηση.
Η απαισιόδοξη ερμηνεία, από την άλλη, είναι ότι τα λάθη του παρελθόντος παραμόρφωσαν μόνιμα για το λαό μας το ιδεώδες του ήρωα που τιμωρεί το κακό, προστατεύει τον αθώο και επιβάλλει την τάξη. Γιατί μπορεί συνολικά οι Έλληνες να απέχουν πολύ από αντιλήψεις του τύπου «defund the police» (κοινώς «πονάει δόντι, κόβει κεφάλι») αλλά όταν ακούς πενηντάχρονους ανθρώπους να δηλώνουν ότι θεωρούν ρουφανιά το να δώσουν τον αριθμό κυκλοφορίας του οχήματος διαφυγής ενός διαρρήκτη στην αστυνομία, καταλαβαίνεις ότι η χούντα έκανε μεγάλη, πολύ μεγάλη ζημιά στο brand της τάξης και της ασφάλειας, ζημιά η οποία άνοιξε το δρόμο για την ανομία που ζούμε σήμερα. Δε θέλω καν να ερευνήσω το ακόμα πιο δυσοίωνο σενάριο, μετά από 400 χρόνια υποταγής σε μια ξένη κεντρική εξουσία που επιχειρούσε σε μόνιμη βάση τη βίαιη εξόντωσή μας, η αντίδραση να έχει πια περάσει στο ελληνικό γονιδίωμα…
Όπως και να έχει το πράγμα, έχουμε φτάσει πλέον, πρώτον, στην ξεδιαντροπιά να κατηγορούν την αστυνομία για τυφλή βία οι άνθρωποι που έχουν αναγάγει την τυφλή βία σε αυταξία και κουλτούρα, δεύτερον, στη γελοιότητα να εγκαλούν τους ένστολους για την υπακοή τους σε παράλογες εντολές πολίτες οι οποίοι ένα χρόνο τώρα έχουν υποταχθεί αμαχητί σε πρωτοφανείς παραλογισμούς της διοίκησης, και, τρίτον, στην ανεύθυνη άρνηση εκ μέρους της αστυνομίας (και μέρους των πολιτών του δεξιού χώρου)ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τη συγκεκριμένη υπηρεσία. Εύκολες δικαιολογίες περί πειθαρχίας του πολίτη στα όργανα του νόμου, ελλιπούς εκπαίδευσης των αστυνομικών, ψυχικής έντασης στις στιγμές της συναναστροφής με μεγάλα πλήθη, ή ακόμα και το απίθανο «σε άλλες χώρες οι αστυνομικοί σε πυροβολούν με το παραμικρό» δε θα νομιμοποιήσουν ποτέ τυχόν βάναυσες συμπεριφορές της ΕΛ.ΑΣ. απέναντι σε άοπλους πολίτες, παρά μόνο στο μυαλό θαυμαστών της Άγριας Δύσης. Ίσως, λοιπόν, θα πρέπει επιτέλους οι ένστολοι αδερφοί μας κάθε βαθμίδας να αναρωτηθούν σοβαρά πέραν ποιου σημείου η υπακοή τους σε δικά τους βίαια ένστικτα ή άνωθεν εντολές που στρέφονται κατά της κοινωνίας αποτελεί πλέον ευθεία επίθεση κατά του πολίτη τον οποίο υποτίθεται υπηρετούν (και ο οποίος πληρώνει το μισθό τους)και, κυρίως, ποιες θα είναι σε βάθος χρόνου οι συνέπειες της ανεπαρκούς ή εμπαθούς στάσης τους για το μέλλον της χώρας.