Ένας ξένος ρωτάει στο Quora, γιατί οι ελληνικές πόλεις είναι τόσο άσχημες. Η απάντηση είναι συνθέτη αν και μονολεκτικά θα μπορούσε να αποδοθεί στην πολιτική παρακμή μας.
Δυστυχώς, οι περισσότεροι συμπολίτες μας, βλέποντας μια παλαιά μονοκατοικία να γκρεμίζεται, προσπερνούν τα ερείπια χωρίς κάποια σκέψη, ή εναλλακτικά παρατηρούν το κτίσμα που θα ανεγερθεί στην θέση της με κάποιον θαυμασμό προς την μοντέρνα γραμμή του ή προς τις ανέσεις που υπόσχεται, ενώ σε κάποιες (λίγες μάλλον) περιπτώσεις εμφανίζουν έναν ρομαντισμό που εκδηλώνεται με νοσταλγία για το οίκημα που μόλις κατεδαφίστηκε.
Αυτή η τελευταία εκδήλωση επί τη βάση της είναι μία φυσική αντίδραση, διότι βασίζεται στο συναίσθημα (δηλαδή θυμικό και ένστικτο), και έρχεται σε αντιδιαστολή με την λογική αντίδραση του θαυμασμού προς το νέο, που συγκεντρώνει τεχνολογικές καινοτομίες και σχεδιαστική ευρηματικότητα, και άρα είναι αποτέλεσμα λογικής.
Κι ενώ όλα δείχνουν πως η λογική κερδίζει στην αντίθεση αυτή νέου με παλιό, εν τούτοις τα πράγματα δεν είναι έτσι. Διότι ένα παλιό σπίτι, όπως το εικονιζόμενο στην φωτογραφία που προσφάτως κατεδαφίστηκε, είναι πρακτικά αθάνατο, αν το επιλέξει ο ιδιοκτήτης του, ενώ και όλες οι νέες καινοτομίες (από μονώσεις, δομημένες καλωδιώσεις, αυτοματισμούς κλπ), μπορούν να ενσωματωθούν επ’ αυτού. Εκτός αυτού, τα νέα υλικά δόμησης (τσιμέντο, αλουμινένια κουφώματα), έχουν πεπερασμένη διάρκεια ζωής η οποία όταν έλθει στο τέλος της, δεν ανανεώνονται ως κτίσματα και υλικά, αλλά χρήζουν ολικής αντικατάστασης.
Έτσι, εκεί που στέκει ένα σπίτι ηλικίας 80-100-200 ετών με δυνατότητα να μείνει πρακτικά για 1.000+ χρόνια στη θέση του, αυτό αντικαθίσταται από μια πολυιδιόκτητη οικοδομή η οποία μπορεί και υλοποιείται (οικονομικώς) χάρη στην υπεραξία που προκύπτει από την δημιουργία μιας πολυκατοικίας (πολλαπλές ιδιοκτησίες, περισσότερα οικήσιμα τετραγωνικά, μεγάλο κέρδος) αλλά είναι ένα θνησιγενές οίκημα το οποίο όταν φτάσει στο τέλος της ζωής του η αξία του έχει εκμηδενισθεί, είναι μη κατοικήσιμο και κατά πλειοψηφία των περιπτώσεων καταλλήγει ακατοίκητο, έρημο και ερειπιώδες.
Εκτός αυτού, το μοντέρνο δεν είναι πάντα και καλαίσθητο, ενώ είναι και έρμαιο της γραμμής της κάθε εποχής. Γηράσκει πολύ γρηγορότερα από τις κλασσικές κατασκευές ενώ σε ευρεία κλίμακα (πόλη ή προάστιο) η πολυτυπία της αρχιτεκτονικής έχει αποτέλεσμα την ασύνεκτη, αλλοπρόσαλλη εικόνα και την πρόωρη γήρανση ολόκληρου του αστικού τοπίου.
Έχει δε αποτέλεσμα την αντικατάσταση ολόκληρων άστεων ή προαστίων που διατηρούσαν μια αρχοντική, υψηλού επιπέδου αρχιτεκτονική με νέα μεν αλλά παροδικά πολεοδομικά σύνολα, πολύ φτωχής, εφήμερης και αδιάφορης αισθητικής και σημασίας, τα οποία θα ερημοποιηθούν μεσοπρόθεσμα (50-70 έτη) ή θα είναι αμφιβόλου στατικότητος μετά τα 100 έτη τους.
Εκδήλωση του Πολιτισμού και γενεσιουργός του έννοια είναι η ίδια η πόλις, και από τις πόλεις και το βιοτικό τους επίπεδο μαρτυρείται το έλλειμμα ή πλεόνασμα του πολιτισμού ενός λαού (Έθνους) που κατοικεί εντός τους.
Είναι δεδομένο όμως πως το βιοτικό επίπεδο γνωρίζει καθοδική πορεία όσο αυξάνεται ο πληθυσμός μιας περιοχής χωρίς αυτή να αναβαθμίζει αναλόγως τις υποδομές της (συγκοινωνίες, οδικό δίκτυο, χώροι πρασίνου, αθλήσεως και αναψυχής), ενώ από ένα επίπεδο και πέρα, ο πληθυσμιακός κορεσμός είναι τέτοιος που η υποδομή δεν μπορεί να ακολουθήσει δεδομένων των εγγενών εμποδίων και δυσκολιών της περιοχής.
Και εδώ ερχόμαστε στο κυρίως θέμα που έχει να κάνει με την γενεσιουργό αιτία της παρακμής μας. Είναι υποχρέωση της Πολιτείας να δημιουργήσει πρωτίστως το πλέγμα των υποδομών και ύστερα να ακολουθήσει η ιδιωτική πρωτοβουλία της οικοδόμησης της περιοχής. Στην δική μας περίπτωση, επί 70 χρόνια (αρχής γενομένης από την περιώνυμη “ανάπτυξη” που έφερε η αντιπαροχή, από των πρώτη περίοδο Καραμανλή), η “αναπτυξη” πάτησε και κατέστρεψε την παλαιά πόλη, εκμεταλλευόμενη τις υπάρχουσες υποδομές, και συμπληρώνοντας όπου ήταν απολύτως απαραίτητο, καταστρέφοντας κλασσικές κατοικίες υψηλού επιπέδου οι οποίες έδιναν μια συγκεκριμένη αρχιτεκτονική ταυτότητα ως τότε στην περιοχή.
Αν κάποιος διερωτηθεί τι είναι η αρχιτεκτονική ταυτότητα, η σχεδόν μονολεκτική μου απάντηση είναι “η Πλάκα”, “τα Αναφιώτικα”, “το Πηλιορείτικο οικιστικό τοπίο”, η “Άνω Σύρα”, “τα Μυκονιάτικα”, “τα Υδραίικα αρχοντικά” και αν θέλετε να πάμε παρά έξω και ιστορικότερα, “η Πράγα”, “η Φλωρεντία”, “το Μπεργκεν”, “το Γκρατς” κλπ… Αυτά είναι που κάνουν ελκυστική κάθε πόλη, και βιώσιμο το κέντρο της.
Απέναντι σε αυτά τα αρχιτεκτονικά τοπία, αφού είχε υποστεί την τεσσάρων αιώνων λαίλαπα της τουρκοκρατίας η Αθήνα δεν είχε τόσο παλαιά αρχιτεκτονική κληρονομιά, είχε όμως να αντιπαρατάξει το νεοκλασσικό και το πρώιμο μοντερνιστικό τοπίο της, προ του 1940 έως και το 1950-60, το οποίο είχε μια συναφή ομοιογένεια και αρτιότητα με το περιβάλλον, ενώ και η πληθυσμιακή πυκνότητά της ήταν ανάλογη των υποδομών της, ως τότε. Αντίστοιχα και η Θεσσαλονίκη μετά και την καταστροφική πυρκαγιά του 1917, ανοικοδομήθηκε εξ ίσου καλά, με κτίσματα που ποικίλουν από εκλεκτικισμό, νεοκλασσικισμό έως μοντερνισμό.
Κι εδώ έρχεται η πολιτική εξαπάτηση από τις ανέμπνευστες και προδοτικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις κατά του ελληνικού λαού, οι οποίες ονόμασαν “ανάπτυξη” (και πράγματι μόνο στους αριθμούς και μόνο προσωρινά ήταν ανάπτυξη), την μετατροπή ενός ήπια και καλαίσθητα δομημένου, με ιδιαίτερη ιστορική σημασία τοπίου, σε μια τσιμεντένια θάλασσα ανομοιογενών μεταμοντερνων, άτεχνων κτισμάτων, χωρίς κανένα οργανωμένο σχέδιο αναβάθμισης υποδομών, αποκέντρωσης και δημιουργίας ποιοτικών προαστίων όπου εκεί θα μπορούσαν να δημιουργηθούν και συστάδες πολυώροφων κτιρίων στα πλαίσια των εργατικών προαστίων με ουρανοξύστες που απαντά κάνεις σε άλλες χώρες, στις οποίες τηρείται σχεδόν ευλαβικά το ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας ή κάποια εμβληματικά της προάστια και γύρω της προσαρτώνται νέα πυκνοκατοικημενα μεν αλλά με υψηλή συνδεσιμοτητα συγκοινωνιών (μέτρο, λεωφορεία, αυτοκινητόδρομοι).
Η ελλαδική πολιτική ηγεσία, ακόμα και σήμερα κερδοσκοπεί πολιτικά (και όχι μόνον), ασελγώντας πάνω στο αστικό τοπίο των δύο μεγαλύτερων πόλεων της Ελλάδος και ειδικά στην Αθήνα με τα πολλά ιστορικά της προάστια, όπως το Φάληρο, η Νέα Σμύρνη, η Κηφισιά, η Πεύκη, το Χαϊδάρι, η Φιλοθέη. Ο νόμος που ψήφισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη περί μη υποχρέωσης απόδοσης ΦΠΑ στην αγορά της οικοδομής για τους εργολάβους, έδωσε την ώθηση για το τελευταίο φονικό χτύπημα κατά των ελαχίστων εναπομειναντων μονοκατοικιών οι οποίες αγοράστηκαν μαζικά από εργολάβους με προοπτική την κατεδάφισή τους. Συνένοχες στο έγκλημα ΚΑΙ οι τοπικές αυτοδιοικήσεις με παράδειγμα την Νέα Σμύρνη που από το 1960 και τους 30.000 κατοίκους (με πλήρη οικοδόμηση της έκτασής της με αρχοντικές μονοκατοικίες), έφτασε το 2020 να έχει πάνω από 80.000 κατοίκους, στιβαγμενα αυτοκίνητα στα άλλοτε τεράστια πεζοδρόμια, κυκλοφοριακό έμφραγμα κλπ. Κι όμως, οι δημοτικές αρχές, αν και οφειλαν ως ελάχιστο φόρο τιμής προς την απωλεσθείσα ταυτότητα των προαστίων αυτών να κηρύξουν διατηρητέα τα τελευταία εναπομείναντα κτίσματα σώζοντας έστω κάποιες μνήμες, αντιθέτως παρείχαν και ευκολίες για τον αφανισμό των τελευταίων αυτών απομειναρίων.
Όταν ρωτάει ο ξένος λοιπόν γιατί είναι τόσο άσχημες οι ελληνικές πόλεις, χωρίς να μπω στην διαδικασία να εξηγήσω τι συμβαίνει σε μικρότερες κακοδομημένες επαρχιακές πόλεις, αρκεί μόνο να εξηγήσω το οικοδομικό έγκλημα που συνετελέσθη στα δύο μεγαλύτερα αστικά μας κέντρα.
- Διαγραφή Σαμαρά
- Θρίαμβος Τραμπ
- Οχι, δεν είναι ο Δένδιας υπεύθυνος για την μείωση κυριαρχίας στο Αιγαίο – Είναι όλοι τους
Και άλλωστε, ένα αντεθνικό, προδοτικό κράτος, τι περιμέναμε να πράξει διαφορετικά, πέραν του να θυσιάσει το μέλλον για τις εξυπηρετήσεις και τα ρουσφέτια του παρόντος…;