Είμαι στο Μοναστηράκι στον Μπαϊρακτάρη εκτάκτως, ακούω Λαστ Κρίστμας από Γουάμ γεμάτος συγκίνηση και νοσταλγία κι εξηγώ σε ένα κορίτσι απ’ το Κίεβο, σε ρώσικα που θα ζήλευε κι ο Ντοστογιέφσκι, την αρχαιοελληνική καταγωγή του γύρου.
Η ξανθογάλανη ομόδοξη κόρη με ακούει μαγνητισμένη κοιτώντας με τα αθώα σλαβικά της μάτια, εμένα, να ρητορεύω σαν τον αρχαίο Δημοσθένη και παράλληλα να ξεβρακώνω ένα πίτα γύρο καυτερό με δεξιοτεχνία και μαεστρία-αποστάλαγμα αιώνων προγονικής παράδοσης και δόξας.
Δοκιμάζει κι αυτή λίγο άτεχνα στην αρχή, πιο πετυχημένα κατόπιν και μετά τις πρώτες διερευνητικές δαγκωνίτσες, ξεσπάει σε άγριους αλαλαγμούς της Στέπας, τραβώντας τις χρυσές τις πλεξούδες και αυτοχαστουκιζόμενη, με αποτέλεσμα τα μάγουλα της να γίνουν περισσότερο κόκκινα απ ότι ήδη ήταν.
Ηρεμώ το αναστατωμένο θηλυκό και μετά την ελευσίνια εκστατική της εμπειρία την εισάγω γρήγορα στην ελληνορθόδοξη διδαχή για την αποφυγή παγανιστικών παρεκκλίσεων, ως νέος Φωτιστής των Σλάβων, τονίζοντας την αξία της νηστείας και εξηγώντας το κατ’ οικονομίαν μάθημα γύρου, που έλαβε χώρα υπό το ανέσπερο φως της Ακροπόλεως.
Όλες οι ηδονές του ανθρώπου ενδέχεται να τιμωρηθούν εν ημέρα Κρίσεως.Η μόνη που δεν θα τιμωρηθεί είναι η ανασκαφή σε παλαιοβιβλιοπωλείο και ο επινίκιος αλαλαγμός όταν ανακαλύπτεις ξεχασμένους θησαυρούς σε τιμές σοκ, απολαμβάνοντας παράλληλα το χειροκρότημα και τους ένθερμους ασπασμούς λόγιων κοριτσιώνε.Αίσθησις Παραδείσου…
Φαίδων Χριστοδουλάκης
Η κόρη με δάκρυα στα μάτια, μου υπόσχεται πως θα έρχεται μέχρι να γίνει γριούλα βάβα*, ιερό προσκύνημα πέριξ του ιερού Βράχου, δοκιμάζοντας τα αρχαιοπρεπή σουβλάκια όταν περίστασις συγχωρήσει κι εκτός νηστείας.
Αμήν.
ΠΟΛΙΤΙCΜΟC/ΦΩΤΙCΜΟC – ΟΜΟΔΟΞΩΝ/ΤΟΥΡΙCΜΟC
*βάβα (η) σε μερικές τοπικές διαλέκτους η γιαγιά, η βαβά.