Δυο είναι τα τηλεοπτικά must κάθε χρόνο τα τελευταία 30 χρόνια από τότε που δημιουργήθηκε η Ιδιωτική Τηλεόραση. Το αριστουργηματικό θρησκευτικό έπος Ιησούς από την Ναζαρέτ του Τζεφιρέλι που παίζεται ανελλιπώς κάθε Μ. Βδομάδα και ο Παπαφλέσσας που παίζεται κάθε 25η Μαρτίου.
Η ταινία-θρύλος η υπερπαραγωγή του Τζέημς Πάρις και της Finos Film για την Παλιγγενεσία του 1821 σε σκηνοθεσία Ερρίκου Ανδρέου, που απέκτησε μια cult ιερότητα με τα χρόνια και διαπαιδαγωγεί γενιές Ελλήνων ακόμα και σήμερα, ελλείψει άλλων παρόμοιων εθνεγερτικών ιστορικών υπερπαραγωγών, καθώς το Ελληνικό Σινεμά δυστυχώς παραδόθηκε στην αντεθνική νεομαρξιστική θολοκουλτούρα και μετά το 1974 ξεπεράστηκε και λόγω της νέας εποχής της Τηλεόρασης.
Βασικά ο Παπαφλέσσας είναι το κύκνειο άσμα ενός θνήσκοντος Ελληνικού Κινηματογράφου, που έπνεε τα λοίσθια και πιεζόταν από την νέα μόδα των τηλεοπτικών σίριαλ τύπου Άγνωστου Πολέμου, που τον επισκίασαν και τελικά τον εξαφάνισαν, εξ ου και η σύμπραξη Φίνος Φιλμ και Τζ. Πάρις που ήταν ανταγωνιστικές εταιρείες παραγωγής κάτι που είχε συμβεί και στο Χόλυγουντ όταν γιγαντώθηκε η Τηλεόραση το 1950.
Πέρα βέβαια από αυτά, ο Παπαφλέσσας δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ και χωρίς την έγκριση και ευλογία του στρατιωτικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου, που ευνόησε μην πω διέταξε την συμπαραγωγή Φίνου και Τζέημς Πάρις και παρείχε κάθε είδους διευκολύνσεις, από φαντάρους για κομπάρσους, ως φορολογική ατέλεια, αλλά και συμμετοχή στο budget της ταινίας που κόστισε περίπου 12. 000. 000 δραχμές ή 400.000 δολάρια (σε τιμές 1970 πάντα), μπορεί και περισσότερα, δηλαδή κοντά στα 2-3 εκατομμύρια ευρώ σε σημερινές τιμές, ποσό εξωφρενικό για Ελλάδα εποχής 1970, σε επίπεδα Χόλυγουντ, που δύσκολα θα έφερνε κέρδη στις εταιρείες, άρα ο Παπαφλέσσας μπορεί να χαρακτηριστεί και ως vanity project μεγαλεπήβολο έργο ματαιοδοξίας ελληνιστί, αλλά με την καλή έννοια.
Το καστ της ταινίας είναι ένα πολυπληθές all star cast της εποχής με δυο τεράστιους σταρ του Ελληνικού σινεμά, σε κεντρικούς ρόλους, τον επικό Δημήτρη Παπαμιχαήλ στον ομώνυμο ρόλο και τον επίσης σταρ της εποχής (αλλά και αριστερών πεποιθήσεων) Αλέκο Αλεξανδράκη στο δεύτερο ρόλο του σημαντικότατου προεστού και αγωνιστή του ’21 Κανέλλου Δεληγιάννη, ο οποίος έχει μια συγκλονιστική εισαγωγική σκηνή Πατριαρχικού /Εθνικού καθήκοντος και παρακαταθηκών, που συνοψίζει τα νάματα του υπόδουλου Γένους με τον όρκο αίματος των Δεληγιανναίων στο αίμα του πάτερα τους, που έσφαξαν αναίτια οι Τούρκοι, γέρο και άρρωστο και είναι ισάξιος παικταράς της υποκριτικής δίπλα στον Παπαμιχαήλ,. Μοιράζονται μια πολύ δυνατή σκηνή όπου μέσα σε 2-3 λεπτά έχουμε παρουσίαση Δεληγιάννη, συζήτηση με Παπαφλέσσα, ψυχογράφημα του ήρωα και εξιστόρηση των συνθηκών της Τουρκοκρατίας και την προετοιμασία του επικείμενου ξεσηκωμού, κάθε σκηνή μετράει και σε κρατάει.
Αν σκεφτούμε το υψηλό budget και την δομή της ταινίας με τους πολλούς χαρακτήρες, το καστ είναι απίστευτο, καθώς κάποιοι έπαιξαν ελάχιστα, όπως ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος που εμφανίζεται για λίγο στην αρχή ως Φιλικός Σκουφάς ή ο Σταύρος Ξενίδης ως ο εκνευριστικός Περραιβός, στο ρόλο του ΕΛΙΑΜΕΠ της εποχής καθώς και -σε μια μόνο σκηνή- ο Ηλίας Λογοθέτης ως ο Μητροπολίτης στην σκηνή της ψεύτικης βάπτισης για τα ματιά των Τούρκων στην σύναξη των προεστών. Αλλά και οι υπόλοιποι με περισσότερες σκηνές ανταπεξέρχονται εκπληκτικά, σε ρόλους με μεγάλη ιστορική βαρύτητα χωρίς να γίνονται γραφικοί, όπως ο Δημήτρης Ιωακειμίδης, ένας όχι τόσο διάσημος ηθοποιός -μόλις 31 ετών τότε που όμως δεν φαινόταν- ένας καρατερίστας που έπαιζε συνήθως ρόλους σκληρών κάτι σαν Σπύρος Καλογήρου των φτωχών, στον εμβληματικό αλλά δύσκολο απαιτητικότατο αλλά και πολύ ριψοκίνδυνο ρόλο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, που παραδίδει επίσης μια επική ερμηνεία και πάντα μου έδινε την εντύπωση ότι ήταν ίσως δεύτερη επιλογή, καθώς μικρός θεωρούσα λανθασμένα ότι δεν έμοιαζε και πολύ στον Κολοκοτρώνη, όπως τον είχα εξιδανικεύσει στο μυαλό μου, αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι, ήταν ιδανική επιλογή λόγω ύψους.
Έτσι ήταν ο Κολοκοτρώνης, βραχύσωμος γεροδεμένος και μαυρισμένος με αδρά χαρακτηριστικά σχεδόν άγρια, εξ ου και η προσθετική μύτη που έβαλαν στον Ιωακειμίδη (και που δυστυχώς είναι λιγάκι εμφανής στις νέες HD κόπιες) και μάλλον πήρε τον ρόλο και για λογούς budget, αλλά και καλλιτεχνικού εγωισμού, καθώς ο Κολοκοτρώνης είναι δεύτερος ρόλος και δύσκολα να δεχόντουσαν σταρ όπως ο Κατράκης να παίξουν, το έπαιξε βέβαια αργότερα τον ρόλο στην Δική των Δικαστών με Κούρκουλο. Ο Ιωακειμίδης πάντως ισορρόπησε μαεστρικά ανάμεσα στην επικότητα, στην εγγενή παλικάρια και στο μεγαλείο που θα έπρεπε να βγάζει ένας τέτοιος ρόλος, αυτής της μεγίστης προσωπικότητας, που ήταν και είναι το λαϊκό είδωλο του 1821 και ήταν φυσικά ο de facto Αρχιστράτηγος της Επανάστασης και δεν εξέπεσε στην εύκολη παγίδα της καρικατούρας όπως ισχυρίζονται οι πονεμένοι αριστερούληδες edgelords βγάζει μια ρωμαλέα φυσικότητα στο ρόλο ειδικά όταν λέει το περίφημο «Υπόγραφε ο Θεός ένα ομόλογο την Ελευθερία της Ελλάδος κι ο Θεός δεν παίρνει την υπογραφή του πίσω». Μάλλον οι haters τον μπερδεύουν με τους Τούρκους της ταινίας που είναι εσκεμμένα καρικατούρες, καθώς αναγκαστικά έπρεπε να παίξει μια μανιέρα που θα έβγαζε στο κοινό την εικόνα του Κολοκοτρώνη, όπως αυτή πέρασε στην μαζική κουλτούρα και συλλογική συνείδηση επί 150 χρόνια (τότε). Ο αυθεντικοί λόγοι εμψύχωσης των τρομαγμένων από τον επελαύνοντα στρατό του Δράμαλη, λίγο πριν αλλά και κατά την διάρκεια της μάχης στα Δερβενάκια, συγκινούν ακόμα και σήμερα και είναι από τις κορυφαίες στιγμές της ταινίας, είναι ισάξιες του λογού του William Wallace στο Braveheart και σεναριακά και σκηνοθετικά και μιλάμε 24 χρόνια πριν το Braveheart.
Όπως και όλες οι σκηνές του Κολοκοτρώνη είναι σχεδόν παρμένες απευθείας από την Ιστορία, από την πρώτη σκηνή της προσευχής στην Παναγιά και το συγκινητικό και εμβληματικό face off με Πετρόμπεη, σαν σε γουέστερν και ενώ ξέρεις από την Ιστορία ότι θα τα βρουν υπάρχει μια ατμόσφαιρα έντασης αβεβαιότητας και σύγκρουσης που είναι σεναριακή και σκηνοθετική ντρίπλα (bait) και συνοψίζει την κόντρα αλλά και αλληλοεκτίμηση Κλεφτών-Αρματολών, αλλά και ότι τίποτα δεν ήταν σίγουρο ακόμα και μεταξύ Ελλήνων 25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821 η ημέρα που όρισε ο θεός !
Ο Παπαμιχαήλ κουβαλάει κυριολεκτικά την ταινία ως Παπαφλέσσας και δίνει μια επική ερμηνεία με οβιδιακές μεταμορφώσεις, σε επίπεδα μοντέρνου Hollywood, Αρχαίας Τραγωδίας και κλασικού θεατρικού ρεπερτορίου, στα οποία διέπρεπε ο Παπαμιχαήλ και με ελάχιστο overacting -που δικαιολογείται λόγω εποχής αλλά και θεματικής- απέδειξε ότι δεν ήταν μόνο για εμπορικότατες χαζοχαρούμενες φαρσοκωμωδίες με την Βουγιουκλάκη, κάτι που τον στιγμάτισε δυστυχώς ως ηθοποιό και δίνει τροφή στους haters της ταινίας, πάλι καλά δηλαδή που δεν έπαιξε και η ίδια η Βουγιουκλάκη τον ρόλο της Κάτιας Δανδουλάκη, όπως ήθελαν οι φήμες της εποχής. Μάλλον φοβήθηκαν το θηριώδες star status της, τον “Βουγιουκλακισμό” της Εθνικής μας Σταρ που επισκίαζε τα πάντα σαν κινηματογραφικός Godzilla της ελληνικής pop κουλτούρας. Μάλλον καλά έκαναν, αν και η Δανδουλάκη ως Κατερίνα παίζει λίγο παρωχημένα λίγο κλασικά, σαν να παίζει την Αστέρω ή την Γκόλφω και ίσως ήταν η προφανής επιλογή σκηνοθέτη και η κατευθυντήριος του σεναρίου, αν και στους Σουλιώτες παίζει με τον ίδιο τρόπο.
Θεωρώ το ρόλο της Κατερίνας ένα από τα στοιχειά της ταινίας που καθυστερεί λιγάκι το ρυθμό, αν και η Κατερίνα κάνει εξιστόρηση κάποιων off camera γεγονότων της Επανάστασης ,σε μια φάση και υπάρχει ώστε να έχουμε ένα άτυπο αλλά και απαραίτητο love story, ώστε να πλησιάσει η ταινία και το γυναικείο κοινό, που δυσκολεύεται να ταυτιστεί με αυτού του είδους τις ταινίες, όπως είναι και η υποπλοκή με την τουρκεμένη Ζαίρα και τον Έλληνα μαντατοφόρο Δημητρό στο στρατόπεδο του Δράμαλη. Ίσως έπρεπε να έχει κανονική σχέση με Παπαφλέσσα και να δολοφονηθεί πολύ πιο νωρίς η Κατερίνα, κάτι σαν την Murron στο Braveheart, για δυνατότερο δραματουργικό αποτέλεσμα και αν κρίνω από τα κίτρινα κουτσομπολιά της εποχής, που έλεγαν ότι ο Παπαμιχαήλ τα είχε με την Δανδουλάκη και κεράτωνε την Βουγιουκλάκη το love story της ταινίας πέτυχε. Βέβαια η ταινία δεν έχει ούτε ένα φιλί, δείγμα της συντηρητικής σεμνοτυφίας της εποχής και σε αυτό ψέγω την Χούντα, έπρεπε να υπάρχει μια ερωτική σκηνή, έστω ένα κανονικό φιλί στην αρχή, στα όρια πάντα της εποχής, θα ενίσχυε την ταινία, αλλά μάλλον φοβήθηκαν αντιδράσεις της Εκκλησίας, καθώς ο Παπαφλέσσας ήταν Αρχιμανδρίτης, δηλαδή άγαμος ιεράρχης και η πλάκα είναι ότι στην πραγματικότητα ο Παπαφλέσσας θεωρείτο αλανιάρης με το Ωραίο Φύλο, είχε προσωπικό χαρέμι σαν γνήσιος alpha male και δεν έδινε και μεγάλη σημασία στους τύπους της Εκκλησίας και την κοινωνική κατακραυγή. Έτσι το μόνο φιλί που βλέπουμε είναι όταν την νεκροφιλά σχεδόν στον αέρα σχεδόν πατρικά, όταν ξεψυχά πυροβολημένη μπαμπέσικα από στρατιώτες του Ιμπραήμ, λίγο πριν την καταδικασμένη μάχη στο Μανιάκι. Πρόκειται δηλαδή για έναν καταδικασμένο έρωτα σαιξπηρικού τύπου καταδικασμένος εξαιτίας των αναπόδραστων ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών.
Η ταινία είναι ελληνική της δεκαετίας του 1970 έχει και κάτι από Bollywood, χωρίς να είναι κακό αυτό ίσως έγινε για λογούς δραματουργίας και δεν με χαλάει και τόσο. Αλλά και πάλι κρατιέται και αποφεύγει τις cringe υπερβολές και τα αφόρητα μελό συνολικά, κάτι που πιστεύω είναι επίτευγμα του σκηνοθέτη Ερρίκου Ανδρέου, όπως αποδεικνύουν κι οι άλλες του ταινίες με Τζέημς Πάρις, που είναι από τις πιο σοβαρές και εύστοχες χωρίς πολλές σάλτσες του Πάρις. Κέντησε σκηνοθετικά ο Ερρίκος Ανδρέου, πραγματικός σκηνοθετικός άθλος και ρίσκο, αλλά και ευτυχής η επιλογή του για την σκηνοθεσία, καθώς ήταν ένας πολύ νέος σκηνοθέτης με όρεξη και ανανεωτική διάθεση όπως κι άλλοι της γενιάς του στο Hollywood και ίσως με άγνοια κίνδυνου και δεν είχε τα άγχη, τα βαρίδια και τις φόρμουλες των παλαιών σκηνοθετών της εποχής, που θύμιζε Ελληνικό Ben Hur και ίσως δεν ήθελαν να αναλάβουν την ευθύνη γιατί παίζονταν πολλά, από εθνική υπερηφάνεια υπό το άγρυπνο βλέμμα των Συνταγματαρχών και που άνετα θα μπορούσαν να σε στείλουν στην Γυάρο, αν δεν γινόταν με σεβασμό στην Ελληνική Ιστορία και ενέκριναν το αποτέλεσμα, ως το μέγα διακύβευμα της εμπορικής και καλλιτεχνικής επιτυχίας, που τελικά έκανε ο Παπαφλέσσας χωρίς να σπάσει όμως και ρεκόρ εισπράξεων.
Ο Παπαμιχαήλ βγάζει μια πατριαρχική και πατριωτική alpha male φλόγα και την badass δυναμική ενός παλαιάς κοπής αρσενικού, όπως περίπου ήταν και στην κανονική του ζωή, αλλά όπως κι ο πραγματικός Παπαφλέσσας, αυτό που διαστροφικά λένε τοξική αρρενωπότητα οι φεμικομμουνιστρίες και οι εκφυλισμένοι αριστερούληδες σήμερα και που είδαμε παρά πολύ αργότερα σε μοντέρνα χολυγουντιανα έπη, όπως Braveheart, ο Mονομάχος, ο Πατριώτης, ο Τελευταίος Σαμουράι κ.α. και πιάνει το Αθάνατο Πνεύμα του ’21.
Από την πρώτη σκηνή με την διαμάχη με τον Αγά για τα σημάδια στα χωράφια και την επακόλουθη μάχη και φυγή, ως την σύσκεψη με Υψηλάντη στο Ισμαήλι, οπού ο Παπαμιχαήλ βγάζει έναν τρομερό εθνεγερτικό λόγο που θυμίζει William Wallace, έχοντας στο υπόβαθρο βυζαντινές στολές του Παλαιολόγου, ένα ιδιοφυές και υπολανθάνον αλλά και ουσιώδες easter egg -στολίδι και φυσικά ως την άνευ όρων αναγνώριση του Κολοκοτρώνη, ως αδιαμφισβήτητου ηγέτη στα Δερβενάκια, με τον Παπαμιχαήλ στη καλύτερη του στιγμή στην ταινία να λέει…
«H σωτηρία της πατρίδας είναι στα χεριά σου… μαζί σου θα έρθω κι εγώ ως απλός στρατιώτης… αρκεί να σωθεί η Πατρίδα»
…τεράστια δήλωση για την προϊστορία και φύση του χαρακτήρα του Παπαφλέσσα ,που δεν ανεχόταν να είναι δεύτερος, αλλά διαβλέπει ότι η Επανάσταση κρέμεται από μια κλωστή και αντιλαμβάνεται δύο φόρες κιόλας όχι μια, ότι μόνο ο Κολοκοτρώνης μπορεί να την αναστήσει, ως το απόλυτο σύμβολο και είδωλο της Επανάστασης, με την επική προϊστορία των Κολοκοτρωναίων, που δεν υποτάχθηκαν ποτέ στον Τούρκο, θυσιάστηκαν ξανά και ξανά επί 400 χρόνια και 70 Κολοκοτρωναίοι θυσιάστηκαν πριν την Επανάσταση, περνώντας απίστευτους διωγμούς και κακουχίες, ως η Φρουρά του Παλαιολόγου όπως έλεγε κι ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης «Ο Βασιλιάς μας ουδέποτε έκαμε συνθήκη το Γένος, απόρθητα Κάστρα του ήταν το Σούλι κι η Μάνη».
Μου θυμίζει έντονα William Wallace στο Βraveheart ο Παπαφλέσσας πραγματικά, όσο κι αν το παίρνουν μερικοί στη πλάκα και ευτελίζουν την ταινία, ο Παπαμιχαήλ ήταν έτη φωτός μπροστά σε σχέση με το τότε Χόλυγουντ και ναι θα τολμήσω να πω, ότι ο Παπαφλέσσας είναι το Braveheart του Ελληνικού Σινεμά, καθώς μοιράζονται τις ίδιες πανανθρώπινες εθνικοαπελευθερωτικές θεματικές και προβληματικές, του Δαβίδ έναντι του Γολιάθ, των σχεδόν ξυπόλητων υπόδουλων, που επαναστατούν ενάντια σε μια αβάσταχτη σκλαβιά αιώνων ,εναντίον μιας υπέρτερης Αυτοκρατορίας, υπέρ Πίστεως και Πατρίδος και θα γούσταρα παρά πολύ να έβλεπα τον Μελ Γκίμπσον να σκηνοθετεί μια μοντέρνα εκδοχή του Παπαφλέσσα.
Ο Παπαμιχαήλ ενσαρκώνει τον Παπαφλέσσα όπως αυτός πέρασε στην ιστορική συλλογική συνείδηση ως Απόστολος της Επανάστασης, καταδεικνύοντας και τις σκοτεινές… τις θεοσκότεινες πλευρές του, που στο τέλος τέλος είναι τα συλλογικά κουσούρια του μέσου Νεοέλληνα. Του Έλληνα που πέρασε Τουρκοκρατία και έχασε τον Κοσμοπολιτισμό του, την Αυτοκρατορική του αυτοσυνείδηση, την αυτοκρατορική του στάση και θέση στον Κόσμο, δέσμιος των βαλκάνιων δημαγωγών μικροπολιτικάντηδων και των εγγενών κοινωνικοοικονομικών παθογενειών του νεοελληνικού Κράτους. Σε αυτό βοηθά και το σενάριο του Πάνου Κοντέλη, που είναι ακαδημαϊκής υφής, σφαιρικότατο, εξαιρετικά δομημένο, ιστορικά τεκμηριωμένο και συνοπτικό, χωρίς ιδιαίτερη και χαζοχαρούμενη εξιδανίκευση των Ηρώων, αναδύει αγνό πατριωτισμό και αγωνιστικότητα, με αυθεντικούς φολκλόρ διάλογους και ατάκες που συναντάμε σε Braveheart, Μονομάχο, Πατριώτη. Αλλά και πιο γενικά η ταινία είναι ποτισμένη από το πάθος των υπόδουλων Ελλήνων για Ελευθερία, που είναι η σεναριακή σταθερά και πυρήνας της ταινίας και παρουσιάζει και την σαπίλα της διχόνοιας και τις προδοσίες από αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις των ευγενών που επίσης συναντάμε στο Braveheart.
Το ιδιοφυΐες σενάριο αποτελεί την δύναμη της ταινίας ξεφεύγει, από τις υπόλοιπες ταινίες του Πάρις και δεν παίρνει ηλίθιες ρεβιζιονιστικές πρωτοβουλίες να αλλάξει την Ιστορία και έχει μαθηματική ακρίβεια, είναι πολύ οικονομικό και σε γλώσσα της εποχής, κάτι που ενισχύει τον ρεαλισμό, όπως και το μοντάζ, αλλά και η σκηνοθεσία του Ανδρέου, που επίσης είναι εξαιρετική σε όλα τα επίπεδα, όπως και η δεξιοτεχνική φωτογραφία του Παπακωνσταντή. Ειδικά στη σκηνή που ο Παπαφλέσσας βγάζει το τελικό εθνικό μανιφέστο του για τους λογούς που πρέπει να θυσιαστούν στο Μανιάκι, πάνω από τις εκατοντάδες φωτιές που έβαλε για να εξαπατήσει τον Ιμπραήμ και που σιγοκαίνε έτοιμες να σβήσουν, συμβολίζοντας την φλόγα της Λευτεριάς του Έθνους, εξαιτίας και των παλινωδιών που προηγήθηκαν για τις οποίες είχε ένοχες κι ο ίδιος, που ένιωσε ότι πρόδωσε το ιδεαλιστικό κέλευσμα της Επανάστασης, εξαιτίας του ναπολεοντισμού και του πολιτικαντισμού του και απεγνωσμένα επιζητούσε την εξιλέωση, αλλά κυρίως το πρακτικό reboot της Επανάστασης με μια θυσία ανάλογη των Θερμοπυλών και του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου το 1453.
Για αυτό πιστεύω επέλεξαν να κάνουν ταινία τον Παπαφλέσσα κι όχι άλλους επίσης τεράστιους του 1821.Αποτελεί μια ιστορική ομοιοκαταληξία, μια αλληγορία του αιωνίου Έλληνα ,η θυσία στο Μανιάκι και είναι μια δήλωση -παρακαταθήκη θυσίας και Αντίστασης μέχρις εσχάτων εναντίον του Εξ Ανατολών προαιώνιου εχθρού, πέρα από κάθε λογική. Ο Παπαφλέσσας άκουσε την Ηχώ των 3000 χρόνων Ιστορίας όπως κι ο Μεταξάς το 1940, όπως κι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, όπως κι ο Λεωνίδας… Η Ελλάδα πάντα δοξάζεται και στις στρατιωτικές ήττες όχι μόνο στις νίκες, ήττες οι οποίες γίνονται συνήθως ηθικές νίκες και στο τέλος κερδίζουν τον πόλεμο συντηρούν τον Ελληνισμό και καταδεικνύουν την πολιτισμική ανωτερότητα και η δόξα του. Ένας αδιάκοπος φόρος ποταμών αίματος, που διατηρεί τον Ελληνισμό επί χιλιάδες χρόνια, μέσα από απίστευτες αντιξοότητες, επιδρομές, κατακτήσεις, κατοχές και επικούς αγώνες, όπως και η Παλιγγενεσία του 1821 και τον κάνει θεματοφύλακα και κυματοθραύστη του Δυτικού Πολιτισμού και ουσιαστικό Λίκνο του Σύγχρονου Ανθρωπίνου Πολιτισμού κατά Victor Davis Hanson.
Εμβληματική και η επικολυρική μουσική του Κώστα Καπνίση που μας κάνει να αναρωτιόμαστε, αν ο Καπνίσης ήταν ο Έλληνας Hans Zimmer ή ο Hans Zimmer ο Γερμανός Κώστας Καπνίσης. Δεν υπάρχουν λόγια για το soundtrack του Παπαφλέσσα, μακράν η καλύτερη μουσική που γράφτηκε ποτέ για Ελληνική ταινία ever… Άλλοτε ethnic και βουκολική με κανονικούς αμανέδες και τσάμικα κι άλλοτε ελεγειακή και επική, οπού χρειάζεται για να τονίζει τα υψηλά συναισθήματα και ιδανικά του φιλμ, πραγματικά θυμίζει μοντέρνο Χόλυγουντ, αλλά και υπερβατικές μουσικάρες μεγαλείου του θρυλικού παλαιού μαέστρου Miklos Rosza από “Ben Hur” και “King of Kings” αλλά και του Ennio Morricone, ειδικά στις σκηνές δράσης, από τους οποίους σίγουρα ο Καπνίσης είχε επιδράσεις… Τι να λέμε πρωτοφανής τελειότητα για Ελληνική ταινία, που δείχνει το μέγεθος της προσοχής, της αγάπης και του κόπου των συντελεστών, τα πάντα είναι σχεδόν στην εντέλεια, μια ευτυχής σύμπτωση κινηματογραφικού οράματος, μαστοριάς, πλούσιας παραγωγής και μεγαλείου.
Η τελική σκηνή στο Μανιάκι είναι πολύ καλή, η καλύτερη της ταινίας, δεν βρίσκω αδυναμίες μου θυμίζει σε ρυθμό κι εξέλιξη κάτι από Τελευταίο Σαμουράι και έχει την all time classic ατάκα της ταινίας «ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΦΟΒΑΣΤΕ ΑΔΕΛΦΙΑ… ΝΙΚΑΜΕ!» πού τόσο συγκινητικά λέει ο Παπαμιχαήλ και παρότι γνωρίζεις το τέλος της σε κρατά σε αγωνία με πολύ κάλο ρυθμό επική μουσικάρα, ικανοποιητική ηχοληψία, ηχητικά εφέ και φυσικά μοντάζ που είναι και το κλειδί σε σκηνές μαχών, πέρα από τον σκηνοθετικό άθλο να συντονιστούν τόσοι κομπάρσοι και άλογα, ώστε να μην καταλήξουν σε χάος που κουράζει, όπως ήταν συνηθισμένο σε σκηνές μαχών της εποχής.
Τα κουστούμια και τα σκηνικά και ολόκληρο το production design είναι πλούσιο, χολιγουντιανών προδιαγραφών με ακριβείς ενδυμασίες και οπλισμό, καθώς και γυρίσματα σε αυθεντικές τοποθεσίες, αν και η ταινία είναι γυρισμένη κατά 70% σε εσωτερικούς χώρους και πάρα ταύτα δεν κουράζει και υπεύθυνος ήταν ο αδερφός του οσκαρούχου Βασίλη Φωτόπουλου, ο Διονύσης Φωτόπουλος.
Οσκαρικών προδιαγραφών production design, που πήρε ειδικό βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και που ενισχύει τον ρεαλισμό της ταινίας, μόνο για τις βυζαντινές πανοπλίες στη σύσκεψη στο Ισμαηλι του δίνω 10 όσκαρ… Οι Τούρκοι της ταινίας με επικεφαλής τον θρυλικό Ισπανό καρατερίστα Φερνάντο Σάντσο των σπαγγέτι-western ως Δράμαλη, είναι όλοι τους εμπνευσμένες καρικατούρες που θυμίζουν κακούς από Comic, αλλά αυτό εξυπηρετεί τέλεια την ταινία αλλά και το θυμικό του κοινού. Το ντουμπλάρισμα του Σάντσο, προσδίδει μια απόκοσμη cult αύρα και λειτουργεί τέλεια, όπως και cult είναι η άγρια μούρη του, παρότι οι Οθωμανοί των Βαλκανίων που πολεμήσαμε το 1821 μετά από αιώνες παιδομαζώματος και απαγωγών των ομορφότερων γυναικών, είχαν εξευγενιστεί γενετικά κι είχαν πλέον Μεσογειακό DNA κι άφησαν σε εμάς σήμερα πολλά μπάζα, κι ήταν οι περισσότεροι Αλβανοί και απόγονοι εξισλαμισμένων κι όχι Τουρκομάνοι.
Θεούλης είναι κι ο Μπουλούκμπασης του Πάσα που κάνει τσακωτούς τους προκρίτους και ακολουθεί, η ψεύτικη βάπτιση, ο τύπος είναι σαν να βγήκε μέσα από Τουρκοκρατία κανονικά, Τούρκος κανονικός, βγάζει μεν μια αφελή χαζομάρα, ως απολίτιστος βάρβαρος αλλά και μια υποψιασμένη αγριότητα στο τέλος της σκηνής, δηλωτική της πατροπαράδοτης τουρκικής νοοτροπίας, όταν δεν είσαι και πολύ σίγουρος σφάξε τους όλους για να σιγουρευτείς.
Ο πλέον ολοκληρωμένος και όχι δισδιάστατος Οθωμανός της ταινίας είναι ο Ιμπραήμ παιγμένος από Στέφανο Στρατηγό, που ειδικευόταν σε ρόλους κακών, ειδικά σε άλλες ταινίες του Πάρις και βγάζει μια φυσική αριστοκρατική αύρα, αλλά ταυτόχρονα και ένα καφρίλα και πιστεύω ενσαρκώνει σωστά τον Μπραΐμη, τον οποίο διδασκόμασταν, που είχε μεν παιδεία και επιτελικό στρατιωτικό νου, ένας νέος Μέγας Ναπολέων -όπως αναφέρεται και στην ταινία- αλλά παρέμενε βαθιά μέσα του ένας βάρβαρος κατσαπλιάς γενοκτόνος Ισλαμιστής στυλ ISIS, που παρά το θυμό του για τον Παπαφλέσσα, αναγνώρισε στο τέλος ακόμα κι αυτός την μεγαλειώδη θυσία του.
Στους δεύτερους ρόλους ιστορικών μορφών της Επανάστασης ξεχωρίζουν επίσης ο Μάκης Ρευματάς ως Αλέξανδρος Υψηλάντης, σε ολιγόλεπτο cameo βασικά, σε ένα εμπνευσμένο casting , που χρειάστηκε βέβαια και την βοήθεια του make up με προσθετική μύτη, ώστε να γίνει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και είναι ίσως η πιο επιτυχημένη ενσάρκωση Ήρωα της ταινίας καθώς βγάζει μια κυρίλα και μια αρχοντιά δηλωτική της Φαναριώτικης και βυζαντινής καταγωγής των Υψηλάντηδων. Εκπληκτικός απλά.
Εκπληκτικός επίσης ο Θόδωρος Μορίδης ως Παλαιών Πατρών Γερμανός, συγκρουσιακός και επιτιμητικός έναντι του ανυπότακτου Παπαφλέσσα, δείχνοντας του ποιος είναι το αφεντικό, με τον οποίο είχε κόντρα και αντιπάθεια και ιστορικά, αλλά είναι πάντα σεβάσμιος τιμώντας τη θέση του και τον γενικότερο σκοπό της Επανάστασης και συμβολίζει τον εθνοσωτήριο και εθνεγερτικό ρόλο της Εκκλησίας στην Τουρκοκρατία και στην Επανάσταση, που έρχεται σε αντίστιξη με τον ανυπότακτο και πιο ροκ παρορμητικό Παπαφλέσσα. Η σκηνή της κήρυξης της Επανάστασης στην Αγιά Λαύρα με Παπαφλέσσα να κάνει την εισαγωγή και στο καπάκι το Υπερμάχω, παίζει να είναι και η εμβληματικότερη της ταινίας, όπως κι ο αυθεντικός λόγος του Παλαιών Πατρών Γερμανού, που σπάει κόκκαλα και πιάνει πιστεύω το συναίσθημα και την ατμόσφαιρα της εποχής και μας μεθά με το Αθάνατο κρασί του ’21.
Καταλυτικός κι ο ρόλος του Φιλικού Αναγνωστόπουλου (παιγμένος από τον Βασίλη Μητσάκη) που μυεί τον Παπαφλέσσα στην Φιλική Εταιρεία, εξιστορώντας το προεπαναστατικό πλαίσιο τα διακυβεύματα αλλά και το hoax της Αόρατης Αρχής, στην παρμένη απευθείας από τις ιστορικές πηγές σκηνή, δηλωτική του εκρηκτικού αλλά και αδίστακτου aka “Seytan Papa” Γρηγορίου Δικαίου, που δεν αστειευόταν ήταν badass με φίλους κι εχθρούς μέχρι και ξύλο με Κολοκοτρώνη έπαιξε προεπαναστατικά στην Ζάκυνθο. Σε μια τυπική σύγκρουση alpha αρσενικών που συνήθως συγκρούονται άγρια για λογούς επιβολής αλλά έχουν και την σύνεση να τα βρίσκουν μετά. Ενώ έφτασε ένα βήμα από το να τον εκτελέσει η Φιλική εταιρεία, λόγω της τέρμα punk μενταλιτέ του και της rock star ζωής που έκανε και γενικά του χαρακτήρα του που και η ταινία ακροθιγώς υπονοεί.
Αλλά κι αργότερα όταν επιβάλλεται η Επανάσταση, ο Αναγνωστόπουλος επανέρχεται και τον συνάντα ως υπουργό πια και λειτουργεί ως Αγγελική μορφή, ως φωνή Κυρίου, ως η ίδια η φωνή της Εθνικής συνείδησης, που του θυμίζει ότι ξεστράτισε από τον αρχικό ιδεαλισμό και την πίστη για την Ελευθερία για τα οφίτσια, τυφλωμένος από Εμφυλιακά πάθη, πολιτικές ίντριγκες, αλλά και την εγγενή φιλοδοξία του, που φτάνει στα όρια της παράνοιας και της Ύβρεως ως τραγικός ήρωας. Μάλιστα σε μια φάση και φτάνει να ονειρεύεται την πλήρη Εξουσία ως άλλος Ναπολέων Βοναπάρτης. Όπως κι ο Αnakin Skywalker στα prequels του Star Wars, πριν την μεταμόρφωση σε Darth Vader και όπως ο Darth Vader μετανοεί κι επανέρχεται στην φωτεινή πλευρά της Δύναμης έστω την ύστατη ώρα, έτσι κι ο Παπαφλέσσας, αντιλαμβανόμενος το θανάσιμο κίνδυνο να σβήσει η Επανάσταση, μετανοεί και ζητά την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη και των συν αυτώ και φυσικά θυσιάζεται μαχόμενος στο Μανιάκι ως τρίτος Λεωνίδας (δεύτερος είναι ο Παλαιολόγος το 1453), με έναν Παπαμιχαήλ να μεταδίδει τέλεια τα συναισθήματα του μετανοημένου Παπαφλέσσα.
Μια μάχη στο Μανιάκι που δείχνει τις ψυχικές συμπληγάδες που πέρασε ο Παπαφλέσσας, καθώς γνωρίζει ότι είναι καταδικασμένοι, αλλά προσπαθεί να πείσει τους πολεμιστές να μείνουν να πολεμήσουν για τον ύψιστο σκοπό της Ελευθερίας όπως ο Λεωνίδας στους 300, που όμως είχε πιο εύκολο έργο να πείσει αρχαίους Σπαρτιάτες κι όχι πρώην ραγιάδες Έλληνες της Επανάστασης, και προσπαθεί να τους πείσει ακόμα και με fake news, παρότι ήταν ξεκάθαρο ότι δεν υπήρχε ελπίδα και στο τέλος όλοι το κατάλαβαν αλλά έμειναν οι περισσότεροι να πολεμήσουν έστω αυτοί οι 300 και να πεθάνουν. Τα fake news και το γενικό ψηστήρι που έκανε στους συμπολεμιστές του, ήταν άλλη μια δηλωτική συμπεριφορά του αληθινού αμφίσημου χαρακτήρα και πολιτικαντισμού του Παπαφλέσσα που είχε κάτι από πολιτικό “ταλέντο” και δημαγωγία Φιντέλ Κάστρο θα έλεγα και που ήταν πηγή δύναμης αλλά και των αβελτηριών του.
Πάντως στο Μανιάκι εμψυχώνει τα παλικάρια του μέχρι τελευταία στιγμή πολεμώντας λυσσαλέα κι ο Παπαμιχαήλ μπαρουτοκαπνισμένος και ματωμένος τα δίνει όλα στο ρόλο, αναδύοντας μια υπεροχή αγάπη για την Πατρίδα και πάθος για την Ελευθερία και περνά στο κινηματογραφικό Πάνθεον. Ο ίδιος ο Παπαμιχαήλ είπε ότι ήταν ο αγαπημένος ρόλος του, ο οποίος είναι κατ’ εμέ ο Έλληνας Μάρλον Μπράντο από ζεν πρεμιέ, έγινε μεγάλος ηθοποιός όπως κι ο Μπράντο.Η μάχη στο Μανιάκι αποτελεί το επικό φινάλε της ταινίας ,είναι τεχνικό επίτευγμα για την εποχή, με την ταινία να τελειώνει με τον περίφημο ασπασμό του Ιμπραήμ στον νεκρό Παπαφλέσσα σε μια κίνηση στρατιωτικής αβρότητας με τον σύνθετη της ταινίας Κώστα Καπνίση on fire κανονικά.
Το Ναβαρίνο κι η Απελευθέρωση που εμείς γνωρίζουμε, δεν έχουν ακόμα συμβεί το 1825 και ουσιαστικά μιλάμε για την τέλεια τραγωδία, ένα τέλειο οπερατικό φινάλε για μια τέλεια ταινία που ξεπέρασε τα όρια του Κινηματογράφου και έγινε ένας φάρος Εθνεγερσίας ένα Κινηματογραφικό έπος που εντυπώθηκε στην Συλλογική μας Εθνική Συνείδηση και μαζική κουλτούρα και συνεχίζει να διαπαιδαγωγεί εθνικά τις νέες γενιές ακόμα και μεσώ Youtube.
- Taxi Driver (1976)
- Οι Άγιοι της Εκκλησίας στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη
- Hacksaw Ridge: Η Δύναμη της Πίστης
Η ταινία Παπαφλέσσας: Η Μεγάλη Στιγμή είναι επίσης το οπερατικό ρέκβιεμ του εμπορικού Ελλ. κινηματογράφου και το επιστέγασμα της πολιτισμικής και κοινωνικοοικονομικης άνθισης της μεταπολεμικής Ελλάδας που βγήκε μέσα από το Έπος του ’40, είναι ένας ανυπέρβλητος κινηματογραφικός παιάνας στην Επανάσταση του 1821 και στις παρακαταθήκες της, χωρίς αυτοενοχικό μισελληνισμό, αφόρητο μεταμοντερνισμό και μαρξιστικές τσίμπλες, συνοψίζει κατ’ εμέ τις Αρχές μιας Κοινωνίας μιας άλλης εποχής, πιο απλής, πιο ανθρώπινης και ρομαντικής πιο σεβαστικής, προ του Μεταπολιτευτικού/Πασοκικού εκμαυλισμού και εκφυλισμού των Ελλήνων από αυτή την χολέρα της Αριστερίλας, που κατέκλυσε και διέφθειρε τα πάντα.
Έτσι κάθε χρόνο στις 25 Μαρτίου και φυσικά φέτος στην επέτειο των 200 ετών από την Επανάσταση, η θέαση του Παπαφλέσσα αποτελεί ιεροτελεστία για κάθε Ελληνόψυχο, που θέλει να βιώσει λίγη από την εθνεγερτική του δύναμη, γιατί ο Παπαφλέσσας δεν είναι απλά μια ταινία αλλά είναι εμπειρία, όπως όλες οι μεγάλες ταινίες και αποτελεί το απόλυτο αριστούργημα του Ελληνικού Σινεμά.