Βράχοι κεκράξονται…

Μακάρι αυτό να ήταν απλώς κριτική μιας παράστασης...

● Οι απόψεις που εμφανίζονται στο κείμενο δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τις απόψεις του Conserva.gr ●

Μας στέλνει η φίλη Χριστίνα Κ.,

Βρέθηκα προ καιρού με φίλες στο Θέατρο Βράχων στο Βύρωνα για να παρακολουθήσουμε την παράσταση «Ιστορία χωρίς όνομα», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου. Το έργο παρουσιάζει τις τελευταίες ημέρες του παράνομου δεσμού ανάμεσα στον εμβληματικό πολιτικό, διπλωμάτη και συγγραφέα Ίωνα Δραγούμη και τη μεγαλύτερη Ελληνίδα συγγραφέα του 20ού αιώνα Πηνελόπη Δέλτα, όπως η ίδια τις επαναφέρει στη μνήμη της κατά την τελευταία ημέρα της ζωής της. Κοριτσοπαρέα, φεγγαρόφωτο και ένα κατάμεστο θέατρο προμήνυαν μια ευχάριστη βραδιά, μετά από ένα χειμώνα εγκλεισμού, ακόμη κι αν γνωρίζαμε ότι το έργο πραγματεύεται τον τραγικό ανεκπλήρωτο έρωτα μεταξύ δυο μεγάλων Ελλήνων. Πέσαμε έξω.

Δραγούμης και Δέλτα σε νεαρή ηλικία

Ναι, η βραδιά ήταν όμορφη – κυριολεκτικά ψυχαγωγική. Η σκηνοθεσία του Κώστα Γάκη κατάφερε με την ταυτόχρονη παρουσία ηλικιωμένης και νεαρής Δέλτα να πλέξει την ανάμνηση, τη φαντασία και το παρόν με τρόπο ταυτόχρονα ρευστό και σαφή. Ευφάνταστα σκηνογραφικά τεχνάσματα, χρήση σκιών, οι εναλλαγές γαλήνιας μουσικής και έντονων επωδών καθώς και η προβολή μηνυμάτων και εικόνων στο gallery wall πίσω από τη σκηνή έδωσαν ζωή σε όλον τον ψυχικό πλούτο της ηρωίδας: από τις βίαιες επιθέσεις των λογισμών ενοχής και αυτοκτονίας που μαγάριζαν κάθε όμορφη στιγμή της με τον Δραγούμη μέχρι τη γέννηση στη φαντασία της των αγαπημένων σε όλους μας ηρώων των παιδικών της βιβλίων – στους οποίους κατέφυγε για να αντέξει μια ζωή ανέραστη για χάρη των παιδιών της – αλλά και την απελπισία της μπροστά στην είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα το 1941.

Όσον αφορά τους ηθοποιούς, δεν μπορούσες να μη συγκινηθείς από την ερμηνεία της Μαρίας Παπαφωτίου που αποτύπωσε άρτια την ψυχική συντριβή στην οποία, αναπόφευκτα ίσως, θα καταλήξει μια ιδιαίτερα ευαίσθητη γυναίκα αν αναγκαστεί να επιλέξει ανάμεσα στον έρωτα της ζωής της και το μητρικό καθήκον. Ο δε Τάσος Νούσιας έδωσε μορφή στο αρχέτυπο του ιδανικού εραστή, με τη σύνθεση παιδικής τρυφερότητας και ερωτικού πάθους, ταπείνωσης και κτητικότητας. Αυτό όμως δεν ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμά του, και εδώ είναι που το θέαμα έπαψε να είναι ακριβώς ευχάριστο.

Γιατί ο κύριος Νούσιας ήταν καθηλωτικός κυρίως όταν απέδιδε το πάθος του Δραγούμη για την Ελλάδα και τον εθνικό αγώνα. Δεν ξέρω αν αυτό που είδα ήταν ρεαλιστική απεικόνιση αυτής της μεγάλης πολιτικής προσωπικότητας ή αν ο σκηνοθέτης παρενέβη δημιουργικά ωθούμενος από την κρίσιμη εθνική συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, ξέρω ότι ο πρωταγωνιστής μιλούσε εκ μέρους κάθε ελληνικής ψυχής, όταν περιέγραφε την ανάγκη της πάλης για το ζήτημα της Μακεδονίας και την αγάπη και το θαυμασμό του για την αγνότερη μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, τον γαμπρό του Παύλο Μελά. Και δε θα μπορούσε κανείς να πει ότι υπερβάλλω, όταν σ’ αυτό ακριβώς το σημείο το κοινό ξέσπασε αυθόρμητα σε χειροκροτήματα, γεγονός που, όπως επαλήθευσα, συμβαίνει σε κάθε παράσταση. Εξίσου συγκλονιστική ήταν και η σκηνή της εκτέλεσης του Δραγούμη, μια σκηνή που κατάφερε να ντύσει ένα από τα πιο πρόστυχα εγκλήματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας με όλη την αθωότητα που άρμοζε στο θύμα.

Από την άλλη, δεν μπορούσες να μη σκυθρωπάσεις ακούγοντας την Μπέτυ Λιβανού ως ηλικιωμένη Πηνελόπη Δέλτα να δηλώνει απελπισμένη ότι η Ελλάδα χάθηκε, ότι η προηγούμενη σκλαβιά της κράτησε 400 χρόνια αλλά αυτή που τότε ξεκινούσε δε θα τελείωνε ποτέ γιατί ο νέος εχθρός ήταν εξυπνότερος. Κι έτσι η γυναίκα που άντεξε να περάσει όλη της τη ζωή χωρίς τον άνθρωπο που αγάπησε, του οποίου τον άδικο και πρόωρο θάνατο έζησε να δει, η γυναίκα που τόσες φορές νίκησε τη σκέψη της αυτοκτονίας δεν έβρισκε πλέον λόγο να αντιστέκεται σ’ αυτήν, βλέποντας να σβήνει το τελευταίο φως στη ζωή της – το φως της Ελλάδας. Αν είχε αντέξει ως το τέλος της Κατοχής για να ξαναδεί την Αθήνα ελεύθερη θα πέθαινε ευτυχής – η ηλικία της δε θα της επέτρεπε να ζήσει αρκετά για να μας δει σκλαβωμένους στο 4ο οικονομικό ράιχ, με τη σύμφωνη γνώμη σύσσωμου του πολιτικού συστήματος το οποίο οι ίδιοι οι πολίτες εξουσιοδοτήσαμε να μας «εξευρωπαΐσει».

Και κάπως έτσι γυρνάς σπίτι με σφιγμένη καρδιά, συλλογιζόμενος ότι το έργο τελικά μάλλον αφορούσε τον ανεκπλήρωτο έρωτα δύο μεγάλων Ελλήνων για την πατρίδα τους – ακόμη κι αν αυτή έχει το εγκληματικό πάθος διαχρονικά να τρώει τα πιο φωτεινά και όμορφα παιδιά της και να αφήνει ατιμώρητους τους προδότες της. Γι’ αυτό φτάσαμε σήμερα, για να ακούσουμε λόγο για τα εθνικά μας δίκαια, να πρέπει να αναστήσουμε επί σκηνής έναν Έλληνα πατριώτη νεκρό εδώ και 100 χρόνια, ενώ οι εν ενεργεία διπλωμάτες και πολιτικοί μας πανηγυρίζουν ολημερίς στα τηλεοπτικά παράθυρα για την εκχώρηση πολιτισμικής κυριαρχίας στα Σκόπια και δουλεύουν αδιάντροπα για την εκχώρηση οικονομικής, εδαφικής και πληθυσμιακής κυριαρχίας στην Τουρκία. Αυτά, όμως, όλα αντί να μας απελπίζουν μπορούν να μας πεισμώνουν. Όπως είπε κι ο Δραγούμης στην παράσταση, για να πάει μπροστά η Ελλάδα πρέπει να παλέψουμε όλοι, ο καθένας στο πόστο του, δε γίνεται αλλιώς. Κι αν αυτοί που παλεύουν τώρα δεν εισακούονται,θα έρθει μοιραία η ώρα που αυτό θα αλλάξει. Αν μη τι άλλο, αποδεικνύεται ότι όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να τη θάψουν, η αλήθεια πάντα θα βρίσκει τον τρόπο να βγαίνει στην επιφάνεια, ακόμη και στο τελευταίο μέρος που θα περίμενε κανείς. Όπως, ας πούμε, στη σκηνή ενός θεάτρου…

Συγχαρητήρια σε όλους!

Σημ.: Όλες οι εικόνες από την παράσταση προέρχονται από την ιστοσελίδα του Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων 2021».

Για δες εδώ

Μπορεί να σε ενδιαφέρει

Είμαστε

ΠΑΝΤΟΥ