Όπως λογικά θα έχετε αντιληφθεί αγαπητοί φίλοι, τον τελευταίο καιρό και με αφορμή ιδίως την πρόσφατη πανωλεθρία της χώρας μας στο Καστελόριζο, αυξάνονται ανησυχητικά οι οι σειρήνες, προς συνομιλίες και διαπραγματεύσεις με την εθνική εχθρά.
Το πιο ανησυχητικό όμως της υπόθεσης, είναι πως τη διάθεση και ίσως και πρόθεση αυτή, μοιράζεται και η κυβέρνηση του τόπου, όπως ξεκάθαρα επαναλαμβάνει ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της χώρας, δια συνεχόμενων αναφορών και προσκλήσεών του στη γείτονα.
Ανακύπτει λοιπόν αυτομάτως και λογικότατα η απορία, ποιος ο στόχος και ο σκοπός της ενδεχόμενης διαπραγμάτευσης και ακολούθως, αν οι περιστάσεις ευνοούν την ολοκλήρωση και επίτευξη του στόχου αυτού.
Καταρχάς, αν ο σκοπός είναι απλά η επίλυση των προβλημάτων μας με την Τουρκία με οποιοδήποτε κόστος και στη βάση μιας αλτρουιστικής και μη ανταγωνιστικής στάσης ως προς τον περίγυρο μας, τότε προφανώς οποιαδήποτε συγκυρία φαντάζει απολύτως ταιριαστή για το συγκεκριμένο σκοπό. Πόσο μάλλον μια περίοδος συνεχόμενης επιθετικότητας της Τουρκίας και νευρικότητας ημών, οπότε και μπορούν να ταυτιστούν και να αλληλοκαλυφθούν η διεθνιστική αυτοκτονικότητα με το φόβο.
Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει, πως το αποτέλεσμα ενός τέτοιου διαπραγματευτικού πνεύματος, θα είναι θετικό και ευκταίο για την Ελλάδα, όπως έδειξε και η πρόσφατη και ανάλογη ”διαπραγμάτευση” για τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Αν από την άλλη ο σκοπός είναι η απλή εξαγορά της ησυχίας μας, μέσω της ικανοποίησης κατά το δυνατό των ληστρικών διαθέσεων των Τούρκων, τότε αυτό προφανώς πρέπει λογίζεται ως κρατική αυτοχειρία, που δεν πρόκειται να ανακόψει την τουρκική επιθετικότητα, παρά μάλλον θα την ενισχύσει, καθώς θα παραχωρήσει στην Τουρκία περαιτέρω εχέγγυα προς γιγάντωση της και φυσικά θα καταστήσει δεδομένη την μελλοντική υποχωρητικότητα μας, σε κάθε ανάλογη απαίτηση των γειτόνων.
Αν τελικά και όπως ελπίζουμε ως νοήμονες και πατριώτες Έλληνες, ο σκοπός είναι η μέγιστη δυνατή εμπέδωση και αναγνώριση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, τότε καταφανέστατα ομιλούμε για τη χειρότερη δυνατή χρονική στιγμή!
Γιατί πολύ απλά, σερνόμαστε στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων υπό καθεστώς εχθρικής πίεσης, και κυρίως, κατόπιν υποχώρησής μας ως προς το κύριο αντικείμενο των ενδεχόμενων συνομιλιών, που δεν είναι άλλο από την Α.Ο.Ζ. του Καστελόριζου!
Και περί αυτού δε χωρά καμία αμφιβολία, όση φαντασιόσκονη και να σας ρίχνουν τα σταλινοκάναλα της χώρας!
Τουρκικό ερευνητικό σκάφος, με τη συνοδεία του μισού τουρκικού στόλου, έπλεε ανεμπόδιστα επί δύο εβδομάδες και έκανε συνεχόμενα σεισμική έρευνα σε ύδατα διεκδικούμενα από την Ελλάδα και άνωθεν της υφαλοκρηπίδας της νήσου Μεγίστη!
Η Τουρκία δηλαδή, φέρθηκε φανερά και πανηγυρικά, ωσάν η θαλάσσια αυτή έκταση να αποτελεί δική της αποκλειστική οικονομική ζώνη και η Ελλάς το μόνο που έπραξε σε ανταπόδοση, ήταν να διαλαλήσει και να διατυμπανίσει διεθνώς, πως δε μπορεί η ίδια να νουθετήσει τη γείτονά της και επί της ουσίας να επιβάλλει τα κυριαρχικά της δικαιώματα!
Και κράτος που δε συνοδεύει τις απαιτήσεις του με την ισχύ του, και ακόμη χειρότερα, αφήνει ατιμώρητη την ένοπλη αμφισβήτηση αυτών, είναι απίθανο να επιβάλλει το μέγιστο δυνατό των κυριαρχικών του δικαιωμάτων σε επίσημες διαπραγματεύσεις!
1+1=2.-
Θα μου αντιτείνουν βέβαια ”ρεαλιστές”, πως άλλο χωρικά ύδατα και άλλο Α.Ο.Ζ.. Άλλο εθνική κυριαρχία και άλλο κυριαρχικά δικαιώματα.
Δε θα διαφωνήσω. Όπως όμως δε θα διαφωνήσουν και εκείνοι θαρρώ, πως η αποκλειστική οικονομική εκμετάλλευση μιας θαλάσσιας ζώνης, μεταφράζεται άτυπα και εμμέσως σε προβολή ισχύος και κυριαρχίας, όπως και ότι το απώτατο άκρο της ελληνικής Α.Ο.Ζ. και ουσιαστική η απώλεια αυτής, θα έχει τραγικές συνέπειες ως προς τη θαλάσσια συνέχεια του Ελληνισμού.
Σε όσους δε έχουν διάθεση ”δίκαιης” συναλλαγής και μοιρασιάς με τον εθνικό εχθρό, θα τους πω, πως όταν ο Τούρκος φανεί δίκαιος και αποχωρήσει από την Κύπρο, αναγνωρίσει τη γενοκτονία του Μικρασιατικού Ελληνισμού και τηρήσει στο ακέραιο τη Συνθήκη της Λωζάννης, τότε και μόνο τότε θα φανώ ”δίκαιος” απέναντι του!
Καταληκτικά λοιπόν-και εφόσον φυσικά υπάρξουν επίσημες διαπραγματεύσεις σε αυτήν την περίοδο εντάσεων και υποχώρησης-οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε εθνική μειοδοσία, η οποία βάσει των περιστάσεων και στάσεων, δε φαντάζει απίθανο να είναι και προσχεδιασμένη ή έστω αποδεκτή από τις πολιτικές μας ελίτ.
Οψόμεθα.