O Ιρλανδός είναι μία πολύ καλή ταινία. Ίσως είναι η καλύτερη του 2019, μια ταινία που μας υπενθυμίζει ότι το Old School (παλιό καλό) σινεμά ακόμα κινείται και αναπνέει, άλλα σε καμία περίπτωση δεν φτάνει το μεγαλείο, την πρωτοτυπία και φλόγα του Goodfellas (1990) και ίσως και του Casino (1990).
Μετά από 10 χρόνια συνεχών αναβολών ανυπέρβλητων εμποδίων, μετακομίσεις από στούντιο σε στούντιο, εκτόξευσης του προϋπολογισμού, κυρίως για τα απογηραντικά εφέ και γενικότερης προπαρασκευαστικής κόλασης, είδαμε στις μικρές οθόνες μας (λόγω Netflix) τον πολυαναμενόμενο Ιρλανδό του αριστοτέχνη του σινεμά Martin Scorsese, με ένα θρυλικό επιτελείο ηθοποιών αποτελούμενο από τους Μύθους του σινεμά Robert De Niro και Al Pacino στην τρίτη συνεργασία τους (τέταρτη αν μετρήσετε Νονό ΙΙ) και τους πάντα αξιόπιστους και “παλιοσειρές” του Scorsese καρατερίστες Joe Pesci και Harvey Keitel. Μάλιστα ο Pesci βγήκε για λίγο από την συνταξιοδότηση για να κάνει το χατίρι του σκηνοθέτη Goodfellas και Casino για να φέρει λίγη από την αύρα τους.
Ο Scorsese έκανε τα πάντα για να γίνει αυτή η ταινία, καθώς όλοι οι υπόλοιποι ήταν διστακτικοί με πρώτο και καλύτερο τον De Niro ,ο οποίος πέτυχε κινηματογραφικό τζακ ποτ με τον Ιρλανδό και πρέπει να ευγνωμονεί τον Scorsese (για άλλη μία φορά), που του αναζωογόνησε την καριέρα κι επέστρεψε από το καλλιτεχνικό τέλμα και την αντιτραμπική παράνοια στα οποία έχει περιέλθει τα τελευταία χρόνια.
Η ταινία περιγράφει την ιστορία του βετεράνου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εκτελεστή της μαφίας Frank Sheeran, ο οποίος έγινε γνωστός λόγω της εμπλοκής του στην εξαφάνιση του διάσημου ανθυπομαφιόζου “ΣυνδικαΛηστή” των Φορτηγατζήδων των ΗΠΑ Jimmy Hoffa. Kαθώς τα φορτηγά στην μεταπολεμική Αμερική (προ της ανάπτυξης των αερομεταφορών) ήταν κάτι σαν τάνκερ εδάφους, οι εταιρείες μεταφορών και οι φορτηγατζήδες ήταν κάτι σαν τους εφοπλιστές στην Ελλάδα, έτσι ο Jimmy Hoffa είχε απίστευτη πολιτική και οικονομική δύναμη, σε σημείo να τα βάζει με τους Kennedys και να επηρεάζει δικαιοσύνη, μάρτυρες και κρατικές υπηρεσίες και με την βοήθεια της Μαφίας. Mεσώ του νονού Buffalino, τον οποίο είχε ως έμπιστο σωματοφύλακα και φιλαράκι και μέχρι την τελευταία στιγμή δεν κατάλαβε ότι οι μαφιόζοι φίλοι δεν πιάνονται, έρχεται σε επαφή με τον Sheeran.
Η αναπαράσταση της εποχής, κουστούμια και σκηνικά, είναι όλα στην εντέλεια. Σε μεταφέρουν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως την μεταπολεμική Αμερική και την δεκαετία του 1970. Η ταινία παρουσιάζει όλο το πολιτικό και κοινωνικό υπόβαθρο στο οποίο κινούνταν ο Hoffa, την ανηλεή κόντρα του με οικογένεια Κένεντι και την δολοφονική δράση του Frank Sheeran και των διάφορων οικογενειών της Μαφίας δίνοντας μια γλαφυρή περιγραφή της εποχής που είναι κι από τα ατού της ταινίας με καλή σεναριακή δομή, όπως πάντα σε γκανγκστερική ταινία του Scorsese.
Πολύ ενδιαφέρουσα και η φωτογραφία, ενώ όπως πάντα μαγευτική και η χρήση παλιών τραγουδιών της εποχής, ενδιαφέροντες και διάφοροι μικρότεροι ρόλοι όπως αυτός του Stephen Graham που παίζει το αντίπαλο δέος του Hoffa και τον θυμόμαστε από το αγγλικό American History X (1998) το This is England (2006) ως νεοναζί, και παίζει ότι πιο κοντινό στον Tommy του Pesci (Goodfellas), αλλά είναι πολύ μικρός ο ρόλος του και γενικά λίγες οι εκρηκτικές στιγμές σε σχέση με προηγούμενες ταινίες του Scorsese. Νιώθεις σαν να λείπει κάτι, σαν να μάσησε ο Scorsese λόγω Netflix.
Η ταινία αυτή, αν και είναι ένα τυπικό gangster έπος με τις γνωστές μανιέρες του Scorsese, στην ουσία είναι μία στοχαστική υπαρξιακή μελέτη πάνω στην βιοπάλη, στην οικογένεια, στην φιλία, στην προδοσία, την αλλοτρίωση, στο μαφιόζικο τρόπο ζωής, στο ίδιο το νόημα ή την ματαιότητα, το αναπόφευκτο της γηρατειών και του Θανάτου και γενικά για το πως στεκόμαστε απέναντι στο Επέκεινα και στα πεπραγμένα μας βάζοντας ως μέτρο σύγκρισης ένα απολωλός πρόβατο, έναν αμαρτωλό, έναν εκτελεστή μαφιόζο, πάντα στο στυλ της πιο αργής και έντεχνης ύστερης φάσης της καριέρας του. Μία μελέτη για την αέναη φθορά, λήθη και περιθωριοποίηση που προκαλεί ο Πανδαμάτωρ Χρόνος και μία μελέτη πάνω στην μετάνοια (ή μη) για τα ανομήματα και τις αβελτηρίες της ζωής ενός ανθρώπου που παρασύρεται και δρα στην ζωή του σύμφωνα με τον κώδικα τιμής και τρόπο ζωής της μαφίας. “Ήταν όπως ο Στρατός, έπαιρνες διαταγές”, όπως λέει χαρακτηριστικά ο πρωταγωνιστής στην αρχή, αποξενώνοντας και τελικά χάνοντας όλα αυτά που αγάπησε εξαιτίας αυτής της απώλειας της ψυχής του.
Ο Ιρλανδός επίσης είναι μια μελέτη πάνω στους κλασικούς δαρβινικούς βυζαντινισμούς της μαφίας και την κτηνώδη και αδηφάγο φύση και νοοτροπία των μαφιόζων, που πάντα κρύβονται πίσω από μία μικροαστική κανονικότητα, κώδικες τιμής και τρόπο ζωής τους, που άλλοτε γίνεται το κλειδί του Παραδείσου που ανοίγει πόρτες για πλούτη και περιπέτεια το λεγόμενο “Life” των Wiseguys μαφιόζων, μία διαστροφή δηλαδή του Αμερικάνικου Ονείρου και άλλοτε επέρχεται η αναπόφευκτη Νέμεσις να απαιτήσει τα επίχειρα των πράξεων τους. Ίσως όχι με τον τρόπο που αναμένουν -με μια εκτέλεση- άλλα με πιο πλάγιο και βασανιστικό τρόπο και να αναρωτηθούν, “…έζησα μία ανούσια εγωιστική ζωή;” ή “…σπατάλησα τον χρόνο μου σε ματαιότητες προκαλώντας κακό και πόνο αδικώντας αυτούς που ίσως με αγάπησαν και βοήθησαν;” …Αυτά δηλαδή που ο Sheeran νιώθει μέσα του, άλλα δεν παραδέχεται ουσιαστικά ή δεν μπορεί πια να παραδεχθεί καθώς τον κατασπάραξε το Dark side. Μία Νέμεση που ίσως έρθει όχι με μία συνοπτική εκτέλεση, άλλα με ένα αργό βασανιστικό μαράζωμα και μία κενότητα μία περιθωριοποίηση, που σε καθιστά φάντασμα και άχθος αρούρης, προτού καν πεθάνεις διαπιστώνοντας την απόλυτη ματαιότητα της ζωής σου έχοντας μονό τα ανομήματα σου να σε βαραίνουν. Όπως στο τέλος των Goodfellas ο Henry Hill δεν εκτελείται άλλα ζει μια ζωή έκτος μαφίας. Μία συνηθισμένη, νομοταγή ζωή, την πραγματική Κόλαση για κάθε μαφιόζο wiseguy που έζησε το “Life” της μαφίας, έχοντας προδώσει τους παλιούς φίλους και συνεργάτες του, ζώντας με τις τύψεις -τις όποιες τύψεις μπορούν να νιώσουν τέτοιοι άνθρωποι- όπως και ο Sheeran που μέχρι και στο γηροκομείο 150 χρονών δεν αποκαλύπτει αν αυτός σκότωσε τον Hoffa και παραμένει πιστό “σκυλί” της Μαφίας, κενός και ψυχρός σαν Εξολοθρευτής της Μαφίας, χάνοντας και τα τελευταία ψήγματα της ψυχής του μία κλασική ιστορία Δρόμου της Απωλείας, της Αρετής και της Κακίας, όπως είναι όλα σχεδόν τα σπουδαία γκανγκστερικά έργα.
Η ταινία θα μπορούσε άνετα λόγω διάρκειας να είναι μίνι σειρά στο Netflix καθώς ο Scorsese δεν υποκύπτει στην εμπορευματοποίηση και την fast food εύκολη διασκέδαση. Γνωρίζοντας κιόλας ότι όλοι θα την δουν σπίτια τους, δεν κόβει ούτε δευτερόλεπτο από αυτό που θέλει να εκφράσει. Κάνει το κοινό να την νιώσει ως εμπειρία και όχι ως απλή ταινία. Μακάρι να ήταν και τα Goodfellas και Casino τρίωρες ταινίες ή σειρές.
Αυτό που την κάνει τόσο καλή είναι κυρίως η σκηνοθετική μαστοριά του Scorsese, ο οποίος βέβαια βάρυνε κάπως με τα χρόνια και κατέβασε ταχύτητες λόγω ηλικίας, αλλά παραμένει ένας μεγάλος σκηνοθέτης και παραδίδει άλλο ένα σπουδαίο έργο. Όπως δυστυχώς βάρυναν και οι βασικοί πρωταγωνιστές, παρά τα κάπως απογοητευτικά απογηραντικά εφέ που υποτίθεται τους “ξανάνιωσαν”. Πλέον κυκλοφορούν deepfake βιντεάκια ερασιτεχνών με πολύ καλύτερη απογήρανση.
Ο De Niro παραμένει παικταράς της υποκριτικής και εδώ το πάει full method acting με υπολανθάνουσα απόκρυφη εσωτερική ψυχολογία, την οποία απαιτεί ο ρόλος, και την κλασική μινιμαλιστική του μανιέρα, που ίσως δείχνει διεκπεραιωτική και σαν να βαριέται που παίζει ή μάλλον να βαριόμαστε εμείς που τον βλέπουμε, αλλά έτσι έκανε καριέρα… Σπάνια έπαιξε εκρηκτικούς ρόλους, ίσως μόνο στο Οργισμένο Είδωλο (1980), στο Ακρωτήρι του Φόβου (1991) και στον αριστουργηματικό Ταξιτζή (1976), σε όλη την υπόλοιπη καριέρα του πάντα είχε μια μινιμαλιστική και άκρως ρεαλιστική στάση απέναντι στους ρόλους, με ελάχιστες και μετρημένες δόσεις εκρήξεων, σύμφωνα με τις επιταγές του method acting του Αctor’s studio και τον πρωτοπόρο της Μεθόδου, τον καλύτερο ηθοποιό όλων των εποχών τον μέγα Marlon Brando που με την ερμηνεία του στον Νονό (1972) έθεσε τον πήχη της υψηλού επίπεδου υποκριτικής στο μοντέρνο Hollywood και φυσικά δημιούργησε σχολή που συνέχισε ο De Niro ως νεαρός Vito Corleone στον ιταλόφωνο ρόλο που του έδωσε το πρώτο του Oscar.
Για μένα ο De Niro είναι από τα μειονεκτήματα της ταινίας. Είναι απλά OK, δεν νιώθω τίποτα από την ερμηνεία του, αλλά μια σχολή σκέψης λέει ότι αυτή η αφαιρετική μέθοδος είναι που κάνει σπουδαίο τον De Niro στον Ιρλανδό. Δείχνει λίγο σαν να βαριέται, ίσως από επιλογή, ίσως έτσι να φαντάστηκε τον Sheeran, ως ψυχρό στωικό βαριεστημένο εκτελεστή της Μαφίας, αλλά είναι σαν να λείπει κάτι από την ερμηνεία του και δεν φτάνει στα επίπεδα του Heat (1995) που επίσης παίζει έναν αμοραλιστικό μηδενιστικό χαρακτήρα ο οποίος όμως υποκρύπτει έναν υπολανθάνοντα πόνο και δράμα για την αναπόδραστη μοναξιά και μοίρα του, που όπως και στον Ιρλανδό, όσα κάνει στην ζωή καταλήγουν στην σκηνή του αεροδρομίου που τον σκοτώνει ο Hanna (Pacino)… Μια μάταια πάλη για καλύτερη ζωή και για ευτυχία.
Για Al Pacino τι να πούμε… είναι ο απόλυτος ζωντανός θρύλος του σινεμά και εδώ είναι ακατάβλητος και ορεξάτος και τα δίνει όλα στα πλαίσια της γνωστής του μανιέρας. Άλλοτε εκρηκτικός, όπως στο θρυλικό και τέρμα cult Scarface (1983) και άλλοτε πιο υποβολιμαίος και μινιμαλιστικός όπως στους Νονούς. Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα…βλέπω τον Pacino και όχι τον Hoffa. Ίσως φταίει ότι ξέρω φυσιογνωμικά τον Hoffa και ο Pacino δεν του μοιάζει καθόλου, ίσως ότι είμαι fan Pacino, αλλά εδώ λειτουργεί τέλεια μόνο αν ξεχάσεις ή δεν έχεις ιδέα πως ήταν ο πραγματικός Hoffa. Χωρίς να θέλω να γίνω βλάσφημος, αλλά θα έβαζα τον Stephen Graham που παίζει τον αντίπαλο συνδικαλιστή τον Tony Pro, για μεγαλύτερο ρεαλισμό, αν και σκοπός της ταινίας δεν είναι αυτός, είναι πιο οπερατική σχεδόν σαιξπηρική.
Ο Hoffa πίστευε ότι ήταν πολύ σημαντικός για να τον χώσουν μέσα οι πολιτικοί και οι δικαστές (κάτι που έγινε), ή πολύ σημαντικός για την Μαφία ώστε να τον εκτελέσουν (κάτι που επίσης έγινε).
Γενικά περίμενα ότι ο Pacino θα έκλεβε την παράσταση όπως πάντα, ακόμα και σε Β’ ρόλο, αλλά δυστυχώς δεν με εντυπωσίασε. Εξάλλου ο ρόλος είναι πολύ συμπληρωματικός, όπως και ο Bufalino. Βασικό όχημα της ταινίας είναι ο Sheeran. Δεν ξέρω αν φταίει ότι είναι όλοι πλέον ηλικιωμένοι ή ήταν σκηνοθετική κατεύθυνση, αλλά όλοι παίζουν σε πολύ χαμηλούς ρυθμούς σαν σε ματς παλαίμαχων χωρίς ξεσπάσματα. Έχω την υποψία ότι όποτε συνεργάζεται με De Niro ο Pacino προσπαθεί να παίζει κι αυτός μινιμαλιστικά, ίσως από άμιλλα ίσως από συναδερφική αλληλεγγύη.
Γενικά είναι ένας πιο περιορισμένος υποστηρικτικός ρόλος και φυσικά ό,τι καλύτερο έκανε ο Pacino τον 21ο αιώνα. Ειδικά όπως παρουσιάζει την ύβρη την έπαρση, τον εγωισμό, τον υποχόνδριο χαρακτήρα στα όρια του αυτισμού και το ξερό κεφάλι του Hoffa, ο οποίος δεν είχε πάθη όπως ποτό, γυναίκες, ναρκωτικά, τζόγο κτλ -ίσως μόνο τα γλυκά και τα παγωτά- και ο οποίος ήταν απλά εξουσιομανές λαμόγιο που μεγάλωσε στην μεσοπολεμική Αμερική, όπου η ανεργία η φτώχεια και τα μαφιόζικα ξεκαθαρίσματα ήταν ο κανόνας και που αναδείχθηκε με σκιώδεις αλλά και έξυπνες κινήσεις βοηθώντας κοσμάκη να ξεφύγει από φτώχεια, προασπίζοντας εργατικά δικαιώματα και προνόμια και μετά τον θάνατο του αρκετές πολιτείες και πόλεις όπως το Detroit φτωχοποιήθηκαν ξανά.
Ο Hoffa πίστευε ότι ήταν πολύ σημαντικός για να τον χώσουν μέσα οι πολιτικοί και οι δικαστές (κάτι που έγινε), ή πολύ σημαντικός για την Μαφία ώστε να τον εκτελέσουν (κάτι που επίσης έγινε). Παρά την δύναμη του και όσα προσπάθησε να καταφέρει στη ζωή, ζούσε σε μια φενάκη, μια ματαιότητα που τον οδηγούσε στην Άβυσσο. Ο Pacino καταφέρνει να μεταδώσει αυτή την υπολανθάνουσα πορεία, καθώς ο Hoffa δεν ήταν χαζός αλλά του άρεσε να βαυκαλίζεται. Ήταν σε άρνηση ότι δεν πέρασε η μπογιά του, ως ναπολεοντίσκος που ήταν, χώνοντας βαθιά το κεφάλι στην άμμο μέχρι και το τέλος που συνέχισε να εμπιστεύεται τα λάθος άτομα, καθώς μέχρι και ο υιοθετημένος γιος του ήταν μέσα στην εκτέλεση του, όταν τον εκτέλεσε πισώπλατα ο Sheeran. Γενικά δείχνει ότι ο Sheeran προσπάθησε πολύ μέχρι τελευταία στιγμή να του αλλάξει μυαλά και να τον σώσει, αλλά δεν μπορούσε να μην υπακούσει στα αφεντικά και έτσι τον εκτελεί σε ένα άδειο σπίτι σε μια σκηνή-καρμπόν με την εμβληματική σκηνή της εκτέλεσης του Tommy (Pesci) στο Goodfellas.
Η καλή καρδιά του Hoffa έρχεται σε αντίθεση με τους μαφιόζους, όπως τονίζει ο Scorsese, παρουσιάζοντας την σχεδόν πατρική σχέση στοργής του Hoffa με την κόρη του Sheeran η οποία λειτουργεί ως “ανιχνευτής” καλής καρδιάς στην ταινία και η οποία απεχθανόταν τον Bufalino και στο τέλος και τον ίδιο τον πάτερα της. Με μια Anna Paquin να το μεταδίδει όλο αυτό πολύ καλά σε ένα σχεδόν κωφάλαλο ρόλο και συμβολίζει την αγνή αμόλυντη παιδική ψυχή, την χαμένη καλοσύνη και ψυχή του Sheeran.
Στο ίδιο στυλ υποβολιμαίου και μειλίχιου παιξίματος κινείται και ο άλλοτε υπερκινητικός Joe Pesci, στο ρόλο του Russell Bufalino του μαφιόζου αφεντικού, κουμπάρου και μέντορα σχεδόν μεγάλου αδερφού του Sheeran. Αν περιμένατε παλιό κάλο Joe Pesci από Goodfellas και Casino με φοβέρες ατάκες και εκρηκτικές στιγμές του στυλ “Funny? Funny how..? Do Ι amuse you? Like a clown how the fuck am i funny?” δυστυχώς ατυχήσατε.
Ο Pesci μεταμορφώνεται για άλλη μια φορά ως ηθοποιάρα με αδιανόητο range που είναι, όπως το 1990 που από την μια έπαιζε έναν τερατώδη αλλά συνάμα συμπαθητικό σχεδόν αστείο και διασκεδαστικό wiseguy στο Goodfellas και από την άλλη πρωταγωνιστούσε στο εμβληματικό οικογενειακό χριστουγεννιάτικο Home Alone (1990) ως ο αστείος διαρρήκτης και καρικατούρα κακού ή ως comic relief στα Φονικά Όπλα. Στον Ιρλανδό παίζει πολύ υποβολιμαία, παρουσιάζοντας ένα αφεντικό της Μαφίας που δεν το πιάνει το μάτι σου, αλλά ξέρεις ότι κινεί τα νήματα στα παρασκήνια. Ο Ήσυχος Don, όπως ήταν το προσωνύμιο του Bufalino, είναι υπολογιστικός, αδίστακτος και αυτός που επιστρατεύει τον Sheeran και αυτός που διατάζει να καθαρίσει τον Hoffa, μη ρισκάροντας τα κεφάλια τους από την υπόλοιπη μαφία, και γενικά τον διατάζει να καθαρίσει οποίον τον προσβάλλει ή καταπατά τα συμφέροντα του. Θυμίζει Vito και Michael Corleone στους Νονούς και όχι θερμοκέφαλους όπως τον Tommy De Vito (Goodfellas) και Nicky Santoro (Casino). Το ωραίο είναι βέβαια είναι ότι δεν μπορεί να σκίσει την γάτα στο σπίτι με την γυναίκα του, σε μια πολύ troll κατά του γάμου (ίσως MGTOW) πινελιά από Scorsese, όπως στην σκηνή με το τσιγάρο στο αυτοκίνητο, σαν να λέει αν κουμαντάρουν τους μαφιόζους οι γυναίκες τους φανταστείτε εσάς τι θα σας κάνουν.
O Harvey Keitel παίζει ένα ολιγόλεπτο ρόλο σε μια μόνο σκηνή, όταν ο Sheeran κάνει μια δουλειά αντιπάλου μαφιόζου και ο Keitel μέσα στα λίγα αυτά λεπτά καταφέρνει και βγάζει όλη την υποβολιμαία επικυριαρχία αλλά και αγριότητα ενός αφεντικού της Μαφίας στα “μπράτσα” της οργάνωσης, σε μια σκηνή που σε συνδυασμό με την ατμοσφαιρική φωτογραφία, θυμίζει καθαρτήριο-προθάλαμο της Κόλασης με τον Sheeran να τα βλέπει όλα και τελικά να τον γλυτώνει ο Bufalino, βυθίζοντας τον βαθύτερα στον αμαρτωλό κόσμο της Μαφίας.
Γενικά ο Scorsese παίζει πολύ με χριστιανικούς συμβολισμούς και βιβλικές αναφορές, όπως όταν μετέχουν μιας τύποις Θεία Κοινωνία Μαφίας που σκοπό έχει να δείξει τους δεσμούς, την πίστη, τον πλήρη προσηλυτισμό του Sheeran. Αυτή η σκηνή, επαναλαμβάνεται στο τέλος όταν στην φυλακή αντί για οίνο έχουν χυμό σταφυλιού ως μια ένδειξη ότι ο χρόνος τους τελείωσε και κοινωνούν των δικών τους άχραντων μυστηρίων. Σε μια σκηνή που ο Sheeran ως άλλος ιερωμένος της Μαφίας αποχαιρετά εξομολογώντας τον Bufalino, και ότι έκαναν στην ζωή πια δεν μετράει και πλέον βυθίζονται τα πάντα στην Λήθη και στην Ματαιότητα, εκτός από τις όποιες τύψεις, λάθη κι αμαρτήματα που επιπλέουν στον αφρό την θάλασσας -ή μάλλον του ποταμού- όπως αυτός που ξεφορτωνόταν τα λερωμένα όπλα ο Sheeran. Τα όπλα έχουν μια ιδιότυπη φετιχοποίηση, σχεδόν ιερότητα οργάνων Θείας Λειτουργίας, καθώς υπό μια έννοια ο Sheeran είναι παράγοντας χαοτικών αλληλεπιδράσεων και Άγγελος του Θανάτου σαν Εξολοθρευτής, σαν να εκτελεί θείο σχέδιο δικαιοσύνης και ισορροπίας, σύμφωνα με τους μαφιόζικους κώδικες.
Όλες αυτές οι θεματικές περί πτώσης, απώλειας, αμαρτίας και βασικά ματαιότητας διατρέχουν την ταινία, από την αρχική σκηνή κιόλας, όταν εκτελεί τους δύο Γερμανούς στην Ιταλία, ενώ σκάβουν με περίσσιο πάθος και αυταπάρνηση ένα λάκκο, τον λάκκο τους ουσιαστικά και λέει ότι έσκαβαν έτσι ώστε ίσως τους λυπηθώ, ενώ στην ουσία η σκηνή είναι μια αλληγορία της ματαιότητας των πράξεων και των επιλόγων μας ,καθώς ότι και να κάνουμε άλλοι παράγοντες συνήθως αποφασίζουν την πορεία μας στη ζωή και το τέλος είναι πάντα αναπόφευκτο. Είμαστε όλοι δηλαδή οι δύο Γερμανοί, που δεν βλέπουμε που οδεύουμε και αναλωνόμαστε με ύβρη σε πάθη μικρότητες και ανουσιότητες, από τον πιο σκληρό μαφιόζο ως τον τελευταίο ανθρωπάκο αλλά πάντα υπάρχει η Θεία Δίκη και μια υψηλή αρχή μια Συμπαντική Δικαιοσύνη, που αποφασίζει για εμάς χωρίς εμάς.
Ο Ιρλανδός του Scorsese ήρθε σε μια εποχή καλλιτεχνικής και πολιτισμικής κρίσης για το σινεμά, για να μας υπενθυμίσει ότι το παλιό κάλο Σινεμά ακόμα υπάρχει. Οι μεγάλοι σκηνοθέτες του ’70 υπάρχουν ακόμα και έχουν να διδάξουν πολλά ακόμη.
Γενικά παρατηρώ ότι ο Ιρλανδός δεν άρεσε σε νεαρές ηλικίες, βαριούνται εύκολα και έχει εκπαιδευτεί ο εγκέφαλος τους στην fast food διασκέδαση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Ιρλανδός είναι τόσο αργή ταινία. Απλά έχει κάποια αργά σημεία και έχει μεγάλη διάρκεια. Δεν είναι αφόρητη ταινία του Αγγελόπουλου ή του Dennis Villeneuve. Δεν ξέρω αν την έβλεπα σε αίθουσα, χωρίς διαλλείματα αν θα την άντεχα, καθώς σε κάποιες φάσεις γίνεται λίγο βαριά, αλλά αν είσαι σπίτι και μόνος κυλάει άνετα. Ειδικά το δεύτερο μισό φεύγει εύκολα αλλά OK δεν είναι και Goodfellas που ρέει απίστευτα και βλέπεται ξανά και ξανά. Δύσκολα να ξαναδώ τον Ιρλανδό ολόκληρο, αυτή είναι η διαφορά. Βέβαια το Goodfellas από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάνει γκελ σε όλους- αρέσει κυρίως σε άντρες. Μιλά στην ανδρική ψυχή. Είναι τέρμα alpha male όπως σχεδόν όλη η φιλμογραφία του Scorsese. Εξάλλου και η Μαφία είναι σαν αντρική λέσχη και ορισμένοι αριστερούληδες soyflakes βρίσκουν το Goodfellas “προβληματικό” και “τοξικά” πατριαρχικό.
- Taxi Driver (1976)
- Οι Άγιοι της Εκκλησίας στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη
- Hacksaw Ridge: Η Δύναμη της Πίστης
Συμπερασματικά, μέσα στον ορυμαγδό ηλιθιότητας, την φαντασμένη αταλαντοσύνη και τον βόθρο του μοντέρνου ultra woke Hollywood όπου η πολιτική προπαγάνδα αντικατέστησε την καλλιτεχνική έμπνευση και δημιουργία, ο Ιρλανδός αποτελεί μια όαση παλιού κάλου Σινεμά με ένα θρυλικό επιτελείο ηθοποιών, σε μια ίσως τελευταία μεγάλη συνάντηση.
Γενικά ο Ιρλανδός μου άφησε μια πικρή γεύση γιατί όπως ο γηραιός Sheeran συνειδητοποιεί ότι είναι ένα ξεπερασμένο ερείπιο που πέρασε η εποχή του, έτσι κι εγώ συνειδητοποίησα, ότι ίσως αυτή να είναι η τελευταία ταινία μιας ολόκληρης εποχής.