Η παραδοχή του εθνικού εξωμότη και εκβουλγαρισθέντα κομιτατζή Νικολάου Κάρεφ στον Ίωνα Δραγούμη, πως σλαβόφωνοι Μακεδόνες και Έλληνες έχουμε «Ένα αίμα και μια ιστορία» – Μια απόδειξη για τον εκσλαβισμό των Μακεδόνων εξαιτίας της διαχρονικής αβελτηρίας και στενοκεφαλιάς των ελληνικών αρχών.
Βρισκόμαστε στο Μοναστήρι τον Μάιο του 1903, δύο μήνες πριν λάβει χώρα η «Εξέγερση του Ίλιντεν» στη ευρύτερη περιοχή της οθωμανικής Μακεδονίας. Οι διενέξεις μεταξύ ελληνοφρόνων, βουλγαροφρόνων και ρουμανοφρόνων εντείνονται στα χωριά της Καστοριάς. Τις παραμονές της επανάστασης ο νέος πρόξενος της Ελλάδας στο Μοναστήρι είναι ο Κ. Κυπραίος, τον οποίον αντιμετωπίζει με καχυποψία ο Προξενικός Γραμματέας Ίων Δραγούμης που αναγκάζεται να του αποκρύψει την συνωμοτική δράση της «Ελληνικής Εταιρείας» στην Μακεδονία.
Εκείνη την περίοδο ο Ίων Δραγούμης συντάσσει τηλεγράφημα προς το Υπουργείο, προειδοποιώντας πολύ εύστοχα πως ο απότομος χωρισμός του ελληνικού σλαβόφωνου στοιχείου από το λεγόμενο «βουλγαρικό» εκείνη τη χρονική στιγμή είναι αδύνατος και επιβλαβής για την ελληνική επιρροή στους πληθυσμούς της Μακεδονίας. Υπογραμμίζει επίσης το εξής πρόβλημα: πολλοί βλαχόφωνοι και αλβανόφωνοι διάκεινται εξίσου ευμενώς προς το πανσλαβιστικό κομιτατζίδικο κίνημα επειδή το θεωρούν απελευθερωτικό. Αντιλαμβάνεται το ίδιο εύστοχα ότι όσοι ορθόδοξοι Έλληνες ακολουθούν το βουλγαρικό κίνημα, το κάνουν διότι σε αυτούς ανήκει η πρωτοβουλία για υποκίνηση επανάστασης και όχι επειδή ασπάζονται τους ιδιοτελείς βουλγαρικούς σκοπούς. Θεωρεί φανερά πως οι ημέτεροι πληθυσμοί υποκύπτουν στα επαναστατικά κηρύγματα των Βουλγάρων εξαιτίας της προδοτικής αβελτηρίας των ελληνικών αρχών σε Αθήνα και προξενεία, τις οποίες επικρίνει δριμύτατα. Τον εξοργίζει και τον λυπεί απίστευτα το γεγονός πως η Ελλάδα, ενώ έχει τεράστιες δυνάμεις στην περιοχή, δεν τις εργαλειοποιεί με τον κατάλληλο τρόπο, περιορίζοντας τον εαυτό της σε ρόλο σπιούνου και αστυνομίας των τούρκων, δίνοντας έτσι άλλοθι στον ανθελληνισμό των εξεγερμένων. Σταθερή πεποίθηση του Έλληνα διπλωμάτη είναι πως στα επαναστατημένα διαμερίσματα πρέπει να μετακινηθούν άμεσα περισσότεροι Έλληνες αντάρτες ή ακόμα καλύτερα να εξοπλιστούν οι ντόπιοι Έλληνες σλαβόφωνοι, ώστε να γίνει αντιληπτό πως και οι Έλληνες έχουν ζωή εντός της «ζώνης του Αγίου Στεφάνου».
Ο Παύλος Μελάς είναι σε συνεχή επικοινωνία με τον Ίωνα Δραγούμη την συγκεκριμένη «καυτή» περίοδο και του αποστέλλει δύο άξιους Κρητικούς Μακεδονομάχους που διακρίθηκαν τα επόμενα χρόνια, τον Ευθύμιο Καούδη και Λαμπρινό Βρανά, με σκοπό να εξοντώσουν τους αρχικομιτατζήδες Τσακαλάρωφ και Σαράφωφ που έκαιγαν, έσφαζαν και τρομοκρατούσαν τα ελληνικά χωριά. Η εργασία των δύο ανδρών είναι ο καταρτισμός και η χρηματοδότηση των ελληνικών ένοπλων ομάδων της Καστοριάς, η συντήρηση του καπετάν Κώττα Χρήστου και η μύηση των Ελλήνων στην ευρύτερη περιοχή. Με την σημαντική συμβολή τους, η καταδίωξη των Βουλγάρων στην περιφέρεια Καστοριάς και Φλώρινας σημειώνει επιτυχίες και πολλά χωριά σηκώνουν ανάστημα στις βουλγαρικές συμμορίες.
Μέσα σε αυτή την αντάρα της ασταθούς οθωμανικής βαλκανικής περιφέρειας, την Πέμπτη 8 Μαΐου του 1903 δημοσιεύεται στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» (Αρχείο Ίωνος Δραγούμη) μια ασυνήθιστη συνέντευξη με ένα μέλος του τότε πανσλαβιστικού κομιτάτου, τον εκβουλγαρισμένο Μακεδόνα διδάσκαλο, Νικόλαο Κάρο (ή Κάρεφ). Η γνωριμία του συνδέσμου με τον κομιτατζή έγινε κατά τύχη στο Ξενοδοχείο «Οτέλ Μοναστήρ», στην πόλη του Μοναστηρίου (Βιτώλια). Όπως περιγράφει και ο ίδιος: «Κατ’ αρχάς ο κύριος αυτός εφαίνετο πολύ επιφυλακτικός προς εμέ, κατόπιν όμως συστάσεως ενός Έλληνος εκ Κρουσόβου Παπαγκούδα ονομαζομένου, δεν εδυσκολεύθη να μου ειπή, αφού προηγουμένος έρριξε γύρω του μερικά βλέμματα ύποπτα, ότι είναι βουλγαρόφρων και μέλος του Κομιτάτου».
«- Είσαι Μακεδών; του λέγω.
– Μάλιστα.
– Και κατά συνέπεια Έλλην.
– Αυτό δεν το ξέρω, μου απαντά, εγώ είμαι Μακεδών.
– Κατ’ ευθείαν απόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου; του λέγω ειρωνευόμενος.
– Μάλιστα.
– Και ο Μέγας Αλέξανδρος τι ήτο παρακαλώ;
– Δεν ξέρω, η Ιστορία όμως λέγει ότι ήτο Έλλην.
– Τότε και συ, ως απόγονος εκείνου, είσαι Έλλην.
Δεν μου απήντησε.
– Τότε, λοιπόν, τον ερωτώ και πάλιν, διατί αφού είσθε Έλληνες θέλετε να ελευθερωθήτε δια της Βουλγαρίας;
-Βουλγαρίαν ποίαν εννοείς, το Κομιτάτον;
-Μάλιστα.
– Σου απαντώ λοιπόν ότι το Κομιτάτον δεν είναι Βουλγαρικόν και δεύτερον ότι φαινόμεθα κλίνοντες προς Βουλγαρίαν διότι μόνον αυτή φαίνεται πρόθυμη εις το να μας βοηθήσει και η Ελλάς εάν έκαμνε το ίδιο θα την δεχώμεθα με όλη μας την καρδιά.
[…]
– Καλά, και άμα ελευθερωθείτε τι θέλετε να γίνετε, αυτονομία;
– Μάλιστα, όπως εις την Ελβετίαν εις την οποίαν τρείς διάφοροι φυλαί ζώσι εν άκρα σύμπνοια και αγάπη.
– Ναι, αλλά ξέρετε ότι κατ’ αυτόν τον τρόπον εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της Πανσλαυϊστικής Έταιρείας της οποίας παράρτημα είναι το Κομιτάτον;
– Πώς τα εξυπηρετούμεν;
– Μα, καθώς ωμολόγησες ανωτέρω η Μακεδονία είναι χώρα ελληνική, εάν δε κάθε ελληνική χώρα θελήση ν’ αποτελέση αυτόνομον πολιτείαν τότε επέρχεται η εξασθένησις της Ελλάδος, πράγμα το οποίον επιδιώκει η Πανσλαυϊστική Εταιρεία.
– Γιατί το επιδιώκει;
– Δια να μας σκλαβώση μια μέρα και μας και σας και θέλει να μας εύρη αδυνάτους, για να το επιτύχει ευχερέστερον.
Ο Κάρεφ εφάνη σκεπτόμενος προς στιγμήν. Εγώ έσπευσα να διακόψω την ησυχίαν.
- Γιατί δεν θέλετε να ενωθήτε με την Ελλάδα;
- Γιατί εάν μας πάρει Η Μώρα (Ελλάς) θα γίνη ένα μεγάλο κράτος και κατά συνέπειαν μοναρχία. Εν τοιαύτη δε περιπτώσει θα προκύψουν πολλά κακά, πρώτον η μοναρχία και τα ταύτης παρεπόμενα και δεύτερον η Ελλάς θα μας βάλη να πολεμήσωμε με την Βουλγαρίαν πράγμα το οποίον δεν θέλομεν.
- Σεις τι θέλετε;
Μου έδειξε το καπέλλο του.
- Θέλομεν ρεπούμπλικα.
- Δημοκρατίαν και φιλίαν με την Βουλγαρίαν;
– Όχι με την Βουλγαρίαν μόνον, αλλά και με όποιον μας βοηθήσει να ελευθερωθώμεν.
– Με την Βουλγαρίαν θέλετε να ενωθήτε;
– Όχι! Όχι!
– Και αυτά σας τα διδάσκει το Κομιτάτον;
– Μάλιστα.
– Τότε αυτό το Κομιτάτον το οποίο φροντίζει τόσον δια την ανεξαρτησίαν σας, γιατί δεν ζητεί την προστασίαν της Ελλάδος η οποία έχει περισσότερα καθήκοντα να σας ελευθερώση, αλλά καταφεύγει εις τους βαρβάρους;
– Να σας απαντήσω αμέσως, ημείς ομοιάζομεν με άνθρωπον ο οποίος έπεσε μέσα εις την θάλασσαν και κινδυνεύει από ώρα εις ώραν να πνιγή. Ε, δεν μου λέτε παρακαλώ, ο άνθρωπος αυτός για να σωθή θα πιασθή από ότι εύρη εκείνην την στιγμήν εμπρός του, και από φίδι ακόμα θα πιασθή για να σωθή, έτσι είμεθα και μεις και Τούρκος ακόμη να μας κάνη χείρα σωτηρίας θα την αρπάξωμεν μετ’ ευγνωμοσύνης.
[…]
– Ναι, ναι, αυτό που σας λέγω εγώ, επανέλαβε ο Κάρεφ, ένα δένδρο που έσκασε το χώμα και εφύτρωσε γιατί να μην το ποτίσουν όλοι για να μεγαλώση;
– Και αυτό το δένδρο το ποτίζει μόνον η Βουλγαρία τώρα, ε;
– Μάλιστα.
– Ναι, αλλά ξέρεις με τι το ποτίζει η Βουλγαρία; Με δηλητήριον μισελληνισμού.
– Ό,τι και αν είναι αυτό το πότισμα, αυτό μας δροσίζει και μας έκαμε να στρέψωμεν τα κλαδιά μας προς εκείνο το μέρος προς το οποίον ομολογούμεν ότι τίποτε δεν μας συνδέει και να φύγωμεν από σας με τους οποίους έχομεν ΕΝΑ ΑΙΜΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ, αυτό είναι τρόπον τινά μία διαμαρτυρία εναντίον της ελληνικής αδιαφορίας.
– Αυτά που λες είναι αποτελέσματα του Βουλγαρικού ποτίσματος, διότι η Ελλάς ουδέποτε έπαυσε να σας υποστηρίζη και δια των γραμμάτων και δια των όπλων.
Και πάλιν ο Κάρεφ δεν μου απήντησε…»
(Σ.Γ. Σταμ., ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, αρ.7608, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΛΙΑΣ ΒΟΥΛΗΣ, Αρχείο Ίωνος Δραγούμη.)
Ο Νικόλαος Κάρεφ (1877-1905) υπήρξε σοσιαλιστής και ένοπλος επαναστάτης-κομιτατζής στην πανσλαβιστική/βουλγαρική εξέγερση του Ίλιντεν. Σήμερα θεωρείται εθνικός ήρως στην Βουλγαρία και στα Σκόπια. Ήταν μέλος της «Σοσιαλιστικής Φράξιας Μακεδόνων εργατών» (τοπικό παράρτημα του «Βουλγαρικού Εργατικού Σοσιαλο-δημοκρατικού Κόμματος») και της βουλγαρικής «Εσωτερικής Μακεδονο-Αδριανοπολίτικης Επαναστατικής Οργάνωσης». Κατά την εξέγερση του Ίλιντεν (Ημέρα του Προφήτη Ηλία) στις 20 Ιουλίου/2 Αυγούστου 1903 που εκδηλώθηκε στο Βιλαέτι του Μοναστηρίου ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπήρξε πρόεδρος της βραχύβιας προσωρινής Δημοκρατίας του Κρουσόβου, μέχρι που αυτή καταλύθηκε από τον οθωμανικό στρατό μετά 10 ημέρες.
Η περίπτωση του Κάρεφ, ενός σλαβόφωνου Μακεδόνα που παρά την σοσιαλιστική ιδεολογία του και την εκπαίδευσή του σε βουλγαρικό σχολείο (Βουλγαρικό Κλασικό Γυμνάσιο Μοναστηρίου) διατήρησε κατά κάποιον τρόπο την συνείδηση της εντοπιότητάς του και της καταγωγής του, αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα για την κατανόηση της ψευδούς εθνογένεσης που έλαβε χώρα στο κράτος των Σκοπίων. Ένα παράδειγμα που αποδεικνύει περίτρανα πως η αποξένωση των Ελλήνων από την γλώσσα τους, η ιδεολογική και εθνική τους απονεύρωση σε συνδυασμό με τη νωθρότητα και τον αβδηριτισμό των ελληνικών αρχών, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην σύγχρονη γενιτσαροποίησή τους. Δυστυχώς για την Μακεδονία, Δραγούμης υπήρξε μόνο ένας.