Νέα έρευνα DNA αποκαλύπτει την γενετική ομοιότητα των προηγμένων προϊστορικών Αιγαιακών Πολιτισμών

Γενετική συνέχεια από την Εποχή του Χαλκού μέχρι σήμερα παρουσιάζουν οι σύγχρονοι Έλληνες!

Κυκλαδίτες, Μινωίτες, Μυκηναίοι και πληθυσμοί της Δυτικής Ανατολίας ήταν γενετικά όμοιοι με βαθιές ρίζες στον αιγαιακό χώρο

©Unsplash/Flo Meixner

Μια διεθνής μελέτη με πρωτοπόρους 16 κορυφαίους Έλληνες επιστήμονες ρίχνει περισσότερο φως στην καταγωγή των μεγάλων προϊστορικών πολιτισμών του Αιγαίου. Η ομάδα των ερευνητών από την Ελλάδα και την Ελβετία πραγματοποίησε μια γενετική ανάλυση δειγμάτων DNA που συλλέχθηκαν από τα σκελετικά κατάλοιπα 17 ατόμων που βρέθηκαν σε διαφορετικούς προϊστορικούς οικισμούς της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα (Ελάτη-Λογκάς Κοζάνης, Μάνικα, Κουφονήσι, Πετράς, Άγιος Κοσμάς, Πέλλα, Ξεροπήγαδο Κοιλάδας και Παλιάμπελα-Κολινδρού). Η προέλευση των Μυκηναίων και των Μινωιτών απασχολούσε τους αρχαιολόγους για περισσότερο από έναν αιώνα και οι σχετικές εκτιμήσεις βασίζονταν μέχρι πρόσφατα κυρίως σε αρχαιολογικά και γλωσσολογικά δεδομένα.

Σύμφωνα με την μελέτη για την ακολουθία γονιδιωμάτων που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cell, οι πρώτοι μεγάλοι πολιτισμοί του Αιγαίου, δηλαδή ο Μινωικός που άκμασε στην Κρήτη, ο Κυκλαδικός των κεντρικών νησιών του Αιγαίου και ο Ελλαδικός της ηπειρωτικής Ελλάδας είναι περισσότερο ομοιογενείς γενετικά απ’ ότι αναμενόταν.

Στο παρελθόν είχε υποτεθεί ότι αυτοί οι τρεις μεγάλοι διαφορετικοί πολιτισμοί δημιουργήθηκαν από γενετικά διακριτούς λαούς, παρά την κοντινή απόστασή και τις συνεχείς επαφές τους. Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα της νέας έρευνας θέτουν υπό αμφισβήτηση αυτήν την υπόθεση. Φαίνεται ότι αυτοί οι τρεις σπουδαίοι πολιτισμοί του Αιγαίου δεν ήταν τόσο απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο, όπως θεωρούσαν αρχικά οι ειδικοί, αλλά αντιθέτως εντοπίζεται η προέλευσή τους σε προγενέστερους κοινούς προγόνους ή ακόμα και σε κάποιον κοινό πολιτισμό του
παρελθόντος.

Να συμπληρώσουμε εδώ, ότι οι κάτοικοι του Αιγαίου μοιράζονται την ίδια περίοδο κοινό DNA με τους πληθυσμούς της δυτικής και βόρειας Ανατολίας (περίπου τα όρια της σημερινής Τουρκίας), με τους οποίους είχαν πολλά κοινά στην αρχιτεκτονική και σε ταφικές πρακτικές. Όπως έχει δηλώσει και παλαιότερα ο Έλληνας γενετιστής Ιωσήφ Λαζαρίδης, «οι πρώτοι νεολιθικοί πληθυσμοί της Δυτικής Ανατολίας και της Ελλάδας ήταν εξαιρετικά ομοιογενείς, απόγονοι ενός κοινού πρωτο-γεωργικού πληθυσμού που εξαπλώθηκε από την 7η χιλιετία π.Χ. ανά την Ευρώπη».

Παρά τις έντονες διαφορές στα ταφικά έθιμα, την αρχιτεκτονική και την τέχνη, οι τρείς μεγάλοι Αιγαιακοί πολιτισμοί ήταν γενετικά όμοιοι κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (περ. 3.100 – 2.100 π.Χ.). Τα συγκεκριμένα αποτελέσματα είναι σημαντικά διότι υποδηλώνουν πως κρίσιμες καινοτομίες όπως η ανάπτυξη αστικών κέντρων, η χρήση μετάλλων και το εντατικό «διεθνές» εμπόριο που πραγματοποιούταν κατά τη μετάβαση από τη Νεολιθική Εποχή στην Εποχή του Χαλκού δεν οφείλονταν αποκλειστικά σε εξωγενείς παράγοντες και στην μαζική μετανάστευση από τα ανατολικά του Αιγαίου όπως υποστηριζόταν προηγουμένως, αλλά επίσης σε μεγάλο
βαθμό από την πολιτιστική συνέχεια των τοπικών νεολιθικών πληθυσμών.

Η μελέτη διαπιστώνει επίσης ότι κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού (περ. 2.100-1.700 π.Χ.), το DNA των ανθρώπων του βόρειου Αιγαίου (Μακεδονία) παρουσιάζει μια διακριτή διαφορά σε σύγκριση με αυτό των ανθρώπων της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Οι πρώτοι μοιράζονται σε σημαντικό ποσοστό το γενετικό τους υλικό με αυτό των ανθρώπων της στέπας του Πόντου-Κασπίας (Pontic–Caspian steppe), μια μεγάλη γεωγραφική περιοχή που εκτείνεται μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Ουράλη βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Οι νομαδικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν εκεί είναι γνωστό ότι μετακινούνταν και καθώς ταξίδευαν εγκαταστάθηκαν σε νέες περιοχές και επηρέασαν σε κάποιο βαθμό την ανάπτυξη πολλών προϊστορικών-αρχαίων κεντρικών ευρωπαϊκών πολιτισμών. Κάτι παρόμοιο αν και σε μικρότερο ποσοστό ίσως να ισχύει και για τον Αιγαιακό χώρο, όπου τα πρώτα κύματα
μετανάστευσης από τον βορρά έφτασαν στο Αιγαίο κατά την Μέση εποχή του Χαλκού. Επειδή όμως η καταγωγή που σχετίζεται με τη στέπα ουσιαστικά απουσιάζει από τη Σαρδηνία και επειδή δεν έχουμε αποδείξεις για καταγωγή της στέπας σε Μινωίτες, αυτό ίσως υποδηλώνει σύμφωνα με τους ειδικούς ότι οι σχετικοί –με την
στέπα– πληθυσμοί δεν συνήθιζαν να διασχίζουν την θάλασσα και δεν ήταν ικανοί θαλασσοπόροι κατά την Εποχή του Χαλκού.

©Unsplash/Jaime Spaniol

Οι γενετικές ενδείξεις υποδηλώνουν ότι τα συγκεκριμένα κύματα μετανάστευσης είτε κτηνοτρόφων από την μακρινή στέπα του Πόντου-Κασπίας, είτε από βαλκανικούς πληθυσμούς βόρεια του Αιγαίου οι οποίοι είχαν παρόμοια καταγωγή από την στέπα και ίσως μετανάστευσαν προγενέστερα στον βαλκανικό νότο (πιθανότερη θεωρία), σε συνδυασμό με τους προγενέστερους κατοίκους του Αιγαίου, σχηματίζουν σε μεγάλο ποσοστό το γενετικό υλικό των σημερινών Ελλήνων. Αυτά τα πιθανά μεταναστευτικά κύματα προηγούνται της εμφάνισης της πρώτης τεκμηριωμένης ελληνικής γραφής, ενισχύοντας ταυτόχρονα τις δύο κύριες γλωσσικές θεωρίες που θέλουν την εμφάνιση των Πρωτοελληνικών και την διάδοση-εξέλιξη των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών είτε από την Ανατολία είτε από την περιοχή της στέπας.

Εντούτοις, σημαντική παραμένει και η επιβεβαίωση της γενετικής συνέχειας των κατοίκων του Αιγαίου καθ΄ όλη την διάρκεια της Εποχής του Χαλκού. Η έρευνα έδειξε ότι τόσο στους Μυκηναίους όσο και στους Μινωίτες υπάρχει επίσης μια μικρότερη ανατολική γενετική επιρροή, σε ποσοστό 10% έως 15%, από τη Δυτική Ασία, η οποία σχετίζεται με τους αρχαίους κατοίκους του Καυκάσου, της Αρμενίας και του Ιράν.

Η Εποχή του Χαλκού στην Ευρασία χαρακτηρίστηκε από σημαντικές αλλαγές σε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, ορατές στην εμφάνιση των πρώτων μεγάλων αστικών κέντρων και των μνημειακών ανακτόρων. Οι αυξανόμενες οικονομικές, τεχνολογικές και πολιτισμικές ανταλλαγές που αναπτύχθηκαν κατά τη
διάρκεια αυτής της κρίσιμης περιόδου, έθεσαν τα θεμέλια για τους μετέπειτα μεγάλους πολιτισμούς, όπως τον ελληνικό, τον ρωμαϊκό και τον δυτικό. Η γενετική προέλευση των λαών πριν και μετά την μετάβαση από την Νεολιθική Εποχή στην Εποχή του Χαλκού έχει μεγάλη σημασία για την κατανόηση της ανόδου των πολιτισμών και της εξάπλωσης των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών της Ανατολίας, της Ελλάδας και του υπόλοιπου ευρωπαϊκού χώρου. Πολλά ερωτήματα γεννιούνται κάθε τόσο από τις μελέτες του γενετικού υλικού που έχουμε στη διάθεσή μας και πολλά παραμένουν μέχρι σήμερα αναπάντητα, με τις απόψεις των ειδικών να διίστανται.

Το κύριο συμπέρασμα και από αυτή τη μελέτη είναι πως η πληθυσμιακή ιστορία της Ελλάδας έχει χαρακτηριστικά σημαντικής γενετικής συνέχειας, αλλά όχι πλήρους απομόνωσης.

Ένας από τους δύο σκελετούς της Μέσης Εποχής του Χαλκού που χρησιμοποιήθηκαν για την γενετική έρευνα. Από τον αρχαιολογικό χώρο της Ελάτης-«Λογκάς» (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κοζάνης)

Οι μελλοντικές μελέτες που θα εστιάσουν στη περαιτέρω διερεύνηση των ανθρωπίνων γονιδιωμάτων μεταξύ της Μεσολιθικής και της Εποχής του Χαλκού στον χώρο της Ανατολίας, της Αρμενίας και του Καυκάσου ίσως να βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση της προϊστορίας του Ευρασιατικού χώρου, συνδέοντας τα γονιδιωματικά δεδομένα με τις υπάρχουσες αρχαιολογικές και γλωσσικές ενδείξεις.

Η απάντηση στη χωματερή.

Για δες εδώ

Μπορεί να σε ενδιαφέρει

Είμαστε

ΠΑΝΤΟΥ