Μας στέλνει ο Foil,
Μεγάλοι Λογοτέχνες
«Η ομορφιά θα σώσει τον Κόσμο.» Υποθέτω αυτό είναι το πιο πολυφορεμένο quote του Ντοστογιέφσκι, καθώς πάει με όλα (όπως η κόκα), από το ποστάρισμα μίας καρμπονάρας στο Τουίτερ ως το ποστάρισμα μίας κορμάρας (ανάλογα βέβαια τα γούστα του καθενός αλλά και τα ψιλά γράμματα της alphabet κοινότητας, που καιροφυλακτεί) στο ίνστα.
Βέβαια, για να λέμε και την αλήθεια, κανείς δεν έχει καταλάβει πού ακριβώς αναφέρεται ο διάσημος Ρώσος ανατόμος της ανθρώπινης συνθήκης –μία μικρή υποψία ότι το quote προέρχεται από την ανάγνωσή του των Ανατολικών Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά αυτή απλώς του συγγράφοντος το ακόλουθο άρθρο- αποθέωση στον Πέτρο Τατσόπουλο, και όχι της Ακαδημαϊκής Κοινότητος με τους τόνους εχέγγυα βαρίδια που σέρνει δρασκελίζοντας τα κείμενα του μακραίωνου λογοτεχνικού κανόνα.
Ωστόσο, αυτό που θα έκανα εγώ –θα ρίσκαρα μία εικασία για το ερέθισμα, την αφορμή που είχε ο Ντοστογιέφσκι ώστε να αναδυθεί (αναδύσει, για τους πιο devotees του– διότι ο Ντοστογιέφσκι κάνει μεταβατικά και τα σημεία εκτός από τα ρήματα) από μέσα του το εν λόγω quote: Ιδού λοιπόν, λέω, ο Ντοστογιέφσκι ξύπνησε μία ημέρα στραβωμένος (ποια από όλες άγνωστο, πιθανολογώ ότι τις περισσότερες ξυπνούσε στραβωμένος) και βλέποντας τον εαυτό του στον καθρέφτη, με τη συνείδησή του μισοαφυπνισμένη και τον υπερενεργητικό νου του να μαζεύει momentum, σκέφτηκε (όχι το περίφημο Σκέφτομαι δεαρφόου(ρ) υπάρχω) αλλά «Τι σκατόφατσα είναι αυτή;». Και μετά σκέφτηκε «Τι θα κάνουμε γι’ αυτό.» Και μετά είπε «Oh well, πάμε στο σαμοβάρι, αυτή τη φάτσα έχουμε.»
Τι εννοώ. Λέω, για να κάμεις καλή λογοτεχνία πρέπει να μη σε αρέσει η φάτσα σου. Διότι αν σε αρέσει η φάτσα σου, τότε λες «ok όλα τέλεια, Χιούστον δεν έχουμε κανένα πρόβλημα, πάμε παρακάτω, πάμε να χτυπήσουμε ένα εγγλέζικο πρωινό» από αυτά τα δυνατά που στις 11 σε κάνουν να παράγεις μεθάνιο και να χτυπάς κοκτέιλ σε sunny beachόμπαρα με καλλονές από την Αϊτή, Ταϊτή, τεσπά ομόηχες καλλονές τύπου Νόβα.
Όταν όμως το πρώτο πράγμα που θα σκεφτείς, κοιτάζοντας τον καθρέφτη, είναι «τι σκατόφατσα είναι αυτή,» ε οκ θα το αποδεχτείς μεν στωικά (εννοώ είναι ένας τρόπος κ αυτός να αντέξεις την κοσμική τραγωδία σε ανθρώπινη μορφή που θα έλεγε και ο Ουναμούνο αποδίδοντάς σου μια κάποια αξία) αλλά ο καλλιτέχνης ο σωστός ο μεγάλος ο πρόστυχος, θα το επεξεργαστεί περαιτέρω και θα φτάσει σε ένα quote που θα θρυμματίσει το εύθραυστο αυτιστικό echo chamber, ένα quote του τύπου «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο.»
Αυτό που εννοώ, δηλαδή, και πάλι, είναι ότι για να κάμεις μεγάλη λογοτεχνία κάτι πρέπει να μη σε αρέσει στη φάτσα σου και κατ’ επέκταση στον κόσμο (οκ υπάρχουν κ αυτοί που το φτάνουν στο άλλο άκρο, και θα πουν «εμένα δεν με αρέσουν οι φάτσες των άλλων,» αλλά α) αυτό είναι προβολή που λένε και οι ψυχολόγοι (οι οποίοι βέβαια δεν υπάρχουν, είναι προβολές του πρώτου μ.Χ. ψυχολόγου, του Ντοστογιέφσκι, όπως άλλωστε και η Πάντειος –η Πάντειος για την ακρίβεια είναι ο Πύργος που συνέλαβε ο Ντοστογιέφσκι για να φυλακίσει όλους τους επόμενους θεωρητικούς του, από Κάφκα μέχρι Νίτσε κλπ ων ουκ έστιν αριθμός κλπ), και β) οκ το αποδέχεσαι, τον χτυπάς φιλικά στην πλάτη και λες είσαι η εξαίρεση στον κανόνα εσύ, Φερντινά(ντ), πάμε παρακάτω.)
Αλλά ναι αυτός είναι ο κανόνας α) κάτι δεν σου αρέσει στη φάτσα σου, β) σου τη σπάει ο εαυτός σου (κατ’ επέκταση ο κόσμος, αφού είσαι μέρος του) γ) κάνεις μεγάλη λογοτεχνία.
Ροκ Σταρς
Ωραία όλα αυτά.
Πάμε στην απέναντι όχθη – από τη μία αφήσαμε τον Ντοστογιέφσκι και το «πώς είσαι έτσι ρε μεγάλε;»
Τι συναντάμε στην απέναντι όχθη
Στην απέναντι όχθη συναντάμε ένα, επίσης, αγαπημένο μου θέμα
– τους ροκ σταρς.
[Παρέκβαση – κατά την προσωπική και ταπεινή μου άποψη ροκ δεν υπάρχει. Ροκ είναι ένα πράγμα νεκρό που κρατάνε με νύχια και δόντια (μάλιστα ορισμένες φορές σκέφτομαι τα δικά του νύχια και δόντια) στη ζωή, όπως τον Μπέρνι, για να δικαιολογούν την ύπαρξη ελληνικών επαρχιακών ροκ μπαρ όπου εξακολουθούν να ακούγονται κάτι Dire Straits. Ποπ μόνο υπάρχει και η τελειοποιημένη εκδοχή της είναι το θρας μέταλ (αλλά οκ δεν θα επεκταθώ πάνω σε αυτό).]
Οπότε, ας πούμε, στην απέναντι όχθη υπάρχουν ροκ σταρς. Τι χαρακτηρίζει τους ροκ σταρς – πάνω από όλα το ποζεριλίκι. Ένα από τα αγαπημένα μου θέματα ψυχολογίας, ή μάλλον (επινοώντας έναν όρο), «ποπ ψυχολογίας», δλδ πωπσυχολογίας, το ποζεριλίκι είναι κάτι αυτο-αποθεωτικό, κάτι εντελώς αυτάρεσκο, μία οιονεί τελετουργία στην οποία ο ροκ σταρ επινοεί εκ νέου τον εαυτό του (όπως ο Τζακ Νίκολσον στο Επάγγελμα Ρεπόρτερ) δημιουργώντας μία περσόνα.
Άλλο που πολλοί ροκ σταρς, οι περισσότεροι δλδ, την πατάνε με τις illusions τους και κατά συνέπεια νομίζουν ότι είναι οι περσόνες τους χάνοντας τον εαυτό τους (θα έφερνα ως (τραγικό) παράδειγμα τον Τζωρτζ Μάικλ, ως (κανονιστικό) παράδειγμα τον Άκσελ Ρόουζ κλπ).
Για να συνοψίσουμε…
Από τη μία όχθη οι μεγάλοι λογοτέχνες (που τους σπάει τα νεύρα ο εαυτός τους, που όμως αυτό τους οδηγεί στο να θέλουν κάποιον να τους σώσει (η ομορφιά) και αυτό τους οδηγεί περαιτέρω στο να έχουν πρόβλημα με την κοινωνία, δλδ να πηγαίνουν εναντίον όλων των θεσμών δομικά) και από την άλλη οι ροκ σταρς (που λατρεύουν τον εαυτό τους, που πιστεύουν ότι θα σώσουν τον κόσμο λόγω της ομορφιάς τους, που τους οδηγεί στο να μην έχουν πρόβλημα με τους θεσμούς της κοινωνίας αλλά με το γεγονός ότι βλέπουν όλους τους υπόλοιπους άσχημους κ ως εκ τούτου subject to βελτιώσεις κλπ).
Η υπόθεση της Νεολληνέζικης Λογοτεχνίας
Ο Τατσόπουλος τι δουλειά έχει με όλα αυτά;
Είδα πρόσφατα ένα τουή, ένα άρθρο, ένα quote (δεν θυμάμαι τι ακριβώς αλλά για να το χαρακτηρίσω σωστά θα έλεγα μία ακόμη επώδυνη τομή στη σάρκα της νεοελληνέζικης κοινότητας) του μεγάλου αυτού πνευματικού ταγού της νεοελληνικής πασοκέζικης κοινωνίας (η οποία δεν υπάρχει βέβαια πια προς θλίψη όλων μας και συνεχίζει να συντηρείται κάπως στη ζωή όπως οι νεκροί στο Μπόμποκ του Ντοστογιέφσκι, δηλαδή συνεχίζει να συντηρείται χάρη σε κάποια “Αδράνεια της Συνείδησης» που κάνει τους νεκρούς να εξακολουθούν να συνδιαλέγονται (ΣτΣ – χαχα, συνδιαλέγονται λέει)), όπου μπαϊλντισμένος με τον λαουτζίκο, τους φτωχούληδες, εξαπέλυε επίθεση εναντίον του καθώς πάλι αυτός ο σκοταδισμός, αυτή η μεσαιωνικότητα, αυτός ο χριστιανισμός αυτού του λαού τον έκαμνε να μην υποδέχεται με ανοιχτά τα πόδια ανοιχτές τις αγκάλες την Αμάλ που του έκαμνε επίθεση αγάπης.
«Έτσι είναι!» έπιασα τον εαυτό μου ως αναγνώστη να φωνασκεί. Γι’ άλλη μια φορά ο μεγάλος αυτός διανοητής στρατηγός, ο Μπεκενμπάουερ κ Κλαουζέβιτς ασκήσεων επί χάρτου κατά της ππρροκαττάλληπσπσης, της μμισσαλοδδοκσκσίας, του σκαταδισμού, έδινε τα ρέστα του οδηγώντας την ελαφρά ταξιαρχία της νεοελληνέζικης κουλτούρας εναντίον του μοναδικού εχθρού της νεολληνέζικης κοινωνίας, του ίδιου της του λαού.
Διότι πότε είσαι μεγάλος λογοτέχνης αν όχι όταν σπας αβγά; Και πότε σπας αβγά αν όχι όταν καταγγέλλεις, όταν έχεις το θάρρος να καταγγέλλεις τα κακώς κείμενα της νεολληνέζικης κοινωνίας; Τα οποία βέβαια συμπυκνώνονται στο ακόλουθο ένα, τον λαό της, τη moelle substantifique της δηλαδή. Καθότι όλα τα υπόλοιπα στη νεοελληνέζικη κοινωνία είναι ι-δα-νι-κά – όλοι οι θεσμοί λειτουργούν άψογα, με πρώτο και καλύτερο βέβαια σε αυτή την ιδιότυπη Αλυσίδα της Ύπαρξης, το Κοινοβούλιο, μέλος του οποίου προσπαθεί να γίνει ο Πήτα (μπορεί και να έχει γίνει δεν γνωρίζω, στις απόκρημνες κορυφές από τις οποίες μας ατενίζουν οι κοινοβουλευτικοί μας αντιπροσωπέζοι όλες οι φάτσες φαίνονται σκατά – εννοώ δεν φαίνονται καλά, το απόμακρον γαρ).
Δεν είναι κανένας μαλάκας ο Πέτρος ο Τατσόπουλος να αναφωνήσει σαν εκείνο το τυχάρπαστο, τον μεθύστακα και ευαγώς τρόφιμο της φαντασίας του Σολωμό, αγαπημένε μου λαέ κλπ. Όχι φίλε αναγνώστη, ο Πέτρος, όπως ο Σκύλος του Έλιοτ, είναι εδώ για να ξεθάψει τον σκέλετον ιν δε κλόουζετ και να δείξει ότι ο βασιλιάς-λαός είναι γυμνός. Δεν θα μασήσει τα λόγια του.
Μεγαλώσαμε, εμείς που γεννηθήκαμε καθώς ο αιώνας πλησίαζε στο τέλος του (ο εικοστός, όχι ο εικοστός πρώτος), μαθαίνοντας για κάποιον λόγο πως ο Τατσόπουλος αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της νεολληνέζικης λογοτεχνικής σκηνής (κανείς μας, αναγνώστες-προϊόντα γαρ πασοκοκρατούμενου ψιττακισμού, δεν ρώτησε πώς γιατί πότε κλπ). Έτσι, γύρω στο 90, όταν αναπτύσσαμε μία λογοτεχνική αίσθηση, τον βρήκαμε μπροστά μας – έστω και αν δεν του δώσαμε σημασία καθότι ατυχία αγαθή συνέδραμε να διαβάσουμε άλλα βιβλία εκείνη την εποχή – να δεσπόζει στο σκηνικό μαζί με άλλα θηρία, όπως ο Βασιλικός, ο Αλεξάκης κλπ ων ουκ έστιν αριθμός πάλι.
Φυσικά, ούτε Βασιλικό διαβάσαμε αν και τον μάθαμε σε στιγμές δύσκολες πάλι για το πνεύμα μέσω εκείνης της εκπομπής στην ΕΡΤ3 (λογικά την είχε πάρει επειδή ήταν κ αυτός ασυμβίβαστος, δηλαδή ξιφουλκούσε εναντίον του καθεστώτος, υποθέτω) όπου το μοναδικό που μπορούμε να θυμηθούμε ήταν το τσιμπούκι που κάπνιζε εξαϋλώνοντας το πνεύμα σε καπνό – και, πράγμα απίθανο και δύσκολο ιδιαίτερα, δίνοντας εν τέλει σχήμα σε αυτό που ο θυμόσοφος και παρασιτοειδής λαός μας ονομάζει ‘αέρα κοπανιστό’.
Μετά ήλθαν ο Χωμενίδης (ένας ευχάριστος τύπος, που έγραφε ωραία, γάργαρος δηλαδή ο λόγος αλλά χωρίς κανένα περιεχόμενο), ο Κορτώ κλπ. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι τους, ταλέντα πολύχρωμα και εφευρετικά, είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό, αυτήν την ακατάβλητη επαναστατική διάθεση απέναντι στην εξουσία που εν πολλοίς τους στέρησε και την ευρύτερη αναγνώριση στην νεοελληνέζικη κοινωνία.
Για να κάνουμε κύκλο και να διαβάσουμε τελικά την Καρδιά του Κτήνους του Τατσόπουλου, όπου συναντήσαμε και ένα quote αντίστοιχο του «Η ομορφιά θα σώσει τον Κόσμο», το «Γυναίκες… πεταμένα λεφτά» – αν δεν με απατά η μνήμη μου. Τεσπά το διαβάσαμε στον στρατό και διαπιστώνοντας εν τέλει το μέγεθος του ανδρός – και ότι αυτά που γράφει είναι πολύ μπροστά από την εποχή του – είπαμε, κοιτάζοντας τον εαυτό μας στον καθρέφτη,
Αυτή είναι η νεοελληνέζικη λογοτεχνία, δεν μπορείς εσύ Ελληνάκο να την πιάσεις, είναι τόσο μπροστά από την εποχή της που δεν την κατανοείς και τόσο ασυμβίβαστη απέναντι σε πάσης φύσεως εξουσία που αν συνειδητοποιούσες το διακύβευμα των ακάματων αυτών αγωνιστών της αλήθειας το φως του θα σε τύφλωνε
και τη βάλαμε στην άκρη, για να ασχοληθούμε με τίποτε πιο ανώδυνο
(Άλλωστε, αυτοί είναι οι Κλασικοί δεν λένε; Αυτοί των οποίων τα βιβλία όλοι έχουν και κανείς δεν έχει διαβάσει)
Τι θέλω να πω πάλι
Ο Πέτρος Τατσόπουλος (και κατ’ επέκταση το νεοελληνέζικο λογοτεχνικό πιτογυριστάν, λίγους από τους εκπροσώπους του οποίου αναφέραμε επί τροχάδην) είναι στην πραγματικότητα ένας μεγάλος λογοτέχνης φυλακισμένος σε σώμα ροκ σταρ – και χάρη σε αυτήν την ικανότητά του ενώνει τις απέναντι όχθες που δεν μπόρεσαν σε καμία περίπτωση να διαβούν μεγέθη όπως αυτά του Ντοστογιέφσκι.
Έπειτα, η ομορφιά της νεολληνέζικης λογοτεχνίας είναι που θα σώσει τον κόσμο – καταδικάζοντάς τον ok, αλλά ποιος είπε ότι και αυτό δεν θα είναι μία μορφή σωτηρίας; Καθότι, άλλωστε, είμαστε στην εποχή όχι των δολοφόνων αλλά των καθρεφτών, και ως γνωστόν υπάρχουν καθρέφτες και καθρέφτες – υπάρχουν αυτοί οι καθρέφτες που σου σπάνε τα νεύρα και εκείνοι που λένε πως είσαι ο πιο όμορφος στον κόσμο (κ όλοι οι υπόλοιποι, φερ’ ειπείν ο Ελληνάκος, άσχημοι) κ συνεχίζεις απροβλημάτιστος, ίσως κάνοντας μεγάλη λογοτεχνία, αλλά οπωσδήποτε προχωρώντας το ποζεριλίκι, sine qua non του ροκ σταρ, σε άλλο επίπεδο, λογοτεχνικό πιθανώς.
Το θέμα είναι αυτό – μόνο εμείς έχουμε τόσο σημαντικούς νεοελληνέζους λογοτέχνες ώστε να μη διστάζουν να πάνε κόντρα στο κατεστημένο με τόση ορμή που θα έκανε και εκείνη τη charge of the light brigade να ακούγεται ως ένα σφύριγμα ανέμου μπροστά στην παραγωγή μεθανίου την οποία παράγει η εικονοκλαστική τους διάθεση μπροστά στις δομές της εκσουσίας – στο κάτω-κάτω, οι γίγαντες και η φασολάδα ήταν ανέκαθεν το εθνικό μας φαγητό
Υ.Γ. Ένα άθλιο έργο που δεν συνιστώ σε κανέναν να διαβάσει – άλλο που με άρεσε εμένα – είναι Ο Εργένης του Ραπτόπουλου, που είναι ένα étude πάνω σε Ντοστογιεφκικό όνειρο.