Μπασισμός

Ο λόγος που πλέον προσεγγίσω τις γυναίκες όπως η αράχνη τη μύγα
📷 Unsplash/freestocks

Η αφορμή

Κάποτε, πιτσιρικάδες ακόμη, με επισκέφτηκε ένας φίλος, και γράψαμε κασέτες, Led Zeppelin και Alice in Chains και DRI. Η αλήθεια είναι πως εκείνη τη στιγμή (στα πρώτα μου ακόμη βήματα στο metal) αποφάσισα ότι θέλω να γίνω μπασίστας.

Αυτός, ο φίλος, έπαιζε ηλεκτρική κιθάρα. Δεν γνωρίζω αν το να αποφασίσω ότι θέλω να γίνω μπασίστας ήταν απλώς μία αντίδραση στη μονοκρατορία των κιθαριστών. Από τους Metallica π.χ. εκτιμούσα περισσότερο τον Newsted, τον μπασίστα τους, χωρίς να γνωρίζω αν αυτό συνέβαινε επειδή ήταν μπασίστας ή επειδή είχε το καλύτερο μαλλί στο συγκρότημα.

Όπως και να έχει, το όνειρό μου, να γίνω μπασίστας έμεινε ανεκπλήρωτο, όμως σε καμία περίπτωση η εκτίμησή μου για τους μπασίστες δεν μειώθηκε, ακόμη και όταν διάβασα εκείνο το ανέκδοτο, ότι βρίσκονται στο συγκρότημα για να κάνουν παρέα στους κιθαρίστες. (Το πώς συμπεριφέρθηκαν δε οι υπόλοιποι Metallica στον Newsted, όταν από συγκρότημα άρχισαν να μετατρέπονται σε επιχείρηση, θεωρώ ότι με δικαίωσε, ηθικά τουλάχιστον.)

📷 Unsplash/Derek Truninger

Απωθημένα

Κοιτάζοντας πίσω, αναρωτιέμαι αν αυτό το απωθημένο που δεν εκπληρώθηκε ποτέ, άρχισε σταδιακά να εκδηλώνεται με κάποιον τρόπο στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους – ιδίως στις σχέσεις μου με τις γυναίκες.

Διότι, παρατήρησα κάποια στιγμή, οι σχέσεις μου με τις γυναίκες πάντοτε τελείωναν με έναν καβγά που διανθιζόταν με διάφορους χαρακτηρισμούς εις βάρος μου – στους οποίους όμως, ποτέ, καμία, δεν συμπεριέλαβε αυτόν του μπασίστα.

Σαν όλες τους να απέφευγαν συνειδητά να με πουν μπασίστα.

Όμως, όσο περισσότερο γινόταν αυτό, τόσο μεγαλύτερη γινόταν η επιθυμία μου κάποια να με χαρακτηρίσει μπασίστα. Το απωθημένο μου εντεινόταν όλο και περισσότερο, σε σημείο η ενόχληση να γίνει εμμονή, η εμμονή νεύρωση, η νεύρωση να αρχίσει να πλησιάζει την ψύχωση.

My love life

Όμως, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή – η πρώτη μου σχέση δεν είχε πολλούς καβγάδες και, όπως και να έχει, δεν θυμάμαι πλέον αν με είχε ενοχλήσει το γεγονός ότι στους καβγάδες αυτούς δεν ακούστηκε το μπασίστας. Ίσως επειδή νεώτερος δίνεις τόπο στην οργή, δεν ενοχλείσαι από μικρολεπτομέρειες.

Τις πρώτες μου σχέσεις γενικά τις θυμάμαι ευχάριστα – οι καβγάδες ήταν οι κλασικοί καβγάδες με τους κλασικούς χαρακτηρισμούς εκατέρωθεν και την κλασική άδοξη λήξη τους. Θα μπορούσα να τους χαρακτηρίσω πλατωνικούς καβγάδες.

Την καμπή, το γεγονός που αφύπνισε το παλιό απωθημένο μου να γίνω μπασίστας, αποτέλεσε μία σοβαρή σχέση που είχε ένα τέλος όχι μόνο άδοξο αλλά και εκκωφαντικό από πολλές απόψεις. Το τέλος αυτό περιλάμβανε όχι αυτούς τους πλατωνικούς χαρακτηρισμούς με τους οποίους γελάει κανείς, αλλά άλλους, βαρύτερους, που θα μπορούσαν να στοιχίσουν σε κάποιον κρατώντας κάποιο συναισθηματικό κομμάτι του πίσω, με κίνδυνο να μην μπορεί να το τοποθετήσει αβίαστα σε τυχόν επόμενη σχέση.

Και όμως, από αυτή τη σχέση κατόρθωσα να βγω αλώβητος – όχι επειδή δεν με πείραξαν οι υπόλοιποι βαρείς χαρακτηρισμοί (τους οποίους δεν θα αναφέρω για λόγους που θα γίνουν κατανοητοί στη συνέχεια), όσο επειδή δεν εκφέρθηκε εκείνος που με ενδιέφερε επιτέλους να εκφερθεί και ο οποίος (έφτασα στο συμπέρασμα πως θα) αποτελούσε τη βασικότερη ένδειξη ότι κάποια στιγμή, η συγκεκριμένη κοπέλα, είχε ενδιαφερθεί πραγματικά για εμένα.

Είχα φτάσει στο σημείο εκείνο όπου θεωρούσα πως το απόλυτο δείγμα αφοσίωσης ήταν η αναγνώριση του μπασισμού μου (when the bass kicks in?)

Τόρα, αυτό είναι λίγο οξύμωρο: δηλαδή το να καταλαβαίνεις την αφοσίωσή της τη στιγμή που θα ειπωθεί κάτι το οποίο σηματοδοτεί the end of the affair.

Όπως και να έχει, όταν η συγκεκριμένη σχέση έληξε, στάθηκα λίγο: Αν πράγματι ίσχυε η προηγούμενη διαπίστωσή μου, χμ, τότε ναι θα άξιζε να προσπαθήσω να διαπιστώσω το ορθό της παρατήρησής μου περιμένοντας να ακούσω εκείνον τον όρο που είχε γίνει πλέον ταυτόσημος στο μυαλό μου με την πραγματική αφοσίωση – να τον ακούσω, όμως, όχι στην αρχή ή μέση αλλά στο end of the affair.

Ωστόσο, αυτό σταδιακά μετετράπη σε αυτοσκοπό – το να φτάσω δηλαδή στο end of the affair είχε αναποδογυρίσει κάπως το τραπέζι, για να εξελληνίσω την αγγλική έκφραση, και με είχε κάνει να βρίσκομαι πάντα τουλάχιστον ένα βήμα μπροστά από το αντικείμενο του κυνηγιού. Εγώ ήμουν ήδη στο end τη στιγμή που η κοπέλα έμπαινε σtheν affair.

Και αυτός ήταν – κοιτάζοντας και πάλι προς τα πίσω, μπορώ πλέον να το διακρίνω – ο λόγος που πλέον μου ήταν εύκολο να προσεγγίσω το θηλυκό θήραμα όπως η αράχνη τη μύγα. Αυτό που έβλεπαν να αχνοφαίνεται στα μάτια μου ήταν the end of the affair, κάτι που τις εξίταρε, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν τι διαφορετικό είχαν από εκείνα οποιουδήποτε άλλου θηρευτή. Και αυτό ακριβώς που με δυσκολία διέκριναν, αυτή την υποτονική λάμψη που δεν μπορεί κανείς να αντικρίσει καθαρά παρά μόνο όταν έχει εκείνη την απόσταση την οποία δεν είναι δυνατό να διατηρεί όσο βρίσκεται κοντά στον άλλον (όταν μπαίνει ή βρίσκεται σε μία σχέση) ήταν που προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν, έχοντας πια παγιδευτεί στον ιστό μου και πλησιάζοντάς με ακόμη περισσότερο αντί να απομακρύνονται από αυτόν.

📷 Unsplash/Avi Naim

Με ψυχολογικούς όρους, βλέποντας μία σχέση ως έναν αυτόνομο οργανισμό που αποτελείται ωστόσο από δύο ξεχωριστές προσωπικότητες, εγώ τους προσέφερα το ένστικτο της αυτοκαταστροφής ήδη από τη σύλληψή της και ξυπνούσα σε αυτές το ένστικτο της αυτοσυντήρησης καθιστώντας την ένωση βραδυφλεγή και βαδίζουσα προς τη χειρότερη δυνατή ανάλωσή της.

(In any case, this was not a love song, it was a swan song, and nobody knew from what it was made, the deutoplasm of self-destruction or the protoplasm of self-preservation)

Προχωρώντας βαθύτερα σε αυτήν την αυτοαναλωνόμενη φωτιά από την οποία προσδοκούσα ο φοίνικας που θα προβάλει να έχει τη μορφή μπασίστα συνέλαβα μία σατανική ιδέα. Να μπαίνω σε σχέσεις με συγκεκριμένες κατηγορίες γυναικών, για τις οποίες ήμουν σίγουρος ποια ιδιότητα θα μου απέδιδαν στον καβγά και περιμένοντας να δω αν θα προσθέσουν αυτή που κατά βάθος ποθούσα.

(Το Ungrund της σχέσης μου ήταν το μπάσο)

Έτσι, για παράδειγμα, μία από τις πιο θυελλώδεις σχέσεις μου ήταν με μία φεμινίστρια. Ήταν εύκολη στην προσέγγιση – της ζήτησα να με συνοδεύσει στο Οι Κότες το σκασαν, και μάλιστα στην πρώτη προβολή με υπότιτλους όπου o Ρόκι, o Κόκορας, θα ήταν ο Μελ Γκίμπσον. Γνώριζα ότι οι συνυποδηλώσεις της πρότασης θα της ξυπνούσαν το ελάχιστο εκείνο ενδιαφέρον, ώστε να τη δεχτεί.

Δεν περίμενα, όμως, ότι θα την έβγαζαν τόσο εύκολα από τα ρούχα της – κυριολεκτικά.

Η υπόλοιπη σχέση την οδήγησε εκεί ακριβώς που ήθελα – να εκραγεί κάποια στιγμή, εκτοξεύοντας έναν σωρό βρισιές εις βάρος μου, χωρίς ωστόσο αυτές να περιλαμβάνουν εκείνη που πραγματικά ποθούσα – (σεξιστής, πατριάρχης και λοιπές κοινοτυπίες μου ήταν αδιάφορες).

(Δεν με κατάλαβε ποτέ, απεφάνθην, καθώς άκουγα το Black Sun των DCD)

Ακολούθησαν διάφορες άλλες σχέσεις με την ίδια ατυχή, άνευ μπασισμού, έκβαση.

  • Με ψηφοφόρο του Κρίτωνα Αρσένη (δήλωσα vegan, έπειτα άρχισα να της καλλιεργώ υποψίες για την ειλικρίνεια των δηλώσεών μου ακούγοντας Cannibal Corpse, Pungent Stench, και λοιπούς ντεθμεταλλάδες με εξίσου ύποπτα κρεατοφαγίας, αν όχι κανιβαλισμού, ονόματα και βλέποντας συναυλίες black metal θρύλων στο βίντεο όπου περιέφεραν γουρουνοκεφαλές στη σκηνή, ωστόσο αυτό που την έβγαλε από τα ρούχα της – μεταφορικά αυτή τη φορά – ήταν όταν την έπιασα στα πράσα να παραγγέλνει γουρουνοπούλα στον Μήτσο – δικαιολογούμενη στην αρχή ότι έκανε οικοτρομοκρατία, το βλέπω, της είπα σκωπτικά αναφερόμενος στα περιττά κιλά της, έχουν αναστενάξει οι ψησταριές, για να αρχίσει ο καβγάς στον οποίον όμως ο βαρύτερος χαρακτηρισμός ήταν εκείνος του γουρουνιού),
  • με φιλελέφτ (την υπέβαλα σε σκωτσέζικο ντους, μιλώντας της από τη μία για την παραφροσύνη των θρησκόληπτων, αφήνοντάς την, όμως, να ανακαλύψει το Bunker μου για το Τέλος του Κόσμου όπου είχα αποθηκεύσει πέρα από ξηρά τροφή τεύχη ΤΕΝ ΤΕΝ, πηγαίνοντας μαζί της σε ομιλίες της Ρεπούση και αφήνοντας το κινητό να χτυπά με ring tone Α/Ε Τα δικά μας παιδιά – αιφνιδιάζοντάς την διαβάζοντάς της με στεντόρεια φωνή εκλεκτά αποσπάσματα από Ντοστογιέφσκι όταν προσπαθούσε να αναγνώσει τα σκουπίδια της Βίβιαν – με χαρακτήρισε Ηλίθιο. Τουλάχιστον σου έμεινε και κάτι από τον μεγαλύτερο όλων κάργια, είπα αποφθεγματικά)

Καλά όλα αυτά αλλά είχα αρχίσει να χάνω την αυτοπεποίθησή μου – δεν θα έβρισκα ποτέ άραγε κάποια να με καταλάβει, αναρωτιόμουν. Περπατώντας πάνω-κάτω στο δωμάτιο, την προσοχή μου αιχμαλώτισε στην τηλεόραση μία εκπομπή αφιερωμένη στα βιβλία: τρεις τύποι βρίσκονταν γύρω από μια φωτιά και τα έκαιγαν. Το γύρισμα σε εξωτερικό χώρο, άρα ποιος ξέρει πόσα πλήρωνα πάλι ο φορολογούμενος. Έπειτα πήγαιναν στο στούντιο όπου εκείνος που αποδείκνυε με χρήση ορού αλήθειας ότι ήταν ο πλέον ακαλλιέργητος κέρδιζε διάφορα δώρα που άρχιζαν από αποχυμωτή και έφταναν σε πλήρη κάλυψη των εξόδων σεμιναρίου του φροντιστηρίου Ανθελληνική Ανάγωγη με τίτλο Για να ξεχάσετε και αυτά που ξέρετε.

Η ιδέα

Τότε μου ήλθε μία ιδέα –

Η ιδέα

Πήγα στη Local Library – όπου ήμουν σίγουρος ότι θα έβρισκα το επόμενο θύμα μου, μία βιβλιοθηκονόμο.

Κοίταξα λίγο τον περιρρέοντα χώρο: a bunch of losers, που μην έχοντας τι να πουν μεταξύ τους, είχαν καρφώσει το βλέμμα τους στα αντίστοιχα βιβλία που είχαν επιλέξει και έκαναν πως μελετούσαν. Ο janitor, ένας μπάρμπας που έμοιαζε με τον Μάτλοκ, πάλευε να μην κοιμηθεί.

Έδωσα στη βιβλιοθηκάριο μία λίστα με βιβλία που επιθυμούσα – πόνταρα στο νεαρό της ηλικίας της για να μην καταλάβει εξαρχής το μοτίβο. Η λίστα ήταν ακριβώς αυτή που είχε δώσει ο Σώμερσετ στον Μιλλς, στο Σέβεν, όταν προσπαθούσαν να εντοπίσουν τον John Doe.

Ο σκοπός μου ήταν αυτός – σταδιακά, γνωρίζοντάς την καλύτερα, και επιλέγοντας εκλεκτά βιβλία του απαγορευμένου Κανόνα, να την πείσω πως είμαι μπασίστας. Έτσι, ώστε όταν πια νομοτελειακά λάβει χώρα ο καβγάς, να εκστομίσει εντελώς αυθόρμητα αυτό που τόσο καιρό προσπαθούσα να ακούσω από μία κοπέλα.

Το συνέλαβα ως το απόλυτο έργο τέχνης από μέρους μου.

Πόσο περίεργο το ότι ο Κέβιν Σπέισι στο Seven είχε τον μοναδικό ρόλο στην κινηματογραφική ή πραγματική του ζωή που θα μπορούσε να ισχυριστεί πως ήταν αυτό που απλοϊκά λέμε “Ο καλός της υπόθεσης”;

Μετά τα πρώτα «αθώα» βιβλία του Δάντη και τον Τζων Μίλτον, θα ακολουθούσαν κάποια πιο ύποπτα, και έπειτα κάποια ακόμη πιο ύποπτα και ούτω καθεξής μέχρι να πετύχω τον στόχο μου.

Εν τω μεταξύ, όσο δανειζόμουν αυτά τα βιβλία, έπλεκα τον ιστό μου – βγαίναμε για καφέ, για ποτό, για σινεμά κλπ. Και μιλούσαμε φυσικά, ανάμεσα σε άλλα, για βιβλία. Όταν η σχέση θα ολοκληρωνόταν, ανάμεσα στα βιβλία και εμένα σκόπευα να βρω την ίδια να με περιμένει με τον χαρακτηρισμό που τόσο ποθούσα.

Αυτό, όμως, που δεν έλαβα υπόψη μου (λες και δεν είχα δει την ταινία ο ηλίθιος) ήταν ότι τα βιβλία που δανειζόμουν δεν μάθαινε μόνο η βιβλιοθηκονόμος αλλά και το Federal Bureau of Investigation.

📷 Unsplash/Daniel

Και έτσι, εκείνη ακριβώς τη βραδιά που έβγαλα από τη τσέπη μου το χαρτάκι με τον τίτλο που θεωρούσα το απόλυτο έργο μπασισμού (και θα αποδεικνυόταν πως έχω δίκιο με τον περίεργο τρόπο που ακολουθεί), – καθώς πλησίαζα τον πάγκο – καθώς της έτεινα το σημείωμα,

τότε, εκείνη τη στιγμή, μπήκε στη Library ένα ζευγάρι. Ένας τύπος που φορούσε καμπαρτίνα με πλησίασε και με ρώτησε

  • Είστε ο…

Ένευσα καταφατικά.

  • Παρακαλώ ακολουθήστε μας χωρίς φασαρία.

Μία θεά δίπλα του, μία τύπισσα που έμοιαζε υπερβολικά με την Elizabeth Scherer, τη δικαστή του 17th Judicial Circuit Court στη Φλόριντα, πήρε τον λόγο.

  • Γιου χεβ δε ράητ του ρημέην σάηλεντ κλπ κλπ

αποδίδοντάς μου – επιτέλους! – την κατηγορία περί μπασισμού.

Η βιβλιοθηκονόμος, που άκουσε τη στιχομυθία, ξέσπασε

  • Δεν είναι μπασίστας! Δεν είναι μπασίστας!

Βούλωσ’ το ρε μαλακισμένη σκέφτηκα, θα τα καταστρέψεις όλα και απάντησα, για να σβήσω οποιαδήποτε υπόνοια αθωότητας, με μάτια γεμάτα άγρια λάμψη, σε αυτήν τη θεά που επιτέλους με είχε χαρακτηρίσει όπως περίμενα να με χαρακτηρίσουν τόσες και τόσες που πέρασαν από τη ζωή μου – και μάλιστα όχι στο τέλος αλλά στην αρχή της σχέσης μας! –

  • Είμαι! Είμαι ένοχος Κα Εισαγγελέα!

Για δες εδώ

Μπορεί να σε ενδιαφέρει

Είμαστε

ΠΑΝΤΟΥ