Γράφει: ο Κωνσταντίνος Αραμπάμπασλης
Κωνσταντινούπολη, το κέντρο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η βασιλεύουσα που όλοι οι λαοί θέλησαν να κατακτήσουν και από ανατολή και από δύση. Για τους δυτικούς ήταν οι σταυροφόροι που το 1204 κατέκτησαν, έκαψαν και λεηλάτησαν την αποκαλούμενη “Νέα Ρώμη”. Εξίσου σημαντική ήταν και οι λαοί της ανατολής όπου ήταν πολλοί και είχαν ως στόχο να αλώσουν την πόλη, το σύμβολο του χριστιανισμού, και το κατάφερε μόνο ένας, ο νεαρός Μωάμεθ όπου το 1453 ξεκίνησε την τελική πολιορκία.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΑ’
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ’ (Δραγάσης) γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1404 στην Κωνσταντινούπολη. Παρόλο που λίγα πράγματα γνωρίζουμε για την παιδική ηλικία του Κωνσταντίνου ,συχνά αναφέρεται και ως πορφυρογέννητος. Ο Κωνσταντίνος ήταν γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β και της ισχυρής Ελένης Δραγάση (η όποια αγιοποιήθηκε από την ορθόδοξη εκκλησία και γιορτάζεται στις 29 Μαΐου ως Αγία Υπομονή) . Ο Παλαιολόγος ήταν το όγδοο παιδί από τα δέκα της οικογενείας. Ασχολούνταν με το κυνήγι, την ιππασία και του άρεσαν οι πολεμικές τέχνες. Όταν ο αδελφός του Κωνσταντίνου,ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος, πήγε στην Βενετία και στην Ουγγαρία για αναζήτηση βοήθειας, ο Κωνσταντίνος έγινε αντιβασιλέας στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την επιστροφή του στην πόλη, ο Κωνσταντίνος βοήθησε τον αδελφό του να εδραιώσει την εξουσία του στην Πελοπόννησο.
Στην συνέχεια εξεστράτευσε εναντίον των Λατίνων πριγκίπων και έθεσε όλη την χερσόνησο εκτός από τις ενετικές κτήσεις Κορώνη, Μεθώνη και το Ναύπλιο, υπό τον έλεγχο των Βυζαντινών. Τον Ιούλιο του 1428 τα Τρία αδέλφια Ιωάννης Η’, Θεοδωρος Β’, και Κωνσταντίνος ΙΑ’, ενώθηκαν και στραφήκαν στην κατάληψη της Πάτρας. Εκεί οι πολιορκούμενοι δεχτήκαν να καταβάλουν φόρο υποτέλειας στο Βυζάντιο. Τον Μάρτιο του 1429, ο Κωνσταντίνος συμμετείχε στην δεύτερη φάση της πολιορκίας της Πάτρας κατά την διάρκεια της οποίας γλίτωσε τον θάνατο ή την αιχμαλωσία , καταλαμβάνοντας τελικά την πόλη. Έτσι σε ηλικία 24 ετών διοικούσε μαζί με τα αδέλφια του το Δεσποτάτο του Μυστρά.
Γρήγορα ο Κωνσταντίνος διακρίθηκε για την αποφασιστικότητα του και για τις διοικητικές του ικανότητες. Το 1436 ο Κωνσταντίνος μαζί με τον αδελφό του, Θωμά Παλαιολόγο, πήγαν στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να συζητήσουν με τον μεγαλύτερο αδελφό τους, Ιωάννη, για το ποιος θα τον αντικαταστήσει -όσο θα έλειπε στην Ιταλία- προκειμένου να συμμετάσχει στην σύνοδο της Φλωρεντίας. Τελικά συναυτοκράτορας διορίστηκε ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ πράγμα που έδειχνε ποιος έμελλε να γίνει ο επόμενος αυτοκράτορας.
Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ιωάννη Η’, οι διάδοχοι του θρόνου ήταν ο Κωνσταντίνος και τα μικρότερα αδέλφια του, Θωμάς και Δημήτριος Παλαιολόγος. Επειδή όμως ο Κωνσταντίνος ήταν πιο ευνοημένος από τον προηγούμενο αυτοκράτορα και η ίδια η μητέρα του , Ελένη Δραγάση, συμφώνησε ώστε ο Κωνσταντίνος να γίνει αυτοκράτορας. Η αυτοκράτειρα έστειλε τον Αλέξιο τον Φιλανθρωπινό Λάσκαρη, τον Μανουήλ Παλαιολόγο Ίαγρο και τον Θωμά Παλαιολόγο για να αναγγείλουν δημόσια την απόφαση και να στέψουν το νέο Αυτοκράτορα. Έτσι ο Κωνσταντίνος στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά στις 6 Ιανουαρίου 1449. Η στέψη έγινε με την απουσία του πατριάρχη και όχι στον ναό της Αγίας Σοφίας, κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ για περισσότερο από 1000 χρόνια. Ο νέος αυτοκράτωρ στις 12 Μάρτιου του ιδίου έτους, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, με ένα καταλανικό πλοίο.
Οι πρώτες ενέργειες του νέου αυτοκράτορα ήταν η δρομολόγηση της ανακωχής με τους Τούρκους και η απομόνωση τον ανθενωτικών. Μολονότι υπήρχε ανακωχή με τους Τούρκους στις 6 Απριλίου 1453, τα οθωμανικά στρατεύματα, με αρχηγό τον νέο σουλτάνο Μωάμεθ, πολιορκούν για τελευταία φορά την βασιλεύουσα. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος αυτοκράτορας της βυζαντινής αυτοκρατορίας, πέφτει ηρωικά στις 29 Μαΐου 1453.
ΜΩΑΜΕΘ Β’
Ο αρχηγός τον μωαμεθανών, ήταν ο Μωάμεθ Β, ο όποιος γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου 1432, στην Αδριανούπολη, την πρωτεύουσα του τότε οθωμανικού κράτους. Πατέρας του Μωάμεθ είναι ο σουλτάνος Μουράτ Β’ και μητέρα του η Χιουμά Χατούν. Ο Μωάμεθ ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειάς του, σε μικρή όμως ηλικία έμεινε ορφανός από μητέρα και τον υιοθέτησε η σύζυγος του πατέρα του, η Μάρα Μπράνκοβιτς.
Ο σουλτάνος Μουράτ Β’, αφού έκλεισε όλα τα ανοιχτά μέτωπα με τους δυτικούς (Ευρωπαίους) και με τους εμίρηδες την Μικράς Ασίας, αποφάσισε να αποσυρθεί στην Μαγνησία της Ιωνίας και να αναθέσει της διακυβέρνηση του κράτους στον γιο του Μωάμεθ. Ο Μωάμεθ ανέλαβε για πρώτη φορά την εξουσία τον Αύγουστο του 1444. Δυστυχώς για τον νεαρό σουλτάνο, λίγο μετά την άνοδο του στην εξουσία, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον αντιτουρκικό συνασπισμό των Ευρωπαίων, και την επανάληψη των συγκρούσεων από τους Καραμάνιδες Εμίρηδες. Την ιδία στιγμή ξέσπασαν στο παλάτι συγκρούσεις μεταξύ των φιλοπόλεμων υπουργών, υπό τον Τουραχάν Μπέη, και των διαλλακτικών ειρηνόφιλων, υπό τον πανίσχυρο Μέγα Βεζίρη Χαλίλ Πάσα. Τελικά ο πανίσχυρος βεζίρης πέτυχε να στρέψει τους γενίτσαρους κατά του σουλτάνου και της πολίτικης του, και επιζητούσε την επιστροφή του Μουράτ. Στο τέλος ο Μουράτ μαζί με τον στρατό του, πέρασε τα στενά και κατόρθωσε να νικήσει τους σταυροφόρους στην μάχη της Βάρνας.
Ο νεαρός Μωάμεθ επανήλθε για δεύτερη φορά στον σουλτανικό θρόνο, μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1451. Πλέον κύριος στόχος του νέου σουλτάνου ήταν η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και των άλλων εδαφών που είχαν παραμείνει ακόμα υπό τον βυζαντινό έλεγχο. Για να πετύχει την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, άρχισε την κατασκευή πολλών κανονιών, διαφόρου διαμετρήματος, προκειμένου να καταστρέψει τα χιλιόχρονα τείχη της Πόλης. Τελικά τον Απρίλιο του 1453 έφτασε μπροστά στην Πόλη οδηγώντας ένα στρατό άνω των 100.000 πολεμιστών. Μετά από σύντομη ,αλλά σκληρή, πολιορκία, η Πόλη έπεσε στις 29 Μαΐου 1453 και επακολούθησε άγρια σφαγή, όπως συνηθιζόταν τότε, όταν ένας στρατός καταλάμβανε μια πόλη μετά από πολιορκία.
ΔΥΟ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΣΤΡΑΤΟΙ
Την περίοδο της άλωσης, οι ένοπλες δυνάμεις του Βυζαντίου ήταν σε οικτρή κατάσταση. Υπολογίζεται ότι μέσα από τα τείχη υπήρχαν 5.000 Βυζαντινοί και 700 Γενοβέζοι. Ναυτικό δεν διέθεταν, παρά μόνο 24 πλοία, διότι η συντήρηση του στόλου σταμάτησε έναν αιώνα πριν για λόγους οικονομίας. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο Μωάμεθ στρατολογεί χιλιάδες χριστιανούς από διάφορα έθνη, από τους οποίους ξεχωρίζει ο Ούγγρος μηχανικός Ουρβανός, που δημιουργεί ένα τεράστιο κανόνι. Η μπομπάρδα, όπως ονομάστηκε, του Ουρβανού μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη έξω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού. Όσον αφορά την στρατιωτική τους δύναμη εκείνη την εποχή, οι Οθωμανοί δεν μετρούσαν στρατιώτες αλλά υπολογίζεται ότι ήταν πάνω από 100.000,χωρίς βεβαία να υπολογίζονται οι άτακτοι. Από την άλλη, οι Βυζαντινοί διέθεταν το πολύ 6.000 στρατιώτες.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ
Στις 21 Μαΐου, ο σουλτάνος έστειλε πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης, με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν, να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Επίσης, θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Τέλος, εγγυόταν για την ασφάλεια και την περιουσία του πληθυσμού που θα παρέμενε στην πόλη. Οι αντιπροτάσεις του Κωνσταντίνου διαπνέονταν από πνεύμα αξιοπρέπειας και αποφασιστικότητας. Δέχονταν να πληρώσει ακόμα υψηλότερους φόρους υποτέλειας και να παραμείνουν στα χέρια των Τούρκων όλα τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν στο μεταξύ κατακτήσει.
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστίν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν»
Ύστερα από την αποτυχημένη προσέγγιση, ο Μωάμεθ Β΄ κάλεσε πολεμικό συμβούλιο στις 26 Μαΐου. Ο Τσανταρλί Χαλίλ εξακολουθούσε να υποστηρίζει τον συμβιβασμό διότι μέσα σε πενήντα μέρες, οι Οθωμανοί δεν κατάφεραν να κερδίσουν τίποτα, και υπογράμμισε την μεγάλη απειλή της δύσης. Όμως ο Ζαγανός Πασάς είχε διαφορετική άποψη. Πίστευε ότι αυτήν την φορά οι δυτικοί δεν θα κατάφερναν να συσπειρωθούν. Ο Μωάμεθ είχε ως πρότυπο τον Μέγα Αλέξανδρο που σε μικρή ηλικία κατέκτησε σχεδόν όλον το τότε γνωστό κόσμο. Στην συνέχεια ζήτησε από τον Ζαγανό Πασά να ζητήσει και την γνώμη των υπολοίπων ανδρών.
Την επόμενη μέρα επιθεώρησε τα στρατεύματα, ενώ οι αγγελιοφόροι ανακοίνωσαν ότι η τελική επίθεση στην πόλη από ξηρά και θάλασσα θα γινόταν στις 29 Μαΐου. Μετά τις 26 Μαΐου, στο οθωμανικό στρατόπεδο άναψαν φωτιές και στήθηκε γλέντι. Ντελάληδες φώναζαν ότι όποιος ανέβει πρώτος στα τείχη, θα ανταμειφθεί με υψηλή θέση. Οι θρησκευτικοί ηγέτες μιλούσαν στους στρατιώτες για τον σύντροφο του προφήτη Άμπου Άγιουμπ που πέθανε κατά την πρώτη αραβοισλαμική επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης, το 672. Οι υπερασπιστές της πόλης όταν αντίκρισαν τις τόσες φωτιές, πίστεψαν ότι οι Οθωμανοί καίνε τις σκηνές τους και ατιμάζονται να φύγουν. Τα μεσάνυχτα οι φωτιές έσβησαν και οι εορτασμοί έπαψαν. Οι υπερασπιστές πέρασαν την νύχτα επισκευάζοντας ρωγμές στα τείχη.
Στης 28 Μαΐου σίγησαν τα πάντα. Οι Βυζαντινοί γνωρίζουν ότι έφτασε η ώρα της τελικής μάχης και στρέφουν τις ελπίδες τους στην θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Την ώρα όμως που γίνονταν οι λιτανείες, η εικόνα έπεσε καταγής. Στις 28 Μαΐου συντελέστηκε μεγάλη ακολουθία στην Αγία Σοφία. Η τελευταία χριστιανική ακολουθία που πραγματοποιήθηκε στην περίφημη εκκλησία της πόλης, την παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και πιστών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ σε λόγο προς τον λαό του, όπως τον διασώζει ο Φραντζής, τον προέτρεψε να αντισταθεί γενναία, λέγοντας ότι οι Τούρκοι «υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και την αριθμητική τους υπεροχή, εμείς όμως στηριζόμεθα πρώτα στον Θεό και Σωτήρα μας και κατόπιν στα χέρια μας και στην δύναμή μας που μας έχει χαρίσει ο ίδιος ο Θεός». Ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε την ομιλία του ως εξής: «Γνωρίσατε λοιπόν τούτο: Εάν ειλικρινά υπακούσετε ότι σας διέταξα, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια του Θεού, θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία Του, που κρέμεται επάνω μας». Όταν τελείωσε η πάνδημος λιτανεία, ο Παλαιολόγος συγκέντρωσε στο παλάτι των Βλαχερνών όλους τους αξιωματούχους της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τους αρχηγούς του Λατίνων συμπολεμιστών. Διαπιστώθηκε πως σε λίγες ώρες θα έδιναν τον υπέρτατο αγώνα που θα έκρινε την τύχη της πολιτείας και τις μοίρες τους. Ο Κωνσταντίνος είπε στους Έλληνες ότι επρόκειτο να αρχίσει μεγάλη έφοδος και ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να είναι πάντοτε έτοιμος για την πιστή του, την πατρίδα του, τους συγγενείς και τους φίλους του.
Το σύνθημα της επίθεσης δόθηκε στη μια και μισή το πρωί της Τρίτης 29 Μαΐου του 1453.H πολεμική κραυγή από χιλιάδες στρατιώτες, μαζί με τα τύμπανα, τις σάλπιγγες, και τους ασκούς συντάραξε την πόλη.
Η πρώτη έφοδος τον Τούρκων οργανώθηκε κατά κύματα. Πρώτο κύμα ήταν οι χιλιάδες άτακτοι βασιβουζούκοι, άτακτοι Τούρκοι και χριστιανοί μισθοφόροι, τους οποίους ο Μωάμεθ εμπιστευόταν λιγότερο, για αυτό τους έστειλε πρώτους. Μάλιστα για να μην υποχωρήσουν, παρέταξε πίσω τους μια σειρά από στρατονόμους, ενώ τα επίλεκτα τάγματα και οι γενίτσαροι περίμεναν πίσω. Οι άτακτοι όρμησαν υπό τον Μουσταφά Πασά. Η επίθεση επικεντρώθηκε κυρίως στην πύλη του Άγιου Ρωμανού. Οι υπερασπιστές της πύλης υπό τον γενοβέζο Τζιουστινιάνι μαζί με 3.000 στρατιώτες κατάφεραν να αναχαιτίσουν την επίθεση των άτακτων. Παρά τα θύματα, ελάχιστοι Οθωμανοί υποχώρησαν.
Το δεύτερο κύμα ακολουθούσε το πρώτο, και το τρίτο το δεύτερο και η μια έφοδος την άλλη, δίχως σταματημό, ώσπου στις τρεις και μισή, ο σουλτάνος διέταξε να υποχωρήσουν μαζεύοντας και τους νεκρούς, για να μπορέσει να αναπτυχθεί η επίθεση της επόμενης στρατιάς. Το επόμενο κύμα επίθεσης ήταν στρατιώτες καλά οπλισμένοι, φανατικοί μουσουλμάνοι, που ανήκαν στον τακτικό στρατό και επιτίθονταν σε πυκνές ομάδες, αλλά οι υπερασπιστές τον τειχών με τις εκατοντάδες πέτρες τους αποδεκάτισαν. Μέχρι τις πέντε το πρωί, όλες οι επιθέσεις είχαν αποκρουσθεί, και οι οσμανικές απώλειες ήταν μεγάλες. Ο Ισχάκ Πασάς με το ανατολικό ασκέρι του, είχαν αποτύχει στην κατάληψη της κεντρικής πύλης των χερσαίων τειχών και οι άνδρες του Ζαγάνου Πάσα δεν κατάφεραν να παραβιάσουν την άμυνα των Βλαχερνών. Τα πλοία του Χαμζά Μπέη που χτυπούσαν τα θαλάσσια τείχη στον μάρμαρα δεν κατόρθωσαν να αποβιβάσουν στρατό στην ξηρή, διότι το τάγμα που συγκρότησαν οι μάχιμοι καλόγεροι της πόλης καθώς και οι πολεμιστές του πρίγκιπα Ορχάν, πολέμησαν γενναία και κράτησαν τα πλοία μακριά.
Λίγο πριν ξημερώσει, η μπομπάρδα του Ουρβανού κατάφερε να γκρεμίσει ένα μεγάλο μέρος του εξωτειχίου στην πύλη του Άγιου Ρωμανού. Οι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν μια μεγάλη έφοδο. Το μεγάλο σύννεφο σκόνης και ο πυκνός μαύρος καπνός τύφλωσε τους υπερασπιστές, καθώς οι οσμανλήδες όρμησαν μέσα στο γκρεμισμένο τείχος και φώναζαν ότι η πόλη είναι δική τους. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ μέσα από τα χαλάσματα με τους λίγους υπερασπιστές που τον ακολουθούσαν, κατάφεραν να τους περικυκλώσουν και να τους αποδεκατίσουν. Ο σουλτάνος διέταξε την υποχώρηση του στρατού, για να ξεκινήσουν την τρίτη επίθεση.
Στις 6 το πρωί, ο Μωάμεθ ετοιμάζεται για την τρίτη επίθεση αλλά έχει μόνο ένα σώμα στρατιωτών ξεκούραστο, τα συντάγματα δηλαδή του παλατιού, συμπεριλαμβανόμενων και των γενίτσαρων. Σύμφωνα με τον Υψηλάντη, 3.000 γενίτσαροι επιτέθηκαν στο ρήγμα διπλά στην πύλη του Άγιου Ρωμανού υπό τις διαταγές του Μπαλτάογλου, αργά, χωρίς θόρυβο ή τυμπανοκρουσίες. Η μάχη διήρκεσε μια ώρα μέχρι που κάποιοι ανακάλυψαν στην αριστερή πλευρά ότι η πόρτα ξυλόκερκου δεν είχε κλείσει καλά μετά από την τελευταία έξοδο. Περίπου 50 γενίτσαροι εισέβαλαν και ύψωσαν το λάβαρο τους πάνω στις επάλξεις, όμως απωθήθηκαν και παραλίγο να εξοντωθούν όλοι.
Πάνω στην σημαντικότερη στιγμή της τουρκικής εφόδου, ο Τζιουστινιάνη Λογγό βρισκόταν σε έναν από τους ξύλινους προμαχώνες στο ρήγμα, όταν χτυπήθηκε από ένα βλήμα, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί. Ο Αυτοκράτορας φώναξε «Αδελφέ μου, πολέμα γενναία. Μη μας εγκαταλείπεις στην δυστυχία μας. Η σωτηρία της πόλης εξαρτάται από εσένα. Γυρνά στην θέση σου που πας» και ο Λογγός αποκρίθηκε «Εκεί που θα οδήγηση ο ίδιος ο Θεός αυτούς τους Τούρκους» όλοι οι στρατιώτες του Τζιουστινιάνι πίστεψαν ότι εγκαταλείπει την μάχη. Η θέα του τουρκικού του λαβάρου στο βόρειο τείχος σκόρπισε πανικό.
Όταν ο Κωνσταντίνος είδε τον Τζιουστινιάνι να φεύγει και να παρατά τον αγώνα περνώντας μαζί του και το καλύτερο κομμάτι του στρατού κατάλαβε ότι ήρθε το τέλος και δεν απέμενε τίποτα άλλο από τον θάνατο. Εμπρός σύντροφοι, φώναξε πάμε να πολεμήσουμε τους Αγαρηνούς. Ο Κωνσταντίνος τότε πέταξε τα αυτοκρατορικά διάσημα και μαζί με τους τρεις υπασπιστές του, τον Ισπανό Ντον Φραγκίσκο, τον Ιωάννη Δαλμάτα, και τον εξάδελφο του Θεόφιλο Παλαιολόγο, όρμησε προς το τέλος. Έχοντας μόνο σπαθί και ασπίδα πολέμησε ανέλπιδα τους Τούρκους. Καθώς περνούσε η ώρα οι τελευταίοι στρατιώτες που είχαν το θάρρος να αντιβγούν στους κατακτητές, έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον. Οι γενίτσαροι περικύκλωσαν τον τελευταίο αυτοκράτορα, αλλά ο Κωνσταντίνος δεν ήθελε ούτε να πιαστεί αιχμάλωτος ούτε να γίνει αυτόχειρας για αυτό φώναξε «Ουκ εστίν τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ εμού». Κανείς δεν τον ξαναείδε από τότε.
- 4η Αυγούστου 1936
- Η Γαλλική Επανάστασις και η «Σκοτεινή-Άγνωστη» πλευρά της
- Τι στο καλό γυρεύει ο Παρθενώνας στο… Νάσβιλ;
Ως το απόγευμα όλα είχαν τελειώσει. Απέμενε μια μικρή εστία αντίστασης. Κρητικοί ναύτες στους τρεις πύργους κοντά στην είσοδο του Κεράτιου Κόλπου, εξακολουθούσαν να αντιστέκονται, χωρίς να μπορούν να εκτοπιστούν. Βλέποντας ωστόσο ότι ήταν πλέον απελπιστικά μόνοι και απομονωμένοι, παραδόθηκαν με δυσφορία στους αξιωματικούς του Μωάμεθ, υπό τον όρο ότι η ζωή και η περιουσία τους θα παρέμειναν άθικτες. Τα δύο πλοία τους ήταν αραγμένα κάτω απ’ τους πύργους. Ανενόχλητοι από τους Τούρκους, που τους κοιτούσαν με θαυμασμό, τα καθέλκυσαν και έφυγαν για την Κρήτη (Φραντζής).
Ο απολογισμός της άλωσης και όσων την ακολούθησαν ήταν τραγικός. Ο Κριτόβουλος αναφέρει 4.000 νεκρούς και 50.000 αιχμαλώτους. Ο Λεονάρδος της Χίου, κάνει μνεία για 60.000 αιχμαλώτους. Ίσως οι αριθμοί είναι υπερβολικοί, καθώς ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης το 1453, ήταν μικρότερος των 50.000. Η αναφορά των Φραγκισκανών μοναχών εκτιμά τους νεκρούς υπερασπιστές και κατοίκους της Πόλης, σε 3.000.
Όπως γράφει ο Στίβεν Ράνσιμαν: «Εάν ο σουλτάνος Μωάμεθ ήταν λιγότερο αποφασιστικός ή ο Χαλίλ πασάς περισσότερο πειστικός ή εάν η βενετσιάνικη αρμάδα είχε αποπλεύσει δεκαπέντε ημέρες νωρίτερα ή εάν κατά την τελευταία κρίση ο Τζουστινιάνι δεν είχε τραυματιστεί στα τείχη και η παράπλευρη πύλη της Κερκόπορτας δεν είχε μείνει μισάνοιχτη, μακροπρόθεσμα λίγα θα είχαν αλλάξει. Το Βυζάντιο ίσως θα είχε εξακολουθήσει να υφίσταται για μια ακόμα δεκαετία και η τουρκική εξάπλωση θα είχε καθυστερήσει».