6 προς 7 Ιουνίου 1907 – Οι Κομιτατζήδες κρέμασαν τον Μακεδονομάχο Τέλλο Άγρα και το συνεργάτη – φίλο του Αντώνη Μίγγα

Γράφει ο Ιωάννης Μπουγάς,

Το τραγούδι αυτό τραγουδούσαν τα παλληκάρια του Άγρα.

Βαρέθηκα να κάθομαι
στης λίμνης τα καλάμια
να πίνω το θολό νερό,
να πέφτω στα ραγάζια.
Αρρώστησα , ξαναρρώστησα
με πόνεσε η καρδιά μου’
κουνούπια ήπιαν το αίμα μου κι αβδέλλες το κορμί μου.

Βγαίνω ψηλά ψηλά θωρώ
με βλέμμα απελπισμένο’
βλέπω το γέρο Όλυμπο
στον κόσμο ξακουσμένο’
βλέπω την Πέλλα την παλιά,
τούς Άγιους Αποστόλους,
θυμούμαι τον Αλέξανδρο
στους δοξασμένους χρόνους.

Και τώρα την πατρίδα μας
θέλουν να μας την πάρουν,
οι Βούλγαροι την χώρα μας
Βουλγάρα να την κάνουν.

Εγώ δεν είμαι Βούλγαρος
να κρύβομαι, να φεύγω’
ήρθα εδώ να πολεμώ,
τη δόξα να γυρεύω.

Ανάθεμά σε, Αρχηγέ,
που μ’ έστειλες παράδες
και δεν έστελνες τη μάνα μου
ν ‘ ανάψει τρεις λαμπάδες…

Λίγα για τη ζωή και το έργο του ήρωα Τέλλου Άγρα.

Ο Τέλλος Άγρας γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1880, αλλά καταγόταν από ιστορική οικογένεια των Γαργαλιάνων. Ο ίδιος και τα δυό αδέλφια του ήταν εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Αρρένων του δήμου Γαργαλιάνων. Ο παππούς του και ο αδελφός του παππού του ήταν Φιλικοί, δημογέροντες την εποχή της Επανάστασης του ’21, ο ένας επιμελητής στον αγώνα και ο άλλος επικεφαλής σώματος 100 Γαργαλιανιωτών με το οποίον έλαβε μέρος σε μάχες της επανάστασης.


Ο Άγρας κατετάγη στη σχολή Ευελπίδων, και όταν αποφοίτησε τοποθετήθηκε στη φρουρά της Αθήνας. Μετά από μικρό διάστημα άρχισε να επιζητεί να μετατεθεί από την φρουρά της Αθήνας στα σύνορα, στον Τύρναβο της Θεσσαλίας. Για να το επιτύχει, έστειλε αναφορά στον διάδοχο Κωνσταντίνο, κάτι που τον άφησε άναυδο, γιατί ήταν συνηθισμένος να του ζητούν το αντίθετο, μετάθεση στην Αθήνα!


Στο συνοριακό φυλάκιο που υπηρέτησε έγινε ήρωας αρκετών επεισοδίων με τους απέναντι Τούρκους. Σε μια περίπτωση μάλιστα, πήδησε τα σύνορα και μπήκε στο Τούρκικο φυλάκιο προκειμένου να φέρει πίσω ένα όπλο Γκρας που ανήκε στον Ελληνικό Στρατό και το κρατούσαν οι Τούρκοι από τον πόλεμο του 1897. Μετά το επεισόδιο αυτό, έλεγε στους παλαιότερους αξιωματικούς συναδέλφους του για τους Τούρκους : «Απορώ, βρε αδελφέ, πώς τέτοια ζώα σας κυνήγησαν στον πόλεμο του 1897».


Στη Μακεδονία πήγε εθελοντικά κατόπιν επανειλημμένων δικών του προσπαθειών, ενώ οι ανώτεροί του δεν του έδιναν άδεια, λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Αναγκάστηκε να καταφύγει στη μεσολάβηση του φίλου του Μακεδονομάχου Υπολοχαγού Ν. Ρόκκα (καπετάν Κολιός). Τελικά τού έδωσαν την άδεια. Και μια νύχτα του Σεπτεμβρίου του 1906, αυτός αρχηγός με καπετάνιο τον Γεώργιο Τηλιγάδη και δώδεκα ευζώνους Ρουμελιώτες φεύγουν με ιστιοφόρο από το Τσάγεζι (το σημερινό Στόμιο) της Λάρισας για τη Μακεδονία.


Οι Βούλγαροι μετά την αποτυχία της Επανάστασης του Ίλιντεν του 1903, καταδιωκόμενοι από τα Τουρκικά αποσπάσματα έβρισκαν καταφύγιο στη λίμνη των Γιαννιτσών, εκτοπίζοντας τους ντόπιους ψαράδες. Όλος ο γύρω κάμπος καταδυναστευόταν από τους κομιτατζήδες αυτούς, που την ημέρα έβγαιναν και τρομοκρατούσαν τα γύρω χωριά και το βράδυ τρύπωναν στις κρυφές και απόρθητες έως τότε καλύβες τους. Έτσι, σιγά σιγά αναγκάζονταν οι Έλληνες από τα γύρω χωριά να δηλώνουν υποταγή στους κομιτατζήδες, για να αποφεύγουν το μαχαίρι, τη φωτιά και το δυναμίτη τους.

Μπροστά στην κατάσταση αυτή το Προξενείο μας στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε να δράσει μέσα στη λίμνη, στην ίδια τη φωλιά των Κομιτατζήδων. Ο Άγρας με το σώμα του ανέλαβε να τους εκδιώξει από το Βάλτο. Προκαλώντας τους να αναμετρηθούν μαζί του, κατάφερε να καταλάβει την περίφημη Καλύβα των Βουλγάρων, γνωστή με το όνομα Κούγκα. Με την βοήθεια του ντόπιου σώματος τού καπετάν Γκόνου Γιώτα, πρόσβαλε το Ζερβοχώρι που ήταν το ορμητήριο των Κομιτατζήδων.

Στις 14 Νοεμβρίου του 1906 εξορμά για να καταλάβει την κεντρική Βουλγάρικη Καλύβα του Ζερβοχωρίου. Καθώς όμως δεν είχε επαρκή δύναμη για να προκαλέσει αντιπερισπασμό στις γειτονικές βουλγάρικες καλύβες, βρέθηκε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Στην πεισματώδη σύγκρουση, οι απώλειες ήταν τρεις σύντροφοι του Άγρα νεκροί και τρεις τραυματίες, μεταξύ των οποίων ο υπαρχηγός του, Τηλιγάδης, καθώς και ο ίδιος ο Άγρας, ο οποίος τραυματίστηκε στον δεξιό ώμο και στο δεξί χέρι.

Το κέντρο του αγώνα κάλεσε τον Άγρα να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να γιατρευτεί από τα τραύματά του. Στη Θεσσαλονίκη παραμένει για λίγες μόνο ημέρες. Το μυαλό του βρίσκεται πίσω στο Βάλτο και τα παλληκάρια του. Χωρίς να έχει αποθεραπευθεί γυρίζει στη λίμνη και συνεχίζει τον αγώνα ως το Φεβρουάριο του 1907.


Στις φωτογραφίες που διασώθηκαν από την εποχή εκείνη, βλέπουμε τον Άγρα με τους συντρόφους του στο Βάλτο φορώντας γάντι στο δεξί χέρι γιατί του έλειπε η ονυχοφόρος φάλαγγα από το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού χεριού του. Αυτό το γάντι μαζί με το όπλο του, ένα μάνλιχερ, νεότατο τότε όπλο, και την ξιφολόγχη του τα έστειλαν στους συγγενείς του για ενθύμιο. Τα πήρε ο μικρός αδελφός του Νίκος που έζησε στο Benisuef της Αιγύπτου, ο οποίος και τα πέταξε στον ποταμό Νείλο όταν ο Νάσερ με δικτατορικό τρόπο εφάρμοσε ειδικά μέτρα για τους Έλληνες και τους άλλους ξένους της Αιγύπτου.


Στο Βάλτο η υγεία του έχει βλαφτεί ανεπανόρθωτα λόγω των τραυμάτων και της ελονοσίας που τον κατατρέχει. Τον Φεβρουάριο του 1907 το Κέντρο του Αγώνα της Θεσσαλονίκης τον στέλνει στην Νάουσα για θεραπεία, ενώ αναλαμβάνει και οργανωτική δουλειά του Αγώνα. Οι άνθρωποι που τον φιλοξενούν τον φέρνουν σε επαφή με τον πρώην βοεβόδα του Βάλτου, ονόματι Ζλατάν, ο οποίος έλεγε ότι ήθελε να ενταχθεί στα ελληνικά αντάρτικα σώματα. Εν τω μεταξύ ο Άγρας επρόκειτο να επιστρέψει στην ελεύθερη Ελλάδα, και σκέφτηκε να έχει μια τελευταία μεγάλη επιτυχία, τη μεταστροφή του βοεβόδα Ζλατάν.


Το φαινόμενο δεν ήταν πρωτόγνωρο. Οι θρυλικοί μάρτυρες του Μακεδονικού Αγώνα καπετάν Κώττας, καπετάν Γκόνος Γιώτας, καπετάν Νικοτσάρας και πολλοί άλλοι ήσαν μετεστραφέντες κομιτατζήδες, τους οποίους οι Βούλγαροι ονόμαζαν μετά Γραικομάνους. Πραγματοποιήθηκαν αρκετές συναντήσεις στη Νάουσα, όπου ερχόντουσαν απεσταλμένοι του Ζλατάν για να συζητήσουν. Οι συζητήσεις γίνονταν κυρίως νύχτα ή Σάββατο, την ημέρα του παζαριού, συνήθως στο σπίτι του Μίγγα.
Μετά από αυτές τις επαφές κανονίζεται να γίνει συνάντηση των δύο αρχηγών, την 3η Ιουνίου. Στη συνάντηση παραυρίσκονται ως εγγυητές ο Ζαφείριος Λόγγος, ο Τώνης Μίγγας, καθώς και τέσσερις ακόμη οδηγοί. Όλοι είναι άοπλοι κατά τη συμφωνία. Μόνο ο Άγρας φέρει το ατομικό του περίστροφο. Στο σημείο της συμφωνίας τους περιμένει ο Ζλατάν αλλά και πλήθος από κομιτατζήδες που είναι καλά κρυμμένοι στη γύρω περιοχή. Με το κατάλληλο σύνθημα συλλαμβάνουν τον καπετάν Άγρα και τον Αντώνη Μίγγα, απελευθερώνοντας τους υπόλοιπους συνοδούς τους. Τους διαπόμπευσαν ως δήθεν αιχμάλωτους, δεμένους και ξυπόλυτους, στα χωριά της περιοχής, με σκοπό να αναπτερώσουν το ηθικό των τρομοκρατημένων οπαδών των κομιτατζήδων.

Τη νύχτα της 5ης Ιουνίου, τους απαγχόνισαν μεταξύ των χωριών Τέχοβο (Καρυδιά) και Βλάδοβο (Άγρας). Η θυσία του καπετάν Άγρα αντί να φοβίσει, αντίθετα ξεσηκώνει τους Έλληνες. Πλήθος αξιωματικών και άλλων εθελοντών ζητάει να πάει στην Μακεδονία. Θέλουν να εκδικηθούν το θάνατο του καπετάν Άγρα. Λίγες μέρες αργότερα, ο Γκιώργκη Κασάπτσε, που πρωτοστάτησε στη σύλληψη και στο βασανισμό του Άγρα, εξοντώνεται από το σώμα του καπετάν Αμύντα και ο Ζλατάν δέχεται 9 σφαίρες από το Μάνλιχερ και το Γκρά των αδελφών Τόλιου.

Λίγα ακόμη για τον νεαρό ήρωα, για την αποκατάσταση της εικόνας και της φήμης του.

[Τα τελευταία 30-40 χρόνια, από συγκεκριμένους «προοδευτικούς» κύκλους, ο Τέλλος Άγρας παρουσιάστηκε με λάθος εικόνα και κάτι που δεν ήταν, δηλαδή ως δήθεν «απόστολος Βαλκανικής συνεννόησης», ως «ειρηνιστής αξιωματικός», «άγγελος ειρήνης και καταλλαγής», και ότι δήθεν εμφορείτο από «αντιπολεμική ιδεολογία».
Στις 7 Ιουνίου του 1997 έγινε στη Θεσσαλονίκη επιστημονικό συνέδριο με θέμα: «Ο Μακεδονομάχος Καπετάν Άγρας (Τέλλος Αγαπηνός). 90 χρόνια από τη θυσία του απόστολου της Βαλκανικής συνεννόησης»!
Ακόμη και σε σχολικά βιβλία έχει γραφεί ότι ο Άγρας εργαζόταν για μιά γενικότερη συνεννόηση και συμμαχία Ελλήνων και Βουλγάρων της περιοχής εναντίον των Τούρκων.
Αυτά όμως είναι η πραγματικότητα παραποιημένη και εν πολλοίς τελείως αντεστραμένη. Ο Άγρας, λόγω της ασθένειάς του είχε ήδη αντικατασταθεί και περίμενε να λάβει εντολή επιστροφής στην ελεύθερη Ελλάδα, ήταν ένας τοπικός καπετάνιος και δεν είχε δικαιοδοσία μεγάλων αποφάσεων. Αυτό που επεδίωξε ήταν να πάρει με το μέρος των Ελλήνων μερικούς συγκεκριμένους βουλγαρόφρονες της περιοχής της Νάουσσας. Το σπουδαιότερο πρόσωπο μεταξύ αυτών ήταν ο Ζλατάν, πρώην βοεβόδας του Βάλτου των Γιαννιτσών, ο οποίος είχε απομακρυνθεί από τη θέση του από το Βουλγαρικό Κομιτάτο μετά από επανειλημμένες ήττες από το σώμα του Άγρα.
Ο Ζλατάν είχε φοιτήσει σε Ελληνικό σχολείο, και ήταν γνωστός με τους δύο Έλληνες της Ναούσης που φιλοξενούσαν τον καπετάν Άγρα, τον εργοστασιάρχη νηματουργίας Ζαφείρη Λόγγο και τον γουνοποιό Αντώνη Μίγγα. Στο εργοστάσιο του πρώτου είχε εργασθεί ο Ζλατάν στο παρελθόν, και ήταν πελάτης του Μίγγα. Σε αυτούς απευθύνθηκε πρώτα ο Ζλατάν, αυτούς έπεισε ότι ήθελε να συνεργαστεί με τους Έλληνες, και αυτοί έπεισαν και τον Άγρα. Γι’ αυτό και τον συνόδευσαν όταν στις 6 Ιουνίου πήγε να συναντήσει τον Ζλατάν και τους συνεργάτες του.
Παρόμοια μεταστροφή σαν αυτή που έλεγε ότι σκεπτόταν να κάνει ο Ζλατάν και κάποιοι φίλοι του, είχαν κάνει στο παρελθόν στη Μακεδονία, και άλλοι έκαναν αργότερα. Άρα ο Τέλλος Άγρας δεν επεδίωξε κάτι νέο ή πρωτάκουστο. Ο Άγρας θέλησε να συναντήσει κάποιους από τους Βουλγαρόφρονες, γιατί και οι ίδιοι ήθελαν να επιστρέψουν στον Ελληνισμό. Σε ένα σημείωμά του προς το κέντρο του αγώνα στη Θεσσαλονίκη, με ημερομηνία 15 Μαρτίου 1907, αναφέρει και τα εξής:

«Κατόρθωσα να φέρω ενταύθα κεφαλάς «Βρομερών» (σ.σ. εννοεί Βουλγάρων), οι οποίοι είχαν δύο έτη να έλθωσιν. Πιστεύω αν δεν συμβεί τίποτε το έκτακτον, κάτι θα επιτύχω. Πάντως, έχουν μετανιώσει βλέποντας το άδικο και το μάταιον του αγώνος ον διεξάγουν».

«Δεν κοιμούμαι διόλου την νύχτα, καθόσον μόνον την νύχτα έρχονται «Βρομεροί» και ομιλούμε. Τους βλέπω όλους έχοντας όρεξιν ΝΑ ΕΠΑΝΕΛΘΩΣΙΝ… Ίδωμεν».

Όπως βλέπουμε και από αυτό το σημείωμα φαίνεται καθαρά ότι οι συζητήσεις του Άγρα με τους Βουλγάρους ήταν για να επανέλθουν στον Ελληνισμό και όχι για να κάνουν κάποια συμφωνία.

Όσον αφορά τώρα τη σχέση του καπετάν Άγρα με τους Τούρκους, άσχετα με την μεγάλη επιθετικότητα που είχε δείξει εναντίον τους τα προηγούμενα χρόνια που υπηρετούσε στα σύνορα στη Θεσσαλία, όταν μπήκε στη Μακεδονία ως αρχηγός σώματος ανταρτών, δημιούργησε φιλίες με σημαίνοντες Τούρκους της περιοχής και βασίστηκε στη βοήθειά τους σε δύσκολες στιγμές. Ο Χαλήλ μπέης, πανίσχυρος Τούρκος της Καβάσιλας Νησίου, μετέφερε τον καπετάν Άγρα στη Θεσσαλονίκη για θεραπεία και τον έφερε μετά πίσω, όταν είχε τραυματιστεί στον Βάλτο. Ο ίδιος συχνά τροφοδότησε τους πεινασμένους άνδρες του Άγρα.


Με τον Τούρκο φρούραρχο της Βέροιας Ασήμπεη είχε οργανώσει κοινή επιχείρηση εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων στη λίμνη των Γιαννιτσών, στη διάρκεια της οποίας ο Τουρκικός στρατός χρησιμοποίησε και πυροβολικό εναντίον των Βουλγάρων στη λίμνη.
Τα στοιχεία αυτά και πολλά άλλα, που αποκαθιστούν την εικόνα του καπετάν Άγρα και την ιστορία του δόλιου απαγχονισμού του μαζί με τον Αντώνη Μίγγα, μετά από την πρόταση του Ζλατάν και των συντρόφων του να συναντηθούν για να κανονίσουν τη μεταστροφή τους υπέρ των Ελληνικών θέσεων στη Μακεδονία, τα πήρα από «Μεσσηνιακό Ημερολόγιο» του συμπατριώτη μου Αθανασίου Τερζάκη. Ο εξαίρετος ιστοριοδίφης Αθανάσιος Τερζάκης ερεύνησε το θέμα σε βάθος, ανατρέχοντας σε πηγές της εποχής και σε κείμενα βασισμένα σε μαρτυρίες συνεργατών του καπετάν Άγρα, ανδρών του σώματός του, και τα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών με επικοινωνίες του προξενείου Θεσσαλονίκης, της αρχής που ήταν υπεύθυνη για τον Άγρα και το σώμα του].

Το διαβάσαμε εδώ

Για δες εδώ

Μπορεί να σε ενδιαφέρει

Είμαστε

ΠΑΝΤΟΥ