DER HIMMEL UNTER BERLIN

Mad Mars – Βενζίνη στον Άρη

Ξύπνησε απότομα. Κάθιδρος. Έκλεισε για λίγο τα μάτια. Έπειτα σηκώθηκε, πλησίασε στον καθρέφτη. Κοίταξε τις μαύρες σακούλες που άρχιζαν να σχηματίζονται κάτω από τα μάτια του.

Γι’ ακόμη μία φορά είχε δει το ίδιο όνειρο. Ή μάλλον, τον ίδιο εφιάλτη. Που τέλειωνε πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Μία γυναικεία φωνή, από κάπου μακριά, ακουγόταν να τραγουδά –

In the midnight hour she cried more, more, more

Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ξυπνούσε.

Τον προβλημάτιζαν πολλά. Καταρχάς, τι είδους μουσικής εκπρόσωπος ήταν ο Billy Idol, στο κομμάτι του οποίου Rebel Yell αναφερόταν η φωνή. Έπειτα, γιατί είχε συνδυάσει το συγκεκριμένο κομμάτι με τον Γιάρι Λιτμάνεν. Επίσης, γιατί η συγκεκριμένη φράση να περιλαμβάνει το midnight. Ποιας ήταν αυτή η φωνή; Και τέλος, το σημαντικότερο, για πόσο θα μπορούσε να της εξασφαλίζει αυτό το περισσότερο, το οποίο επιτακτικά αυτή του ζητούσε.

📷 PIXABAY

Έριξε νερό στα μούτρα του, σαν να ήθελε να σβήσει και την τελευταία μακρινή ηχώ αυτού του more. Πήρε το άρωμα, έριξε λίγο πάνω του. Τότε μόνο επανήλθε στην ευτυχισμένη – πίστευε – πραγματικότητά του. Και αυτό, λόγω του γεγονότος ότι το άρωμα, το αγαπημένο του άρωμα, είχε μία διακριτική οσμή βενζίνης.

«Βενζίνη» ψιθύρισε στον εαυτό του, με τρόπο που άλλοι ψιθυρίζουν «Ξυπναρούδια» για να επανέλθουν στην πραγματικότητα. Γύρισε στο δωμάτιό του, έσπρωξε απαλά το ξυπνητήρι του, κάνοντάς το να ανασηκωθεί στις 40 μοίρες από την επιφάνεια του κομοδίνου. Έπειτα, τοποθέτησε τον μικρό και τον μεγάλο δείκτη στο σωστό σημείο. Δεν ήταν, φυσικά, ξυπνητήρι αλλά ένας μοχλός με password (ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι είναι μοχλός;) ο οποίος ενεργοποιούσε το πέρασμα στο δικό του panic room, το οποίο κρυβόταν πίσω από μία μεγάλη αφίσα με τη Χόλι Χάντερ.

Στάθηκε στην είσοδο του δωμάτιου πανικού, άναψε το φως. Ήταν η στιγμή που ένιωθε πιο γεμάτος από ποτέ. Ήταν περισσότερο ένας ψυχολογικός μηχανισμός, το αναγνώριζε. Ό,τι ήταν για άλλους η καφεΐνη, ήταν για αυτόν η βενζίνη.

Αντικρίζοντας τα μπιτόνια βενζίνης που μέρα τη μέρα, βδομάδα τη βδομάδα, μήνα τον μήνα, χρόνο τον χρόνο συσσωρεύονταν σε πυραμίδες, ένιωθε σαν Φαραώ που ανήγειρε μνημεία στη δική του προσωπική έρημο.

Διότι, όσο και αν οι οάσεις αυτές βενζίνης πλήθαιναν, ο εφιάλτης του που είχε ως κέντρο την έρημο, ένα είδος νεύρωσης μέσα σε νεύρωση, επανερχόταν εξίσου δυνατός, να του διακόπτει ή μάλλον να του ολοκληρώνει τον ύπνο με το ολίγων δευτερολέπτων μεν αυτό innuendo φρίκης και παρ’ όλ’ αυτά να τον επαναφέρει σε μία πραγματικότητα που όσο ανθηρή και αν έδειχνε διαρκώς έμοιαζε να κρύβει από πίσω της ένα μέλλον ξηρασίας.

Κατά κάποιον τρόπο, ο εφιάλτης αυτός – οδηγούσε μέσα σε μία κόκκινη έρημο, άγνωστο για πού, με μόνη συντροφιά μπιτόνια βενζίνης – ήταν το πραγματικό του ξυπνητήρι. Αφού το άλλο δεν ήταν παρά ένας μοχλός που οδηγούσε στο δωμάτιο πανικού το οποίο (έστω το περιεχόμενό του) παραδόξως ήταν ό,τι πιο καθησυχαστικό υπήρχε στη ζωή του, το ενύπνιο αυτό ξυπνητήρι έμοιαζε να έχει λάβει τη θέση του και να τον ξυπνά ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε για να ετοιμαστεί για να μεταβεί στον χώρο εργασίας του.

Η αλήθεια είναι ότι ήταν διάσημος στον χώρο της δημοσιογραφίας.

Όπως και να έχει, ο Sunrise είχε αυτό το ένοχο μυστικό – ή ένοχη απόλαυση. Συγκέντρωνε μπιτόνια βενζίνης, δεν τα  χρησιμοποιούσε, τα μεταχειριζόταν ως μία singularity σε μία προσωπική πολιτική οικονομία όπου η utility τους εξαντλείτο στη διαρκώς συσσωρευόμενη αξία τους.

Όμως, αυτή η μικρή νεύρωση, κρατώντας πια το νήμα της εκκεντρικής του συνήθειας, έμοιαζε να το ξετυλίγει οδηγώντας τον σε έναν ονειρικό, μπορχεσιανό θα έλεγε κανείς, λαβύρινθο, απ’ όπου έβγαινε μεν, αλλά μόνο με το τίμημα οι εντός του ονείρου απορίες να καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο χώρο στο μυαλό του, μαζεύοντας μέσα σε αυτό ένα momentum λευκών οδικών λωρίδων που ένας σώφρων νους δεν θα απέκλειε να σταματήσουν κάποια στιγμή να είναι διακριτές και να μετατραπούν σε λευκό μανδύα.

Έτσι, πολλές ήταν οι φορές πλέον που μπροστά στην κάμερα – και καθώς επρόκειτο για ζωντανή μετάδοση – ο Sunrise, προχωρώντας σε πολιτικό σχόλιο, το βουτούσε μέσα στον βενζινοκίνητο ειρμό του προσδίδοντας στην πραγματικότητα των υπολοίπων του πάνελ μία σουρεαλιστική απόχρωση περιέργου και όμορφου αλλά οπωσδήποτε παράταιρου και παράδοξου.

Έμοιαζε κάποιες στιγμές να σχίζει, σαν άλλος Φαέθων, τη γραμμή του ορίζοντα της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας αναλαμβάνοντας μία ακατανόητη προσωπική πτήση, προχωρώντας σε αξιολογήσεις της με βάση θα έλεγε κανείς μία προσέγγιση που δεν είχε τολμήσει κανείς από τους συνεργάτες του στο Himmel μέχρι τότε, συμπλέκοντας σχόλια για τα αγγούρια με την κλασματική απόσταξη και την πολιτική της κυβέρνησης, παραβάλλοντας δημοσκοπήσεις με κλίμακες οκτανίου, και σηκώνοντας ένα θερμοκήπιο δημοσίας χρήσεως στη μέση της προσωπικής του ερήμου.

Αυτό, βέβαια, δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Όσο και αν προσπαθούσε, όσο και αν απωθούσε τις σκέψεις αυτές, που έμοιαζαν να γίνονται κάτι παραπάνω από αυτό που λέμε έντονες, σε κάποιο πίσω μέρος του μυαλού του, δυστυχώς δεν υπήρχε εκεί κανένα δωμάτιο πανικού για να τις κλειδώσει, με αποτέλεσμα να επανέρχονται στο ερπετοειδές τμήμα του εγκεφάλου του, και μάλιστα εκείνες ακριβώς τις στιγμές που θα έπρεπε να ανανεώνει το δέρμα του.

Τι συνέβαινε;

Πώς θα έβρισκε την κάτοχο της φωνής; Πώς θα ανακάλυπτε τη σχέση του Billy Idol με τη Χόλι Χάντερ; Γιατί το συγκεκριμένο τραγούδι; Τι δουλειά είχε ένας Φινλανδός ποδοσφαιριστής από όλες τις οικογένειες ποδοσφαιρικών γλωσσών στο όνειρό του;

Στο διάλειμμα της εκπομπής προσπάθησε να σκεφτεί καθαρά. Να βάλει τα πράγματα σε μία τάξη. Να κοιτάξει τα δεδομένα αντικειμενικά. Έβγαλε τη τσίχλα βενζίνης του, και την έβαλε αργά στο στόμα του. Η δροσιά της ήταν κάτι αναζωογονητικό. Κατευθύνθηκε στην τουαλέτα.

«Σκέψου Sunrise,» είπε. «Σκέψου!»

Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη, κάτω από neon γράμματα που σχημάτιζαν τη φράση Όλοι οι χαζοί μπορούμε. Μία σταγόνα ιδρώτα κυλούσε στο μέτωπό του. Είχε διαβάσει κάπου ότι όσοι μιλούν στον εαυτό τους έχουν περισσότερες πιθανότητες να είναι σχιζοφρενείς από τους υπόλοιπους.

«Τουλάχιστον δεν σ’ αρέσουν οι μπάμιες!» συνέχισε να του απευθύνει τον λόγο.

Κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη προσπάθησε να μη βυθιστεί εκ νέου σε κάποιου είδους αυτό-αποθέωση συγκρίνοντάς τον με μπάμιες – έστω και αν γνώριζε ότι κάτι τέτοιο είναι δύσκολο.

«Λοιπόν…» Έβγαλε από την κωλότσεπη τα στατιστικά της βενζίνης μαζί με τη χτένα του – η τιμή της είχε πάρει την ανιούσα. Πολλοί παράγοντες θα μπορούσαν να έχουν συμβάλει σε αυτό, αλλά θα έπρεπε να απομονώσει έναν, να βρει τον καθοριστικό. «Σκέψου, σκέψου…»

Η σταγόνα, όπως εκείνη του Τομ Κρουζ στο Mission Impossible, έφευγε από το μέτωπό του, καθώς αναφωνούσε

«Εύρηκα!» Ναι, αυτό ήταν – ήταν προφανές – Ή σχέση ανάμεσα στην ένταση των ονείρων του (που θα λέγαμε πως συμπυκνωνόταν στο more) και την τιμή της βενζίνης ήταν ανάλογη!

Για πρώτη φορά είδε και τον λόγο που συνέδεε όλο αυτό με τον Γιάρι Λιτμάνεν – τον παλιό Φινλανδό ποδοσφαιριστή του Αίαντα

(έβλεπε τον Αίαντα σαν εκπρόσωπο της OPEC. Δεν ήταν τυχαίο ότι το 1973, όταν τα μέλη της OPEC προκάλεσαν τη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση, ο Αίαντας είχε κατακτήσει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν ο Αίαντας ήταν η OPEC και ο Γιάρι είναι ο εκπρόσωπος του Αίαντα και το συνδετικό στοιχείο ανάμεσα στην OPEC και το όνειρό του)

«Η σχέση ανάμεσα στον Γιάρι Λιτμάνεν και την τιμή της βενζίνης είναι το κλειδί!»

«Η σχέση ανάμεσα στον Γιάρι Λιτμάνεν και την τιμή της βενζίνης είναι το κλειδί!» επανέλαβε φωνάζοντας θριαμβευτικά, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσε το καζανάκι.

Δεν ήταν μόνος του στην τουαλέτα;

Είδε να ξεπροβάλει η κεντρική παρουσιάστρια του δελτίου ειδήσεων. Δάγκωσε τα χείλη του. Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το insight του και να το παρουσιάσει ως δικό της στη διεύθυνση του σταθμού;

«Μπα. Το πολύ-πολύ να γίνει ρεζίλι. Δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει το Γιάρι Λιτμάνεν,» σκέφτηκε (αυτή τη φορά) και χαμογέλασε.

Το πρώτο βήμα, λοιπόν, είχε γίνει.

Η τιμή της βενζίνης καθοριζόταν απόλυτα από το όνειρό του. Φαντάστηκε τον εαυτό του να βάζει σε ένα juke box ένα κέρμα επιλέγοντας το Rebel Yell του Billy Idol και να αναπροσαρμόζει κατά βούληση την τιμή της βενζίνης ανάλογα με τις επαναλήψεις του κομματιού.

«Ευτυχώς για την ανθρωπότητα, είμαι νομοταγής,» μίλησε στον εαυτό του, προσέχοντας αυτή τη φορά να μην είναι κανείς γύρω του.

Θεωρούσε την ανακάλυψη αυτής της κοινωνικής διάστασης του ονείρου του κομβική – θα τον οδηγούσε μαθηματικά στην προσωπική, που δεν απέκλειε να είναι κάποια εντελώς ανεξερεύνητη από τον μέσο κοινό θνητό που ούτε καν έχει την ικανότητα να ανταποκρίνεται στο ύψος της τιμής της βενζίνης, πόσο μάλλον να τη διαμορφώνει.

Έκλεισε το φως. Ήταν πια έτοιμος να αναμετρηθεί με τον εφιάλτη του. Γνώριζε ότι μόλις άκουγε more, more, more θα ξυπνούσε με τη βενζίνη να ανατιμάται. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή θα έπρεπε να αιχμαλωτίσει μάλλον τις περιστάσεις παρά να προσπαθήσει να απομακρυνθεί από αυτές σαν κάποιος ουδέτερος παρατηρητής, σαν κάποιος που θέλει να ξυπνήσει.

Κατέβασε τη μάσκα ματιών του και αναπροσάρμοσε το πάπλωμά του με τους ήλιους. Και καθώς άρχισε να βυθίζεται στον ύπνο, οι ήλιοι πήραν τη θέση τους στο στερέωμα και ο ίδιος βρέθηκε να οδηγεί, σαν τον Mad Maχ, σε ένα τοπίο έρημο, όπου δεν υπήρχε πουθενά νερό, με τα μπιτόνια βενζίνης μοναδική συντροφιά.

Κάπως μέσα στον ύπνο, σαν να καταλάβαινε ότι αυτή τη φορά δεν θα υποδεχόταν το όνειρο ως εφιάλτη.

Συνέχισε να οδηγεί. Η έρημος απλωνόταν μπροστά του, όπως ο δρόμος μπροστά στον Bowie στο I ‘m deranged με τη διαφορά ότι τη θέση των λευκών λωρίδων του δρόμου που ο pop star έβλεπε να καταπίνει το αυτοκίνητο είχαν πάρει μπάμιες. Ακόμη και αυτό, όμως, δεν τον έβγαλε από την αυτοκυριαρχία του. Το πόδι του δεν πίεσε το γκάζι περισσότερο.

Άρχισε να παρατηρεί το τοπίο. Την έρημο. Αναπροσάρμοσε τη μάσκα ματιών. Το τοπίο έμοιαζε σεληνιακό. Όχι, όχι σεληνιακό. Κυριαρχούσε το κόκκινο. Ή μάλλον κυριαρχούσε το πορφυρό. Δεν ήταν στη γη, αλλά πού ήταν; Τι έψαχνε; Καταλάβαινε πως κάτι έψαχνε.

Συνέχιζε να οδηγεί. Ήταν πλέον φανερό ότι από τη φάση REM είχε περάσει σε κάτι άλλο – δεν μπορεί να κρατούσε όλο αυτό όσο διαρκούν τα κοινά όνειρα των κοινών θνητών (τα οποία σταδιακά έμοιαζαν να αποτυπώνουν την απλή και μίζερη επιθυμία τους να βρουν χρήματα για να βάλουν βενζίνη).

More, more, more, έφερνε ο άνεμος, από μακριά.

Η τιμή της βενζίνης αυξανόταν όσο την ονειρευόταν. Ο πληθωρισμός δεν ίσχυε στην περίπτωσή του – όσο περισσότερη βενζίνη ονειρευόταν αυτός, ο Sunrise, τόσο μεγάλωνε αντί να πέφτει η τιμή της. Γιατί όμως συνέβαινε αυτό;

Ήταν ο Άρχοντας των Κορεσμένων Υδρογονανθράκων.

Ήταν ο Mad Maχ – ή μήπως…; Μα όχι!

Σωστά! Ήταν ο Mad Mars, όχι ο Mad Maχ.

Αυτό ήταν το λάθος του! Αυτή που τον καλούσε δεν ήταν κάποια γυναίκα, όπως αφελώς είχε πιστέψει. Ήταν η ίδια η βενζίνη. Και δεν ήταν οπουδήποτε. Ήταν στον …Άρη!

Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε είχε συνεχώς μαζί του μπιτόνια βενζίνης. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν εξαντλούνταν ποτέ. Έστω και αν οδηγούσε συνεχώς. Και προφανώς, για αυτόν τον λόγο συνέβαινε το περίεργο αυτό, τόση βενζίνη αλλά και τόση ακρίβεια.

Ήταν απίστευτο. Είχε ανακαλύψει βενζίνη στον Άρη – τεράστια κοιτάσματα, ανεξάντλητα αποθέματα τα οποία θα μπορούσαν να φουλάρουν συνεχώς την επιθυμία του για μπιτόνια βενζίνης, μην αφήνοντας στους υπόλοιπους κοινούς θνητούς παρά ελάχιστη και δίνοντάς του τη δυνατότητα να μοχλεύει με αυτόν τον τρόπο την τιμή της, και καθιστώντας την μη προσεγγίσιμη για την πλέμπα,και οδηγώντας τον στη μόνη πραγματικότητα όπου το αστέρι του θα αναδυόταν όπως ακριβώς του άρμοζε – να μείνει αυτός ο μοναδικός οδηγός στον πλανήτη.

Μέσα στον ύπνο του μουρμούρισε – Βενζίνη στον Άρη

Πόσο θαυμάσιο ακουγόταν.



Για δες εδώ

Μπορεί να σε ενδιαφέρει

Είμαστε

ΠΑΝΤΟΥ