Υπάρχουν πολλές επείγουσες καταστάσεις, να βρούμε γκόμενα, να χεστούμε στο τάλιρο, και να μπούμε σε καμία αργομισθία (as for literature It gives no man a sinecure, που έλεγε και ο Ezra), παρ’ όλα αυτά θέλω να σας γράψω για κάτι που μπορεί να μοιάζει εντελώς ασήμαντο ιδωμένο από την ατομικιστική και ανούσια πραγματικότητά σας
-για το πώς άρχισα να τρώω ανθρώπινες μύτες
Καθόμαστε στου Μάνου μετά τη δουλειά, κατά τις 11.50 το μεσημέρι, την ώρα που το καλημέρα γίνεται καλησπέρα, τσιπουροκατάσταση, όταν εμφανίστηκε ο Φώντας κραδαίνοντας την κυριακάτικη Καθημερινή και σχεδόν αγανακτισμένος είπε
Ρε μαλάκες τι είναι αυτό
Διαβάσαμε. Επρόκειτο για ένα άρθρο, Γιατί σταμάτησα να τρώω χταπόδια.
Και τι έχουν δλδ τα χταπόδια; αναρωτήθηκε, κάνοντας με το ψωμί παπάρα στο πιάτο με το ξιδάτο. Θα μας τρελάνουν. Δεν φτάνει που θα χρεώνουν το μουντιάλ!
Εγώ – απλώς χαμογέλασα. Ο Φώντας είναι ένας αστοιχείωτος. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το τσίπουρο – ένας ακόμη καφενόβιος του συρμού·
που ασχολείται ακόμη με χταπόδια, καλαμαράκια και γαρίδες σαγανάκι.
Η αφορμή για ετούτο το άρθρο
ήταν το βίντεο κλιπ για το Ρωγμές του Τσακνή, που έχει γυριστεί εν μέρει στη Rebound, τη θρυλική ντίσκο στην πλατεία Αμερικής.
Εκείνη την εποχή που το είδα σύχναζα στην ΑΣΟΕΕ και κυρίως στα τσιπουράδικα γύρω από αυτή· σπαταλώντας τη φοιτητική μου ζωή ως είθισται, έψαχνα να βρω έναν χώρο να γίνω θαμώνας που θα ταίριαζε καλύτερα στην ψυχολογία μου.
Τότε ήταν που είδα το βίντεο κλιπ αυτού του ανθρώπου. Τα πρόσωπα στο βίντεο κλιπ, απ’ ό,τι κατάλαβα θαμώνες της Rebound, μου εξήψαν το ενδιαφέρον. Το βλέμμα τους είχε κάτι απροσδιόριστα μελαγχολικό, ακόμη και κάτω από το eye liner και την εμφανή, σε ορισμένες περιπτώσεις, ποζεριά (που όμως ήταν παρ’ όλα αυτά κάτι το εντελώς φυσικό) μπορούσες να ξεθάψεις ένα περίεργο συναίσθημα, το οποίο δεν θα μπορούσα να εκφράσω με ανθρώπινα λόγια όσο ευφραδής και να ήμουν.
Την πρώτη φορά που πήγα, και αφού πλήρωσα το εισιτήριο κατέβηκα στα άδυτα της Rebound (βρισκόταν σε ένα υπόγειο), είδα διάφορες dark ανθρωποφυσιογνωμίες να διαμορφώνουν τη γεωμορφολογία της πίστας – ακριβώς όπως στο video clip των Ρωγμών.
Είχα ακούσει, φυσικά, το περίφημο Μην πας στην τουαλέτα της Rebound, εντολή που σκόπευα να τηρήσω στο έπακρο αν δεν συνέβαινε το περίφημο περιστατικό με τη Barwoman. Παρήγγειλα το Campari γάλα (3/4 γάλα, 1/4 Campari) το οποίο συνήθιζα να πίνω στις εξόδους μου και σηκώθηκα να χορέψω μετά από δυο γουλιές μια που έπαιζε το αγαπημένο μου κομμάτι. Κέντρισα το ενδιαφέρον λόγω της εμφάνισής μου, αλλά μόνο για μια στιγμή – άλλωστε μιλάμε για ανθρώπους που είχαν δει και τον Τσακνή εκεί μέσα, τίποτε δεν τους έκανε εντύπωση. Συνέχισαν να χορεύουν και αυτοί γύρω μου.
Όταν γύρισα στη μπάρα, έγινε αυτό το οποίο δεν έπρεπε να γίνει. Η Barwoman, λόγω στιγμιαίας αβλεψίας, γύρισε την κανάτα με το νερό πάνω μου.
Και δεν μιλάμε για απλό νερό. Το νερό στη Rebound δεν είχε τη χρησιμότητα που έχει σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου – να σε ξεδιψάσει. Το νερό στη Rebound είχε ανάλογη χρησιμότητα με αυτή που θα είχε στον Άρη – να σε πείσει ότι υπάρχει ζωή.
Πήγα γρήγορα τουαλέτα τινάζοντας από πάνω μου γυρίνους και χταπόδια (χταπόδια που κανείς δεν ήξερε πώς είχαν βρεθεί μέσα στη Rebound, πολύ λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι κανείς δεν γνωρίζει πώς βρέθηκε η Rebound στον πλανήτη).
Σκουπίστηκα με το κωλόχαρτο – ακουγόταν το Body Electric. Με ένα κραγιόν που βρήκα μπροστά στον καθρέφτη έγραψα πάνω του κάποιους στίχους από το κομμάτι – This place is death with walls Too much contact, no more feeling Acid on the flour so she walks on the ceiling – δίπλα σε εκείνους των Ρωγμών που είχε γράψει κάποιος άλλος με μαρκαδόρο – Μονάχος στην πόλη, βαθιά νυχτωμένος, σκοπός και ελπίδα καμιά […] και μοιάζει η αλήθεια μου πελώριο ψέμα σε τοίχο η φωνή μου χτυπά – και που έβρισκα ότι έκαναν ωραίο κοντράστ με τους δικούς μου.
Το νερό μου είχε δημιουργήσει μία ελαφριά λιγούρα.
Ναι, το Campari γάλα μου προσέφερε μία κάποια ενέργεια, όμως από την άλλη έπρεπε να φάω κάτι γρήγορα – τα φιστίκια που το συνόδευαν δεν ήταν του γούστου μου. Θα πήγαινα αργότερα στα Everest, που ακόμη δεν είχε αγοράσει η CVC Capital Partners στην οποία θα εργάζονταν τα καλύτερα βιογραφικά του δημοκρατικού Lebensraum, και όπου κατά συνέπεια μπορούσες ακόμη να τρίψεις ώμους με ένα ετερόκλητο πλήθος ξενύχτηδων, από οπαδούς που γύριζαν από εκδρομές και απολάμβαναν το προφιτερόλ τους μέχρι ταξιτζήδες και φοιτητές οι οποίοι αναζητούσαν τη δική τους θέση κάτω από το ηλεκτρικό φως της πόλης, χωρίς να νιώθεις ότι καταλαμβάνεις τον ζωτικό χώρο του άλλου.
Ξαφνικά, κάτι μου μύρισε.
Η ευαίσθητη όσφρησή μου με οδήγησε στον κάδο των σκουπιδιών όπου αντίκρισα προς έκπληξή μου ένα τιραμισού αλλά και, το σημαντικότερο, μία ανθρώπινη μύτη.
Στην αρχή (και μην έχοντας ολοκληρώσει την ανάγνωση της ομώνυμης ιστορίας του Γκόγκολ, άρα μη γνωρίζοντας και την τύχη της πρωταγωνίστριάς της), υπέθεσα ότι επρόκειτο για εκείνη του περίφημου Ρώσου συγγραφέα· ήταν άραγε η Rebound ο τόπος που ενώνεται η πραγματικά σπουδαία ρωσική λογοτεχνία με το σοσιαλιστικό όραμα της κοινότητας της τουαλέτας που τόσο καλά λειτουργεί σε ξενώνες για νέους καπιταλιστικών χωρών;
Την κράτησα στα χέρια μου και είδα τη σκιά της να διαγράφεται στον τοίχο πολύ πριν τη φέρω μπροστά στον καχεκτικό λαμπτήρα της τουαλέτας· αντίθετα, παρατήρησα πως δεν υπήρχε καμία αντανάκλασή της στον καθρέφτη· συμπέρανα ότι, προσαρμοζόμενη στο περιβάλλον στο οποίο είχε βρεθεί, είχε υιοθετήσει τα χαρακτηριστικά του μαλλιού του Gary Oldman στον Δράκουλα του Κόπολα, μία ταινία αισθητικά ανάμεσα στις κορυφαίες όλων των εποχών, πολλά από τα κοστούμια της οποίας έμαθα αργότερα έκλεψε η κλεπτομανής beauty των 90s, η Winona Ryder, η οποία μάλιστα είχε νυμφευτεί στην πραγματικότητα τον Keanu Reeves κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων σε ελληνορθόδοξο γάμο, ο οποίος ωστόσο είχε εμφανιστεί ως μέρος της μυθοπλασίας.
Επρόκειτο για μία μεγάλη, έντονη, ευπαρουσίαστη, ανήμπορη να κρυφτεί μύτη, που υπέθεσα πως ο κύριος, νομέας και κάτοχός της (μια και θεώρησα αυτονόητο πως όλες αυτές οι νομικές ιδιότητες συνέπιπταν στο ίδιο πρόσωπο, αν και αναγνωρίζω ότι το δυσβάσταχτο του φορτίου, αν αναλογιστούμε το μέγεθός του, θα δικαιολογούσε την κατανομή τους σε διαφορετικά πρόσωπα) μάλλον ανακουφίστηκε που την έχασε. Ή μπορεί να την είχε ξεφορτωθεί και ο ίδιος, αναγνωρίζοντας πως δύσκολα θα την έβρισκε κάποιος να του την επιστρέψει αφού ο περισσότερος κόσμος ακολουθούσε την εντολή εκείνη που έλεγε Μην πας στην τουαλέτα της Rebound.
Το σκέφτηκα λίγο. Και τελικά έκανα αυτό που κανείς από όσους είχαν (αν είχαν) επισκεφτεί την τουαλέτα της Rebound, τουλάχιστον εκείνο το βράδυ, δεν είχε τολμήσει να κάνει.
A modest proposal
Ανακάλυψα ότι επρόκειτο για έναν εξαίρετο μεζέ για το Campari γάλα.
Με φυσικό επακόλουθο να εθιστώ στην ανθρώπινη μύτη.
[Οι άνθρωποι είναι εντελώς παράδοξα πλάσματα. Ποτέ λ.χ. δεν εκτίμησαν αυτό το κούρεμα που λέμε radical undercut (2.54 στο βίντεο κλιπ των Ρωγμών) και που συνίσταται σε πολύ (πολύ) μαλλί στην κορυφή και τρία χιλιοστά στις πλευρές. Αντ’ αυτού, αν και γεννιούνται ελεύθεροι, αγωνίζονται μετά μανίας να αποδείξουν ότι δεν είναι, σαν να αισθάνονται μία ενοχή γι’ αυτήν ακριβώς την ελευθερία που τους δόθηκε.
Ακόμη και στην περίπτωση της κόμμωσης, κανείς τους δεν θα πάρει την ευθύνη γι’ αυτό που θα παρουσιάσουν αργότερα, στον έξω κόσμο. Θα τους ακούσεις να λένε – Ο μαλάκας ο κομμωτής μου κατέστρεψε το μαλλί. Σε εντελώς βασικό επίπεδο ψυχολογίας, θα προτιμήσουν τον κομμωτή από την ελευθερία. Θα προτιμήσουν τις μεγάλες εφευρέσεις από το αυτόβουλο. Ρέπουν προς έναν επιστημονισμό που οδηγεί σε γκιλοτίνες.]
Και αν κάνουν τόση φασαρία για τρίχες, που στο κάτω-κάτω προσαρμόζονται κατά βούληση, φανταστείτε σε τι βαρβαρότητες μπορεί να τους οδηγήσει κάτι τόσο μόνιμο όσο μια μύτη.
(Πολλοί λένε πως ο υπαρκτός Σοσιαλισμός επί παραδείγματι μπορεί να επιτευχθεί μόνο ως ένρινος)
Και όταν έχεις μεγάλη μύτη είναι πιθανό να τη γλιτώσεις. Είναι πιθανό το μόνο που θα θυσιαστεί να είναι η μύτη σου. Αλλά δεν έχουν όλοι μεγάλη μύτη. Έτσι κάπως την έπαθαν αυτοί στη Γαλλία στα τέλη του 18ου αιώνα. Τα φώτα του Διαφωτισμού έπεσαν πάνω τους με ορμή, τη στιγμή που θα μπορούσαν να έχουν πέσει πάνω στη μύτη τους.
Τα κόζα αλλάζουν.
Αυτό που λέμε στη σύγχρονη εποχή γαλλική μύτη είναι αποτέλεσμα μίας άγνωστης εξελικτικής διαδικασίας που πιθανολογώ πως έχει να κάνει με τη μετάβαση από τη βιομηχανική στην ψηφιακή εποχή, τη μετάβαση από τον ανθρωπότυπο μυτόγκα (ή Σιρανό ντε Μπερζεράκ) στον πλαστικό χειρουργό και τη Νατάσα Θεοδωρίδου.
Εξελικτικά οι ανθρώπινες μύτες είναι σχεδόν τέλειες – αιωρούνται με χάρη πάνω σε αυτά τα αχάριστα δίποδα ή καλάμια γεμάτα αέρα που έχουν επιβιώσει από όλες τις πρόσφατες μαζικές αναβαθμίσεις νοημοσύνης στις οποίες υποβλήθηκαν οι διάφορες μορφές ζωής στον πλανήτη. Όταν ανακαλύφθηκαν, 17 Δημοκρατίες πριν τη σύγχρονη Τεχνο-Δ ή dark democracy ή DC Democracy, οι Δεινόσαυροι έκριναν σκόπιμο να αποχωρήσουν καθώς δεν είχαν τη δυνατότητα να προσαρμοστούν σε αυτές και να αφήσουν στα πόδια τους αυτόν τον πανάρχαιο θεσμό του Πι της Δέλτα. Οι άνθρωποι, αντίθετα, κατόρθωσαν να ανακαλύψουν την κόκα.
Όπως αντιλαμβάνεστε, όταν δοκίμασα τη μύτη – δεν γινόταν να συνεχίσω να ζω όπως πριν. Οπότε το πήρα απόφαση – άρχισα να τις τρώω όπου τις έβρισκα. Δεν είμαι κανίβαλος με ρατσιστές, θα έλεγα είμαι παμφάγος, μάλιστα δεν διστάζω να φάω και μύτες από ξένες κουζίνες. Προσφάτως, μία αιθιοπική προσέφερε εξαιρετική συνοδεία στο Campari γάλα μου.
Ίσως, σκέφτηκα, η ανθρωπομυτοφαγία να είναι μία δικαιολογία για κάποιον επερχόμενο αλκοολισμό; Πόσο Campari γάλα πίνω τη μέρα; Δεν με ενδιαφέρει. Every hower is a happy hower, όπως είπε ο Τζώνυ Ντεπ.
Το δικό μου όριο, από ό,τι αποδεικνύεται, είναι πόσες μύτες έχω πρόχειρες.
Αναγνωρίζω ότι δεν πρόκειται για ιδιαίτερα πρωτότυπη στάση. Το ίδιο κάνουν και πολλοί άλλοι, ετερόκλητοι άνθρωποι, που πιθανότατα δεν έχουν τίποτε άλλο να τους συνδέει. Σκέφτομαι λ.χ. εκείνο τον καλλιτέχνη, ονόματι Rick Gibson, που δοκίμασε ένα δεξιό αρχ#$% (νομίζω κυριολεκτικό αρχ$#%, όχι κάποιο ζώο πολιτικό δλδ στα δεξιά του συνταγματικού τόξου που κατ’ ευφημισμό αποκάλεσε έτσι, γεγονός που ίσως, θα έλεγα, να υπήρξε η πηγή έμπνευσης αυτής της par excellence λεπτής προσβολής τσίμπα ένα αρχ#$%) ή τον Τζέφρυ Ντάμερ, που ήταν κανονικός κανίβαλος και έγινε και τραγούδι από τους Therapy? (βλέπε τους στίχους Here comes a girl with perfect teeth I bet she won’t be smiling at me I know how Jeffrey Dahmer feels Lonely, lonely κλπ, στο Trigger inside).
Ακόμα και το World Economic Forum έχει γράψει για το πόσο καλό είναι να τις τρώμε. Συγκεκαλυμμένα – έστω. Δλδ αν διαβάσεις δυο-τρεις θεωρητικούς του, που είναι στη μεγάλη γραμμή των μεγάλων Άγγλων (;) στοχαστών του Ωφελιμισμού, τους λ.χ. τον Νώε, τον Γιουβάλ, ή τον Χαράρι, ε το βλέπεις.
Πολλές μύτες έχουν μαζευτεί.
Πρέπει να κάνουμε κάτι μαζί τους, μια και οι περισσότερες δεν προσφέρουν τίποτα. Ακούνε L7 και ονειρεύονται να πιούν κόκα. Τόσο βαρετοί τους είναι οι άνθρωποι.
Black Cat
Διάβασα πρόσφατα ότι η Rebound έκλεισε. Τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια σκέφτηκα. Άλλο ένα μαγαζί που έκανε τον κύκλο του.
Μου άρεσε να χορεύω το Black Cat των London After Midnight – ήταν κυριολεκτικά το κομμάτι μου.
Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι ήταν πάντα περισσότεροι από εμάς εκεί μέσα (και οι μύτες, βέβαια, περισσότερες από αυτούς). Εμείς, τα αιλουροειδή, ήμαστε η μειοψηφία. Βλέπετε, τα περισσότερα προτιμούσαν τα τσιπουράδικα, απ’ όπου έκαναν κήρυγμα – έχουμε εκφυλιστεί, έχουμε χάσει την αιλουροειδή μας φύση, έλεος κάπου με τις κονσέρβες χταπόδι κλπ.
Όμως τα κόζα αλλάζουν. Τα γατιά σταδιακά γίναμε περισσότερα στη Rebound. Οι παλιοί της θαμώνες δεν εμφανίζονταν πλέον. Οι εποχές αλλάζουν. Δεν υπάρχει πια Rebound.
Αλλά υπάρχουν ακόμη μύτες…