Career opportunities
Ο μόνος λόγος που επέλεξα αυτό το μέχρι τότε καταραμένο για μένα επάγγελμα ήταν ότι αγνοούσα τους πλέον στοιχειώδεις κανόνες της φυσικής. Η αλήθεια είναι ότι είχα εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια να καταλάβω τι συμβαίνει γύρω μου από το «Εμείς και ο Κόσμος», εκείνο το σχολικό εγχειρίδιο της τρίτης δημοτικού, είχα αποφασίσει να προσπαθήσω να καταλάβω τι συμβαίνει μέσα μου, αφήνοντας τον κόσμο γι’ αργότερα.
Οι προσπάθειες για την κατάκτηση του εσωτερικού μου κόσμου υπήρξαν εξίσου άκαρπες με εκείνες για την κατάκτηση του εξωτερικού, αλλά κάποια στιγμή έπρεπε να αποφασίσω τι καριέρα θα ακολουθήσω στη ζωή μου. Κάπως έπρεπε να ζήσω.
Έτσι, όταν αποφάσισα να γίνω εγκαταστάτης κεραιών τηλεόρασης δεν είχα υπόψη μου δύο πράγματα – α) τον Νόμο της Βαρύτητος, και β) το γεγονός ότι ήμουν, θα έλεγα, closet υψοφοβικός – αν όχι ακριβώς closet, κάποιος που οπωσδήποτε δεν είχε συνειδητοποιήσει μέχρι τότε ότι τα ύψη του προκαλούν τρόμο.
Αντιθέτως, μάλιστα, με είχε ενθουσιάσει η προοπτική της ταράτσας, από την οποία θα μπορούσα ελεύθερα να παρατηρώ τι συμβαίνει στα γύρω διαμερίσματα, ελπίζοντας να βλέπω καλλίγραμμες υπάρξεις να περιφέρονται τουλάχιστον ημίγυμνες– όπως στις ταινίες.
“Οι άνθρωποι προτιμούσαν τα υπόγεια εμπιστευόμενοι τους fact checkers που έλεγαν πως ο ήλιος ήταν μία θεωρία συνωμοσίας”
Όμως, καθώς ανέβηκα πρώτη φορά στα κάγκελα στην άκρη μιας ταράτσας για να δέσω και πετάξω το καλώδιο στον πρώτο όροφο, διαπίστωσα με τρόμο ότι η πλέον κοινότυπη της ροής εργασιών μου ως εγκαταστάτη κεραιών αποτελούσε ζήτημα ζωής και θανάτου για μένα. Ανακαλύπτοντας με αυτό τον τρόπο τον Νόμο της Βαρύτητος, βλαστήμησα για το γεγονός ότι είχα αποφασίσει στην τρίτη δημοτικού να εγκαταλείψω τη φυσική.
Η υψοφοβία μου απλώς ήταν το κερασάκι στην τούρτα, φυσικά. Η μόνη επαφή που είχα με την υψοφοβία μέχρι την έναρξη της καριέρας μου ήταν αυτή της θέασης του Δεσμώτη του Ιλίγγου, το οποίο είχα βρει εξαίρετη κωμωδία. Ο Τζίμι Στιούαρτ δέσμιος της υψοφοβίας του, σκεφτόμουν, και γελούσα καταναλώνοντας νάτσος με λιωμένο τυρί – μία Κάρεν μέσα στο σκοτάδι προσπαθούσε να διακρίνει ποιος είχε γελάσει, κάτι που με έκανε να γελάσω ακόμη εντονότερα προσδίδοντας στην αντικοινωνική μου συμπεριφορά ακόμη πιο κοφτά jawlines, λες και ήμουν εκεί, στη σκοτεινή αίθουσα, για να τα τείνω όπως το Alien και να τους υπενθυμίζω ότι ποτέ δεν θα είναι ασφαλείς, οι Κάρεν αυτού του κόσμου.
Αλλά η υψοφοβία μου δεν είχε καμία σημασία μπροστά στον Νόμο της Βαρύτητος, τον οποίον φυσικά συνδύασα (αφού δεν είχα περάσει εκείνη την προπαρασκευαστική φάση της γνωριμίας μαζί του στην τρίτη δημοτικού, κατά την οποία τα σχολιαρόπαιδα εξοικειώνονται με τους φυσικούς νόμους, μεγαλύτερος εκ των οποίων φυσικά είναι ο θάνατος) με άμεση απειλή θανάτου.
Η μετάβαση πια προς την ταράτσα γινόταν μία ριζικά υπαρξιακή εμπειρία την οποία ήμουν αναγκασμένος να βιώνω εκ νέου κάθε φορά που χρειαζόταν η εγκατάσταση μίας κεραίας και για την οποία δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν, αφού θα κινδύνευα να θεωρηθώ ψυχάκιας, ή ακόμη χειρότερα, να απολυθώ – το αφεντικό δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για την υπεραξία του εργάτη, όπως έχει πει και ο Μαρκς, και η μόνη υπεραξία που εγώ προσέφερα πέραν της τυπικής υπεραξίας που οποιοσδήποτε εργάτης θα μπορούσε να προσφέρει ήταν μία περιττή έκκριση αδρεναλίνης.
Η ηδονοβλεψία μου, όπως σημείωσα, αντί πλέον να αποτελεί λόγο να ανεβαίνω στις ταράτσες, μάλλον μου προκαλούσε ένα είδος φρίκης, η οποία φρίκη με οδήγησε περαιτέρω στην αποφυγή από μέρους μου του γυναικείου φύλου.
Ο Νόμος της Βαρύτητος σταδιακά διέβρωνε όλες τις όψεις της κοινωνικής μου ζωής.
(Το μόνο που κατάφερνα, από κάποιο σημείο και μετά, ήταν να εκμεταλλεύομαι όλο και συχνότερα κάποια ευκαιρία to sun my balls, καθώς έκλεβα λίγο από την εργασία για να κάθομαι και να τα λιάζω, γνωρίζοντας ότι δύσκολα κάποιος, αν με έβλεπε, θα πίστευε ότι το κάνω όντως αυτό – και αν το πίστευε θα ήταν καμία Κάρεν, την οποία όμως δεν θα πίστευε κανείς άλλος. Όμως, ούτως ή άλλως, οι μέρες γίνονταν όλο και σκοτεινότερες και η όξινη βροχή που σμίλευε όλο και συχνότερα το τοπίο καθιστούσε αν μη τι άλλο επικίνδυνη της έκθεσή τους στο περιβάλλον. Οι άνθρωποι προτιμούσαν τα υπόγεια εμπιστευόμενοι τους fact checkers που έλεγαν πως ο ήλιος ήταν μία θεωρία συνωμοσίας, ή πώς, ακόμη και αν δεν ήταν, διαβαίναμε πάντως within the realm of a dying sun, και αν εμφανιζόταν κάποιος μάλλον θα ήταν ο Rick Deckard ή τίποτε Κονκισταδόρες που είχαν λάβει τη μερίδα του Λέοντος, νεκρές ψυχές των UHF που εγκαθιστούσα για να ξεγελούν τον εαυτό τους κλπ.)
Πρόσεχε καλύτερα!
Μέσα σε όλα αυτά, λίγες ήταν οι πηγές ευχαρίστησής μου
– το σινεμά· πήγαινα σε ακατανόητες ταινίες Γάλλων auteurs, όπου διάφοροι χαρακτήρες που δεν είχαν να πληρώσουν το ρεύμα (anyway, όταν υπήρχαν κανονικοί μισθοί) ομφαλοσκοπούσαν και διατύπωναν γυμνοί ερωτήσεις για το νόημα της ζωής. Γελούσα δυνατά, πώς γίνεται να σε ενδιαφέρει το νόημα της ζωής όταν δεν μπορείς να πληρώσεις τον λογαριασμό της ΔΕΗ, όταν δεν έχεις καν ρούχα να φορέσεις; Οι Κάρεν εξακολουθούσαν να ψάχνουν γύρω τους ποιος είναι ο τύπος που τους καταστρέφει τη σινεφίλ εμπειρία. Αυτό έκανε την εμπειρία του σινεμά ακόμη πιο ευχάριστη για εμένα. Άλλαζα θέσεις (άλλωστε, σε αυτές τις γαλλικές κωμωδίες ποτέ δεν ήταν πάνω από επτά με εννέα άτομα) και έτεινα τα σαγόνια μου απ’ όπου εκκρινόταν λιωμένο τυρί αντί για οξέα.
– οι εσωκομματικές των κομμάτων του Συνταγματικού Τόξου· έκανα register όποτε λάμβαναν χώρα και στην είσοδο έβρισκα κομματόσκυλα (που έβλεπα πρώτη φορά), παρίστανα τον τρομερά χαρούμενο που τα έβλεπα πάλι, τους έσφιγγα το χέρι, τα ρωτούσα τι έκαναν, τους έλεγα τι ωραία τα περνούσαμε στη σχολή (δεν με θυμόντουσαν φυσικά καθώς δεν είχα πάει σε κάποια σχολή αλλά δεν τολμούσαν να το παραδεχτούν, ούτε καν στον εαυτό τους), τα έβαζα να μου παραγγείλουν καφέ και σάντουιτς, τα κατανάλωνα και έφευγα, χωρίς να ψηφίσω και πολύ περισσότερο χωρίς να πληρώσω. (Τις εξωκομματικές εκλογές τις απέφευγα, μου προκαλούσαν ακράτεια (όπως, άλλωστε – θα διαπίστωνα αργότερα – και στον Τζο))
Όμως, παρά τις μικρές αυτές εκρήξεις χαράς, ο θεμελιώδης (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) Τρόμος μου για τον Νόμο παρέμενε – και το ύψος επέμενε να επικρέμεται σα Δαμόκλειος Σπάθη κάτω από το κεφάλι μου κάθε φορά που ανέβαινα στα κάγκελα.
Μία πηγή ευχαρίστησης, από κάποιο σημείο και έπειτα, ήταν και ο Τζο – γελούσα τόσο με τον Τζο, χωρίς να υποπτεύομαι ότι θα μου άλλαζε σε τέτοιο βαθμό τη ζωή.
Πρώτη φορά που τον πρόσεξα ήταν όταν έφαγε την τούμπα ανεβαίνοντας στο Air Force One. Ήμουν σε ένα μπαρ με συναδέλφους εγκαταστάτες κεραιών όπου είχαμε την ετήσια κοπή πίτας εγκαταστατών κεραίας με τούρτα κεραία-τιραμισού και έπαθλο για τον νικητή δύο κομμάτια τιραμισού. Όπως οι διερμηνείς και οι μασόνοι, έτσι και εμείς είμαστε κλειστό κλαμπ, και μπορούμε εύκολα να υπολογίσουμε το παραπάνω κομμάτι. Κανείς δεν έτρωγε το κομμάτι του, όλοι πίνανε μπίρες, ενώ κάποιοι παίζανε darts.
” Είδα την τούμπα πολλές φορές, σε επανάληψη. Γελούσα κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο.”
Τότε είδα στις ειδήσεις την τούμπα, κάτι που με έκανε να γελάσω τόσο που τράβηξα την προσοχή του μπάρμαν. Βλέποντας το σε επανάληψη γέλασε και αυτός, γέλασαν κ όσοι βρίσκονταν στο μπαρ, και μας κέρασε όλους μία γύρα υποβρύχια. Σκέφτηκα να τους προτείνω να πάμε σε γαλλική ταινία.
Τι αρμονικά ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή όλα! Μία πολιτεία όπου τον Νόμο της Βαρύτητος είχαν αντικαταστήσει τύποι που έπεφταν προς τα πάνω – και μάλιστα παρατεταμένα. (στην αρχή δεν έδωσα σημασία στο αψηφούν τους φυσικούς νόμους γεγονός της πτώσης του Τζο προς τα πάνω, καθώς ανέβαινε δηλαδή).
Η σχέση μου με τον Τζο
Είδα την τούμπα πολλές φορές, σε επανάληψη. Γελούσα κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο. Αποφάσισα να παρατηρήσω εκ του σύνεγγυς τον περίεργο αυτό τύπο που είχε εκλεγεί, προφανώς από τύπους που δεν πάνε στα ballot bokses για να τρώνε τζάμπα σάντουιτς, Πρόεδρος των Η.Π.
Προσέφερε άφθονη διασκέδαση. Κατά κάποιο τρόπο, αδιόρατο αλλά παρ’ όλ’ αυτά εύκολα κατανοητό, έμοιαζε να εξορκίζει τον τρόμο μου για τη βαρύτητα. Ήταν περίεργο αλλά συνέβαινε.
Όταν ανέβαινα πια στα κάγκελα ο τρόμος μου μειωνόταν, η σκέψη μου ανέτρεχε στα ατέλειωτα περιστατικά με γκάφες του Τζο.
Θυμάμαι πόσο γέλασα όταν διάβασα ότι του έφυγαν στην επίσκεψή του στον Πάπα. Θυμήθηκα τη σκηνή στο Ο Ηλίθιος και ο Πανηλίθιος, που ο Ηλίθιος (;) επισκέπτεται την τουαλέτα και προκαλεί μία σκατολογική καταστροφή άνευ προηγουμένου.
Άλλοτε, ανέτρεχα στην είδηση ότι ο Τζο την αμόλησε μπροστά στην Καμήλα Πάρκερ Μπόουλς, Δούκισσα της Κορνουάλης. Επαναλάμβανα το όνομα κ την ιδιότητα. Καμήλα Πάρκερ Μπόουλς, Δούκισσα της Κορνουάλης. Το μέγεθος του ονόματος έμοιαζε να πολλαπλασιάζει την ισχύ των ούτως ή άλλως παρατεταμένων αερίων. Καθώς στερέωνα την κεραία, γελούσα με την εικόνα κάποιου τύπου που την αμολάει μπροστά στη Δούκισσα της Κορνουάλης.
Σκεφτόμουν τα ατέλειωτα καψώνια του στους δημοσιογράφους. Που τους έστηνε προτού αποφασίσει να εμφανιστεί για να απαντήσει σε ερωτήσεις που ήδη τις γνώριζε και που ήδη το γνώριζαν ότι τις γνώριζε και που γνώριζε ότι γνώριζαν ότι τις γνώριζε και που ξαφνικά, αψηφώντας τους κανόνες του παιχνιδιού, αποφάσιζε να σηκωθεί και να φύγει.
Όλα αυτά, έλεγαν οι κακές γλώσσες, ήταν αποτέλεσμα προελαυνούσης άνοιας. Συνέχεια κάμερες τον έπιαναν να τον ψιλοπαίρνει και μάλιστα σε σημαντικά γεγονότα για το μέλλον του ίδιου του πλανήτη, σε global events όπου όλο και περισσότεροι ηγέτες εθνών-κρατών ή άτυπων αυτοκρατοριών συγκεντρώνονταν για να δουν πως θα εξαλειφθεί το δακτυλικό αποτύπωμά μας στο περιβάλλον βάζοντας τον δάκτυλό τους επί τον τύπο των ήλων καθώς χρησιμοποιούσαν τα ιδιωτικά τους jets για να φτάσουν εκεί.
Ο Τζο κοιμόταν. Ήταν άραγε αποτέλεσμα άνοιας; Κάποια στιγμή, και ενώ ήμουν σκαρφαλωμένος στα κάγκελα για την εγκατάσταση της κεραίας, εκείνη τη στιγμή, σκεπτόμενος τον Τζο, αναδύθηκε από τα βάθη του παρελθόντος, όπως συμβαίνει συχνά σε όλους μας, μία λέξη, που είχα πρωτοακούσει δεν θυμάμαι καν πότε-
[Σημείωση του Συγγραφέως – Κρίνουμε σκόπιμο να σημειώσουμε την αιτία αυτής της ανάδυσης, την οποία φυσικά ο αφηγητής δεν δύναται να γνωρίζει καθώς είναι καταχωρισμένη βαθιά μέσα στο ασυνείδητό του, το οποίο ως γνωστόν μόνο αν αποφασίσει να ξεψαχνίσει ο ίδιος ή ο Δημιουργός μπορεί ίσως να ανακαλύψει – και πάντως όχι το psychiatric-industrial complex, με τους οποιουσδήποτε αυτόκλητους τσαρλατάνους ΜακΝαμάρα του καναπέ. Η περιγραφή της εμπειρίας θα γίνει, προφανώς, χωρίς οποιαδήποτε ψυχολογική αναφορά, αποστασιοποιημένα.
Σε ευαίσθητη ηλικία του αφηγητή, αγαπημένος σοσιαλιστής θείος του, έκανε ζάπινγκ στα δύο μοναδικά κανάλια της ελληνικής τηλεοράσεως της εποχής. Στο ένα, είχε εκπομπή με ομιλία του Αντρέα Παπανδρέου, ενώ στο άλλο μουσική εκπομπή, με βίντεο κλιπ. Τη στιγμή που ο αφηγητής περνούσε από το σαλόνι, είδε το σεμεδάκι της τηλεόρασης να καλύπτει σοσιαλιστικά το κεφάλι του Αντρέα (σαν να επρόκειτο για το αντίστοιχο παλαιστινιακό του Αραφάτ) και άκουσε τον μεγάλο Ηγέτη να λέει «Για τον Σοσιαλισμό!» Εκείνη την ίδια στιγμή, ο θείος άλλαξε κανάλι, και ο αφηγητής άκουσε τον παρουσιαστή της μουσικής εκπομπής να χαρακτηρίζει τον Ian Astbury των Cult προαναγγέλλοντας το video clip που θα ακολουθούσε ως εκπρόσωπο του New Wave Σαμανισμού. Μάλιστα, ο αφηγητής είδε λίγο από το video πριν ο σοσιαλιστής θείος το γυρίσει πάλι στην ομιλία του Αντρέα. Ο αφηγητής, βγαίνοντας έξω να παίξει, ήδη είχε καταγράψει τον Σοσιαλισμό και τον Σαμανισμό ως τις δύο όψεις του ίδιου κίβδηλου λόγω ζάπινγκ νομίσματος]
και που στο μυαλό μου είχε ταυτιστεί με τον σοσιαλισμό – η λέξη σαμανισμός, και κατ’ επέκταση σαμάνος. Στο μυαλό μου, οι offshore των σοσιαλιστών ήταν τόποι όπου μεταφέρονταν, όπως οι σαμάνοι, όταν κοιμόντουσαν.
Αυτό, με τη σειρά του, με οδήγησε σε μία άλλη σκέψη – Και αν όλες αυτές οι γκάφες του Τζο δεν ήταν αποτέλεσμα άνοιας; Αλλά ανίας; Μίας εικονοκλαστικής διάθεσης, πυθαγόρειας θα έλεγε κανείς, κ ίσως σοσιαλιστικής, να αμφισβητήσει τους πάντες και τα πάντα;
Το σκέφτηκα καλύτερα – ακράτεια, κλανιές, ΑΡΔ, έτσι έμαθε από μικρό παιδί.
Και κερασάκι στην τούρτα – κοιμόταν. Παντού και πάντα. Και πιθανώς, όσο κοιμόταν σε αυτή τη διάσταση, μεταφερόταν σε κάποια άλλη, όπου πέρα από offshore, έβρισκε και τον Πυθαγόρα, που ως γνωστόν ήταν σαμάνος ολκής.
Αποφάσισα να γίνω ο fact checker του. Πιο σωστά, ο fart checker του. Θα μάζευα όλες τις «γκάφες» του, καθώς με εκπληκτικές πινελιές αυτοσχεδιασμού ολοκλήρωνε πάνω στον καμβά το απόλυτο έργο, το ανώτατο στάδιο του σοσιαλισμού, την καταστροφή του Δυτικού πολιτισμού.
Το συμπέρασμά μου – ο Τζο δεν ήταν απλώς punk είδωλο, που λόγω εγκόσμιας ανίας, χλεύαζε τους Δυτικούς θεσμούς παριστάνοντας τον ανοϊκό – ήταν κάτι πολύ περισσότερο, ο απόλυτος σοσιαλιστής (κάτι που λίγο με ενδιέφερε) και ο απόλυτος σαμάνος (και εκεί ήταν η πηγή της απόλυτης απελευθέρωσής μου).
Διότι, αν κάποιος καταργεί τους φυσικούς νόμους, αυτός είναι ο σαμάνος. Και καταργώντας τους φυσικούς νόμους, προφανώς καταργούσε και τον Νόμο της Βαρύτητος. Και αν μπορούσε αυτός, ο sleepy Πυθαγόρας, να καταργήσει τον Νόμο της Βαρύτητος, μήπως τότε, εγώ, ένας απλός συμπιλητής του, δεν θα μπορούσα να ξεπεράσω τον φόβο μου για τα ύψη;
Αυτό έστεκε – εξηγούσε μάλιστα πώς είχε καταφέρει να πέσει ανεβαίνοντας – ήταν η μοναδική φορά που είχα δει κάποιον να σκουπίζει σκάλα ανεβαίνοντας – μα πώς είναι δυνατόν να πέφτει κάποιος προς τα πάνω; – και όμως, αν ο Νόμος της Βαρύτητος έχει καταργηθεί; – τότε ναι, μπορείς να πέφτεις προς τα πάνω.
Sounding his barbaric Yawp over the rooftops of the world
Είμαι στις ταράτσες του κόσμου και όποτε ανεβαίνω στα κάγκελα πλέον σκέφτομαι εκείνη τη μπλούζα των Inspiral Carpets, με τη γελάδα, τον μπάφο, και τη φράση Cool as Fuck. Μόνο που στη θέση της βρίσκεται ο Joe, το παγωτό, και η φράση Cool as Fart. Έχω σταματήσει να ανησυχώ και άρχισα να αγαπώ τη βαρύτητα.