Δε χωρά αμφιβολία αγαπητοί φίλοι, πως οι δημοσκοπήσεις αποτελούν σημαντικότατη ένδειξη των διαθέσεων της κοινής γνώμης και κρίσιμο εργαλείο κάθε προεκλογικής εκστρατείας κάθε κόμματος, που επί της ουσίας εκκινεί από την επομένη των περασμένων εκλογών.
Παρά δε, τις επιμέρους σημαντικές αποκλίσεις ιδιαίτερα μονομερών και μεροληπτικών μετρήσεων, που χαρακτηρίζουν τους ιδιαίτερα πολωμένους πολιτικά καιρούς μας, οι δημοσκοπήσεις-τουλάχιστον υπό συγκεντρωτική μορφή-προσεγγίζουν σταθερά και διαχρονικά την εκάστοτε λαϊκή ετυμηγορία· κάτι, που προφανώς ισχύει και για τις Η.Π.Α..
«Μα Πάρι», θα με ρωτήσετε, «πιστεύεις ειλικρινά τους αριθμούς που εμφανίζουν ως προς τη διαφορά Τραμπ-Μπάιντεν, τα αμερικάνικα μέσα και οι δημοσκοπικές εταιρείες;»
Δυστυχώς ή ευτυχώς ναι.
Και εγώ, καθόλου δε χαίρομαι για τις διαφορές 6, 8 και 10 μονάδων που αυτές αποτυπώνουν, ως προς τη δημοφιλία των δύο υποψηφίων. Καταλαβαίνω όμως, πως αυτές προκύπτουν απολύτως λογικά, βάσει των δημογραφικών και πολιτικών συνθηκών των Η.Π.Α. και πως καθόλου δεν αντανακλούν το τελικό αποτέλεσμα και ζητούμενο, που δεν είναι άλλο από την εκλογή στην Προεδρία της Υπερδύναμης.
Καταρχάς πρέπει να νοήσουμε, πως ο εκλογικό σύστημα για την αμερικανική προεδρία, δεν είναι αναλογικό, αλλά πλειοψηφικό και εκλεκτορικό.
Νικητής δηλαδή στις προεδρικές εκλογές στην εκάστοτε Πολιτεία, αναδεικνύεται εκείνος που συγκεντρώνει απλά περισσότερες ψήφους από τον αντίπαλο του και κατά συνέπεια τους εκλέκτορες που αναλογούν στη συγκεκριμένη πολιτεία και νικητής συνολικά στην Ομοσπονδία, εκείνος που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο αριθμό εκλεκτόρων.
Με απλά λόγια, η απόλυτη αριθμητική υπεροχή ως προς τις ψήφους, καμία απολύτως διαφορά δεν ποιεί, εφόσον αυτή εκφράζεται σε ολίγες πολυάνθρωπες Πολιτείες, όπως της Νέας Υόρκης και της Καλιφόρνιας.
Όταν λοιπόν βλέπουμε τόσο μεγάλες διαφορές σε δημοσκοπήσεις στις Η.Π.Α., πρέπει πάντα να λαμβάνουμε υπόψη, πως αυτές περιλαμβάνουν και υπαρκτές αριθμητικές πλειοψηφίες σε δημοκρατικά ελεγχόμενες πολιτείες, που όμως δεν καθορίζουν το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών.
Κατά δεύτερον, δεν πρέπει ποτέ να πέφτουμε στην παγίδα να λαμβάνουμε ως αξιόπιστη εικόνα, το αποτέλεσμα μιας και μόνο δημοσκόπησης, καθ’ότι αυτή μπορεί κάλλιστα-και ιδίως στην περίπτωση τηλεοπτικών σταθμών-να γίνεται σε επιλεγμένο και στοχευμένο πολιτικά κοινό. Μπορεί δηλαδή-και συμβαίνει συχνά-αυτή να λαμβάνει χώρα σε περιοχή γνωστή ως προς την κομματική της κατανομή και νομιμοφροσύνη.
Προκειμένου να έχουμε όσο το δυνατό πιο αντικειμενική αντίληψη ως προς τη διαφορά δημοφιλίας των δύο υποψηφίων, είναι απαραίτητο να παρακολουθούμε τον εθνικό μέσο όρο των δημοσκοπήσεων, που και αυτός ακόμη φαντάζει μονομερής, εξαιτίας της σαφέστατης και εκφρασμένης σε ακραίο βαθμό μεροληψίας εις βάρος του Ντόναλντ Τραμπ, των περισσότερων δημοσκοπικών εταιρειών και μέσων παραπληροφόρησης στις Η.Π.Α., εκκινώντας από τις τραγικές πραγματικά προβλέψεις εκλογής της Χίλαρι Κλίντον το 2016.
Έχοντας λοιπόν ως σημείο αναφοράς τον εθνικό μέσο όρο, βλέπουμε πως ο Πρόεδρος Τραμπ κινείται στο 42-43%, μόλις 3-4 μονάδες από το ποσοστό που του έδωσε τη νίκη στις προηγούμενες εκλογές και μάλιστα, μετά από 5 μήνες ατελείωτων χτυπημάτων στην εσωτερική γαλήνη των Η.Π.Α. και φυσικά την Προεδρία του, από την απώλεια 120.000 Αμερικανικών λόγω του κινέζικου ιού και την οικονομική κατάρρευση λόγω του τελευταίου, ως και τις μαζικές ταραχές με αφορμή το θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ, που αν μην τι άλλο, θα ανέμενε κανείς, πως θα έριχναν τις πιθανότητες επανεκλογής του στα Τάρταρα.
Κατά τρίτον και ίσως σημαντικότερα, η προεκλογική εκστρατεία μόλις τώρα πραγματικά εκκινεί υπό πραγματικούς και συνηθισμένους πολιτικούς όρους.
Μόλις το περασμένο Σάββατο έλαβε χώρα η πρώτη προεκλογική συγκέντρωση και μόλις χθες ανακοινώθηκε η συμφωνία των δύο πλευρών για τηλεοπτικά ντιμπέιτ. Δραστηριότητες, που σαφέστατα ευνοούν τον τωρινό Πρόεδρο, λόγω του φοβερά ανώτερου ενθουσιασμού της βάσης του και της προφανούς νοητικής ανισορροπίας του αντιπάλου του και οι οποίες ήταν και εκείνες που του έδωσαν τη νίκη στις προηγούμενες εκλογές, όπου κατάφερε να συντρίψει επί προσωπικού και να ξεπεράσει κατά πολύ σε ενεργητικότητα και προβολή, τη σαφώς πιο δημοφιλή και πιο ”ζωντανή” από το Τζο Μπάιντεν, Χίλαρι Κλίντον.
- Διαγραφή Σαμαρά
- Θρίαμβος Τραμπ
- Οχι, δεν είναι ο Δένδιας υπεύθυνος για την μείωση κυριαρχίας στο Αιγαίο – Είναι όλοι τους
Καταστάσεις και πραγματικότητες, που εξηγούν παρεμπιπτόντως και τη συστηματική προσπάθεια μηδενισμού των συνήθων προεκλογικών διαδικασιών από πλευράς Δημοκρατικών, με τη δικαιολογία του κινέζικου ιού και παρά την υποκριτικότατη ανοχή τους σε συστηματικές ταραχές και δημόσιους συγχρωτισμούς, με μοναδικούς κατά τα φαινόμενα στόχους, το πλιάτσικο και την αποδόμηση του Προέδρου.
Μην απελπίζεστε λοιπόν με τους αριθμούς, πόσο μάλλον όταν αυτοί τίθενται εκτός του πραγματικού πολιτικού πλαισίου.
Αναλογιστείτε δε καλύτερα, πόσο θα βαρύνει εν τέλει στην υποψηφιότητα Μπάιντεν, η υποστήριξη στις παναμερικανικές ταραχές, η μη καταδίκη της πολιτικής βίας και των πλιατσικολόγων και κυριότερα ο εμμονικός και πολιτικά σκόπιμος περιορισμός των Αμερικανών πολιτών στις ”μπλε” Πολιτείες της χώρας.
Πιστέψτε.