Η Ιταλική άποψη για τον πόλεμο του ’40

Οι πρώην αντίπαλοι παραθέτουν τις απόψεις τους

● Οι απόψεις που εμφανίζονται στο κείμενο δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τις απόψεις του Conserva.gr ●

Του Θεόδωρου Γιαννακόπουλου

Ενώ, λίγο-πολύ, η ελληνική άποψη για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-41 μάς είναι γνωστή, αγνοούμε την ιταλική αντίστοιχη. Και δεν αναφερόμαστε στην επίσημη άποψη που καταγράφει η επιστήμη της Ιστορίας, αλλά στη λαϊκή λεγόμενη, εκείνη που κατασταλάζει και καταγράφεται με τις αντιφάσεις, τις υπερβολές, τις ελλείψεις,  και τις απλουστεύσεις της αλλά και την αλήθεια της, στην εθνική-συλλογική μνήμη.

                   
Έτσι, διαλέξαμε να μελετήσουμε όχι απομνημονεύματα στρατηγών, στρατιωτικών άμεσα εμπλεκομένων ή την επίσημη στρατιωτική ιστορία, αλλά δύο αντιπροσωπευτικά ιστορικά έργα. ένα ελληνικό και το αντίστοιχό του ιταλικό, που συνέγραψαν δημοσιογράφοι τη δεκαετία του 1960  και τιτλοφορούνται περίπου το ίδιο : το “Storia della Guerra di Grecia” (β’ έκδοση 1965) του Mario Cervi, και το «Η Μάχη της Ελλάδος 1940-41» (β’ έκδοση 1971) του Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου.

Σε αυτά, είδαμε πως οι πρώην αντίπαλοι παραθέτουν τις απόψεις τους με βασική μέριμνα οι μεν να μεγεθύνουν την αξία της νίκης τους, ενώ οι δε να δικαιολογήσουν την ήττα που «λογικά» δεν θα έπρεπε να είχαν υποστεί.

Γύρω από τον άξονα των απαντήσεων στη βασική ερώτηση «Πώς ανατράπηκαν τα δεδομένα της πραγματικότητας ; Πώς απέτυχαν ‘οκτώ εκατομμύρια λόγχες’ να κάμψουν την αντίσταση ‘αόπλων’;» στρέφονται και οι αντίστοιχες απόψεις για τον Πόλεμο συνολικώς. 

Ιταλοί και έλληνες συμφωνούν πως το βασικό χαρακτηριστικό του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41, είναι το γεγονός της ανατροπής των λογικών προγνωστικών αναφορικά με το αποτέλεσμά του.

Για τους μεν, ήταν έκπληξη. Για τους δε, θαύμα. Η εικόνα που διαμόρφωσαν γι’ αυτόν, εξαρτήθηκε απ’ το αποτέλεσμά του, σε συνδυασμό με τη θεωρητική δυναμικότητα των στρατών που συγκρούσθηκαν και την ποιότητα της πολιτικής διακυβέρνησης της Χώρας τους: Οι Έλληνες νίκησαν μία απ’ τις καλύτερες πολεμικές μηχανές της εποχής, οι Ιταλοί έχασαν από έναν αντίπαλο στρατιωτικά κατώτερο. Οι Ιταλοί είχαν μία επιπόλαιη διακυβέρνηση. οι Έλληνες, αντίθετα, μία στιβαρή.

Είναι προφανές από το δίπολο έκπληξη/θαύμα, πως υφίσταται σημαντική ποιοτική διαφοροποίηση της εκτίμησης του αποτελέσματος. Αυτή, μας δίνει και μία πρόγευση της εθνικής τάσης ερμηνείας, εκατέρωθεν : οι Ιταλοί υπερασπίζονται την πληγωμένη τους εθνική υπερηφάνεια και οι Έλληνες θέλουν να αναδείξουν την υπεράνθρωπη αξία τους.

«Ο Παπάγος εκμεταλλεύθηκε τα δικά μας λάθη» και η νίκη των ελλήνων απέδειξε πως «…οι εκπλήξεις αν και δεν είναι συχνές, είναι παρ’ όλα αυτά πιθανές» (Cervi, σ.372), λένε οι Ιταλοί κι ο Μουσσολίνι. Κι οι Έλληνες, δια του Παπάγου αντιτείνουν : «Η Ιταλία, ως τα δόντια οπλισμένη επιτίθεται στην Ελλάδα… κι όμως δεν κατόρθωσε να υπερφαλαγγίσει την υπεράνθρωπη αξία της ελληνικής αντίδρασης». Και ξανά οι Ιταλοί, δια της πένας του Cervi χαρακτηρίζουν τις απόψεις αυτές του Παπάγου ως «παραμύθια», αλλά και τον δικαιολογούν ταυτόχρονα λέγοντας πως «κι εμείς αν ήμασταν Έλληνες, τα ίδια θα λέγαμε» (Cervi, σ.9).

Α. Η ιταλική άποψη

Οι Ιταλοί πιστεύουν πως οι στρατιώτες τους έκαναν το καθήκον τους ακόμα και όταν είχαν χιλιάδες λόγους να μην το κάνουν. Θεωρούν πως πολέμησαν με πείσμα, με ηρωισμό και αφοσίωση στην Πατρίδα, υπερβάλλοντας σε σωματική αντοχή (Cervi, σ.406) και ευφυείς επινοήσεις (Cervi, σ.411). «Aν η πατρίδα μου ζητήσει την πιο μεγάλη θυσία, εκείνη της ζωής, θα το κάνω με την πιο μεγάλη αφοσίωση…», «αρνούμαστε το έδαφος στον εχθρό, χιλιοστό προς χιλιοστό» (Cervi, σ.300).

Και πολέμησαν έτσι, ως το τέλος, σε έναν πόλεμο θλιβερό, βρώμικο και άτιμο γιατί το δίκαιο ήταν με το μέρος των Ελλήνων, που δεν θέλουν να θυμούνται πιά. «Το καθήκον μας καθιστά συνενόχους μιας τοιαύτης ατιμίας» (ημερολόγιο Γκράτσι), «ο πόλεμος, ακόμα κι ο βρώμικος πόλεμος της Ελλάδας…», «κάποιος έχει ξεχάσει, έχει σβήσει από τις αναμνήσεις του τις σελίδες της λύπης» (Cervi, σ.297).

Κι όμως, παρά την προσπάθεια, η ήττα τους επήλθε ως μοιραίο αποτέλεσμα συνδυασμού ψυχολογικών παραγόντων από τη μία μεριά και πολιτικών επιπολαιοτήτων και στρατιωτικών αβλεψιών λόγω υπεροψίας και κακού συντονισμού, από την άλλη.  Ο πόλεμος, με άλλα λόγια, χάθηκε για εκείνους, με ευθύνη τους, ίσως και από κακοτυχία και δεν κερδήθηκε από τους Έλληνες. «Στην Αλβανία δεν πάλεψαν ο Δαβίδ και ο Γολιάθ, αλλά δύο Δαβίδ, μόνο που ο ένας εκ των οποίων αντιπάλευε και τη δύναμη του δικαίου» (Cervi, σ.10).

Το ηθικό των στρατιωτών ήταν υψηλό πριν επιτεθούν (Cervi, σ.22, Παπακωνσταντίνου σ.58), γιατί είχαν πεισθεί πως θα καταλάβουν ειρηνικά κάποια σημεία της Ελλάδος. Όμως παρά τις προσδοκίες τους, θα συναντήσουν ελληνική αντίδραση.  Μετά τις πρώτες κιόλας ήττες, οι ελπίδες τους μειώνονται και το ηθικό κάμπτεται. «Το θέαμα των δυνάμεών μας που αναδιπλώνονταν είναι πάντα πιο θλιβερό για την άθλια όψη των κουρασμένων και κουρελιασμένων στρατιωτών που τραβάνε αργά σε μακριές σειρές [ …] η πλειοψηφία των πεζικαρίων ή των αλπινιστών περίμεναν μία αντικατάστασή τους που ποτέ δεν ήλθε» (Cervi, σ.298).

Για μία σειρά ετών στο παρελθόν, ακολουθήθηκε από την Κυβέρνησή τους μία λανθασμένη εξακολουθητική πολιτική προκλήσεων έναντι της Ελλάδος, που όχι μόνο δεν έκαμψε το ηθικό της αλλά αντιθέτως πυροδότησε την εγρήγορσή της και τον μη αιφνιδιασμό της από την επίθεση (Cervi, σ.11).

Οι προκλητικές ενέργειες σε βάρος της Ελλάδος, χαρακτηρίζονται ωμά ως «άχρηστες επιδείξεις εχθρότητας χωρίς αποκόμιση στρατιωτικών ή άλλων ωφελών». Οι προσπάθειες αυτές είχαν σκοπό την τρομοκράτηση των Ελλήνων  που όμως αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές (Cervi, σ.52).Το μουσσολινικό καθεστώς ταλαντευόταν ανάμεσα στην κήρυξη του πολέμου ή όχι, μέχρι την τελευταία στιγμή. «O ίδιος ο Μουσσολίνι γνωστοποιεί στον πρέσβη Γκράτσι πως ‘η Ελλάδα δεν βρίσκεται στο δρόμο μας και δεν θέλουμε τίποτα απ’ αυτήν’ » (Cervi, σ.23).

Το αποτέλεσμα αυτής της ταλάντευσης ήταν να παρθεί μία βεβιασμένη απόφαση επίθεσης, που γεννιόταν θανατηφόρα λανθασμένη, τεχνικά παράλογη. Η εγωιστική επιθυμία του Μουσσολίνι να εντυπωσιάσει ή εκδικηθεί τον Χίτλερ κινούμενος ανεξάρτητα από εκείνον, ορίζει όλες τις επιθετικές ιταλικές ενέργειες.

Ο Μουσσολίνι επιθυμούσε ‘όπως ο Χίτλερ μάθει από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Ελλάδα’. Ήθελε να τον εκδικηθεί για την κατάληψη της Ρουμανίας που έγινε χωρίς να ερωτηθεί (Cervi  σ.11). Στον  παραλογισμό αυτόν, που δεν βασιζόταν σε κανένα πολιτικό, στρατιωτικό ή πληροφοριακό δεδομένο, υπερθεματίζουν υψηλόβαθμα στελέχη της Κυβέρνησης, με χαρακτηριστική ανευθυνότητα και διάθεση κολακείας προς τον Ντούτσε.

Ο Υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο, σκορπά παντού την αβάσιμη αισιοδοξία του. Τηλεφωνεί στον Μουσσολίνι και του λέει: «‘είναι μαζί μου και ο Γκράτσι, επίσης κι αυτός λέει ότι όλα θα πάνε τέλεια. Ο διπλωμάτης διαμαρτυρήθηκε … ‘εγώ, δεν το είπα αυτό !’ » (Cervi, σ.157).

Αλλά και οι στρατιωτικοί, δεν στάθηκαν με επαγγελματισμό και υπευθυνότητα απέναντι στις περιστάσεις. Όπως φάνηκε στο πολεμικό συμβούλιο της 15.10.1940 που οριστικοποιούσε την εισβολή, οι Ιταλοί είχαν απορρίψει τις ρεαλιστικές προτάσεις του στρατηγού Γκουτζόνι τις οποίες είχε υποβάλει παλαιότερα για το σχέδιο επίθεσης. Είχε παρουσιάσει ένα σχέδιο κατά της Ελλάδος, σύμφωνα με το οποίο πίστευε πως απαιτούνταν ανάμεσα στ’ άλλα: 18 μεραρχίες (τριπλάσιες εκείνων που τελικώς ξεκίνησαν την εισβολή) που θα χτυπούσαν τα Ιωάννινα, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, ένα έτος προετοιμασιών, παρουσία όλων των επιτιθεμένων μεραρχιών στην Αλβανία, οδικά και λιμενικά έργα στην Αλβανία (Cervi, σ.23).

Όμως στο τελευταίο συμβούλιο προκρίθηκε ένα σχέδιο πολύ φιλόδοξο, αλλά χωρίς πραγματική βάση. Στηριζόταν σε έναν στρατό με κακό εξοπλισμό κι εκπαίδευση και θα εφαρμοζόταν σε ένα πεδίο χωρίς τις απαραίτητες λιμενικές και οδικές βελτιώσεις.

Το αποτέλεσμα αυτής της σύγχυσης ήταν να αποφασισθεί επίθεση χωρίς καμιά σοβαρή ιταλική προετοιμασία. Βέβαια, κατά την άποψη του στρατηγού Βισκόντι Πράσκαμ το οριστικό σχέδιο προετοιμάσθηκε «με κάθε λεπτομέρεια και είναι κατά το ανθρωπίνως δυνατόν τέλειο» (Cervi, σ.10 και Παπακωνσταντίνου,  σ.59). Επί πλέον αυτών, ακόμα και την περίοδο των επιχειρήσεων, οι ανώτατοι αξιωματικοί δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους, «για λόγους «καριερίστικης αντιζηλίας, έκαναν λάθη από την αρχή ως το τέλος ακολουθώντας μυωπική στρατηγική και τακτική» (Cervi σ.8) .

Η ιταλική άποψη μεταφέρει τον πόλεμο απ’ τα σύνορα στα επιτελεία. Ισχυρίζεται πως ο πόλεμος διεξήχθη (και εχάθη τελικά) σε άλλο πεδίο πλην του πολεμικού, μη αναγνωρίζοντας στους Έλληνες πως πολέμησαν γενναία.

Β. Η ελληνική άποψη

Ας διατρέξουμε και την παγιωμένη και γνωστή ελληνική άποψη.

Ο πόλεμος αυτός ήταν κατ’ αρχάς άδικος και ταυτόχρονα άνισος σε βάρος των Ελλήνων όσο και η πάλη Δαυίδ – Γολιάθ. Βέβαια, οι Ιταλοί, αν και δεν έφτασαν σε ηρωισμό τους Έλληνες στρατιώτες, πολέμησαν σκληρά. Άλλωστε και οι δείκτες των απωλειών αποδεικνύουν πως και οι Ιταλοί κάθε άλλο από απόλεμοι ήσαν.

Έτσι, ο κρίσιμος παράγοντας για τη νικηφόρα εξέλιξη του πολέμου ήταν η ιταλική υπεροψία και υποτίμηση της ηθικής αξίας των Ελλήνων. Η ελληνική, υπερτονίζει την αξία της δύναμης της ανθρώπινης ψυχής, του σθένους, της καρτερίας και επινοητικότητας σε σχέση με την αριθμητική και οπλική υπεροχή του αντιπάλου. Με την σειρά της δε θα αναγνωρίσει στους Ιταλούς παραλείψεις και λάθη στην οργάνωση και διεξαγωγή του πολέμου.

Η πίστη στο δίκαιο του Αγώνα και το συναίσθημα της αγανάκτησης εξ αιτίας της ιταλικής ιταμότητας, προείχε και εξύψωσε σημαντικά το ηθικό των στρατευμάτων και των αμάχων. Επίσης η αντίληψη του μεγέθους του εθνικού κινδύνου σφυρηλάτησε την εθνική ομοψυχία και θωράκισε τον ψυχικό δεσμό μεταξύ στρατού και αμάχων. Η χρόνια καλλιέργεια εθνικού φρονήματος, έφερε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα ακριβώς την στιγμή που ήταν αναγκαίο.

Όλα ξεκίνησαν από την έντονη η βεβαιότητα της εμπλοκής της χώρας με την Ιταλία, ειδικά μετά την κατάληψη της Αλβανίας (άνοιξη 1939). Ταυτόχρονα ελήφθη η σταθερή πολιτική απόφαση αντίδρασης, με αποτέλεσμα την ετοιμότητα και μη αιφνιδιασμό της χώρας. «Ο Μεταξάς στις 9/4/1939 δέχθηκε τον Άγγλο πρέσβη και του γνωστοποίησε πως είναι αποφασισμένος να αντισταθεί σε οποιαδήποτε επίθεση και να μην υπακούσει ούτε καν σε μία περιορισμένη κατοχή ελληνικού εδάφους» (Cervi σ.108). «Μη νομίζετε πως η απόφασις του ‘ΟΧΙ’ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή…» (Παπακωνσταντίνου σ.81).

Για την πιθανότητα εμπλοκής της χώρας στον β’π.π, μετά την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία,  ο στρατός είχε εξοπλιστεί και εκπαιδευθεί κατάλληλα. Παράλληλα χωρίς να αλλάξει το αμυντικό δόγμα (άμυνα προς τη Βουλγαρία), καταστρώθηκαν σχέδια άμυνας που αφορούσαν στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε, με το σχέδιο «ΙΒ» (Ιταλία/Βουλγαρία). Δημιουργήθηκε ως αυτόνομος ο Κλάδος της Βασιλικής Αεροπορίας και ξεκίνησε ο εξοπλισμός της με σύγχρονα αεροσκάφη, ο οποίος ως γνωστόν δεν ολοκληρώθηκε.

Πάνω απ’ όλα όμως, τον σημαντικό ρόλο τον έπαιξε το προσωπικό των ΕΔ που με τον ηρωισμό του, την ευφυΐα του και την σωματική και ψυχική αντοχή του (Παπακωνσταντίνου σ.406) ανέτρεψε τη λογική και πέτυχε τη Νίκη.

Οι διαφορές στις προσεγγίσεις του Πολέμου είναι φανερές και σημαντικές. Όπως σημαντική είναι και η κοινότητα στην προσκόλληση «μεταφυσικής», τρόπον τινά, ερμηνείας του, πιθανό κατάλοιπο της προπαγάνδας που ανθεί σε περίοδο συρράξεων.

Η ομοιότητα που μπορεί να εντοπισθεί στις απόψεις, αφορά τον τρόπο με τον οποίο Ιταλοί και Έλληνες αναφέρονται στους στρατιώτες τους : είναι τα «παιδιά», που υπέφεραν απ’ τις στερήσεις, τις αντιξοότητες και τις κακουχίες.

Που ξεπέρασαν τον εαυτό τους και έγιναν ήρωες.

Για δες εδώ

Μπορεί να σε ενδιαφέρει

Είμαστε

ΠΑΝΤΟΥ