Μας στέλνει ο Καλλίνικος ο Σύριος,
Οι παρελάσεις αποτελούν μέρος των οργανωμένων κρατών σε μία τελετουργική μορφή όπου οργανωμένες ομάδες ανθρώπων, από τον στρατό ως διάφορους συλλόγους, βαδίζουν σε ομοιόμορφο σχηματισμό, με ομοιόμορφο βάδισμα και ενδυμασία.
Οι κύριοι λόγοι που οι παρελάσεις τελούνται στην σύγχρονη εποχή είναι η απονομή τιμών και σεβασμού σε γεγονότα κομβικά για την πορεία της εκάστοτε κοινωνίας με την επέτειο ή πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτά τα γεγονότα.
Εδώ και αρκετά χρόνια υπάρχουν διάφορες ερμηνείες περί της φύσης και των σκοπών τους, ερμηνείες που θέτουν ερωτήματα ως προς την αναγκαιότητα τους ή τον σκοπό που αυτές εξυπηρετούν στην ελληνική κοινωνία και οι οποίες αποτελούν το έναυσμα για ενέργειες που αλλάζουν την μορφή τους, ιδιαίτερα των μαθητικών παρελάσεων. Σε αυτό το άρθρο θα δούμε τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι παρελάσεις (εννοώντας τις μαθητικές μιας και είναι οι μόνες ουσιαστικά που γίνονται), θα εξετάσουμε κάποιες από τις διαδεδομένες εντυπώσεις που υπάρχουν για αυτές και αν όντως είναι ακόμα αναγκαίες ως ένα είδος τελετουργικής κοινωνικής συμπεριφοράς.
Οι παρελάσεις των μαθητών σε εορταστικές επετείους γινόντουσαν πολύ πριν την δικτατορία
Κοιτώντας την ιστορική πορεία των παρελάσεων θα δούμε ότι αυτές δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αυτές υπάρχουν από την αρχαιότητα. Παράδειγμα αποτελεί το περιστατικό όπου ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τίτος κατά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ διέταξε τις λεγεώνες του να παραταχθούν με πλήρη εξοπλισμό σε θέση με θέα από τα τείχη ώστε να εντυπωσιάσουν τον εχθρό – είναι γνωστό ότι οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι φρόντιζαν και γυάλιζαν τον εξοπλισμό τους με αποτέλεσμα ακόμα και σε εποχή πολέμου να φαίνονται από μακριά.
Εξίσου γνωστοί είναι οι θρίαμβοι που τελούσαν κατά την επιστροφή νικηφόρων στρατευμάτων ως εορταστικές παρελάσεις. Μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο και αφού για αιώνες δεν διοργανώνονταν, επανέρχονται στα ευρωπαϊκά κράτη. Ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος ίδρυσε ένα στρατιωτικό τάγμα αποκλειστικά για παρελάσεις. Στον ελληνικό χώρο της νεότερης και σύγχρονης εποχής υπάρχουν μαρτυρίες για παρελάσεις τόσο εντός όσο και εκτός του ελληνικού κράτους.
Τέλη του 19ου αιώνα γινόντουσαν παρελάσεις στην Ανδριανούπολη, από το 1919 ως το 1922 στην Σμύρνη και στην Κύπρο πολύ πριν το 1936. Στην εφημερίδα ‘’Εμπρός’’ υπάρχει ρεπορτάζ για την παρέλαση της 25ης Μαρτίου 1899 στην Αθήνα, από την ίδια εφημερίδα για την παρέλαση μαθητών στην Λάρισα, την Κέρκυρα και το Άργος την 25η Μαρτίου 1914 ενώ μαρτυρίες υπάρχουν για παρελάσεις της 25ης Μαρτίου το 1924 και 1932 στην Αθήνα.
Η ιστορική αυτή αναδρομή είναι χρήσιμη διότι καταρρίπτει τον ισχυρισμό σύμφωνα με τον οποίο οι μαθητικές παρελάσεις επιβλήθηκαν από τον Ιωάννη Μεταξά κατά την διάρκεια της δικτατορίας του και ως εκ τούτου αυτές είναι ανεπιθύμητες ως ένα κατάλοιπο φασιστικού καθεστώτος.
Οι παρελάσεις των μαθητών σε εορταστικές επετείους γινόντουσαν πολύ πριν την δικτατορία, οι μαθητές πάντα συμμετείχαν με ενθουσιασμό. Αποτελούν εκ μέρους των μαθητών έναν εορτασμό σε συμβολικό επίπεδο της ορμής της νεότητας και την τιμούν με ένα τρόπο που ελάχιστες τελετές σε μαζικό κοινωνικό επίπεδο έχουν. Οι συμμετέχοντες αποτελούν ένα πρότυπο, μία ιδέα του τι μπορούν να επιτύχουν οι νέοι και τι μπορούν να γίνουν αν συμμετέχουν σε οργανωμένες ομάδες προς όφελος τόσο των ίδιων όσο και της κοινωνίας. Την στιγμή εκείνη προβάλλονται δύο πράγματα ταυτόχρονα: τόσο ο ίδιος ο μαθητής όσο και το σύνολο των μαθητών που αμφότεροι δείχνουν τα επιτεύγματα τους μέσω της πειθαρχημένης συμπεριφορά τους και της χρήσης των ικανοτήτων τους που ίσως και οι ίδιοι να μην γνώριζαν ότι είχαν. Αυτό ισχύει έτι περισσότερο για τους σημαιοφόρους και παραστάτες που η θέση τους αποτελεί συμβολική επιβράβευση των κόπων και επιτευγμάτων τους.
Ένας άλλος ισχυρισμός που επίσης ακούγεται εδώ και χρόνια είναι πως οι μαθητικές παρελάσεις είναι άχρηστες και ανεπιθύμητες διότι δεν έχουν καμία εκπαιδευτική αξία για τους μαθητές ως προς την βελτίωση τους αλλά αντίθετα τους μαθαίνει την καθυπόταξη υπό καθεστώς καταπίεσης.
Ας αρχίσουμε από το τελευταίο. Οι μαθητικές παρελάσεις γίνονται με την συμμετοχή οργανωμένων ομάδων στις οποίες κυρίαρχο ρόλο και αρκετές φορές μοναδικό, παίζουν οι μαθητές των σχολείων. Είναι γεγονός ότι για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού σε επίπεδο ομάδας κάθε μέλος της πρέπει να θυσιάσει ένα μέρος της ατομικότητας και ελευθερίας του. Εν τούτοις μέσα από μία τέτοια διαδικασία οι μαθητές διδάσκονται πώς να λειτουργούν ως υπεύθυνα μέλη μίας κοινωνίας.
Η εύρυθμη λειτουργία του κοινωνικού συνόλου και η αρμονική συνύπαρξη των μελών της απαιτούν από αυτά να παραμερίζουν όταν είναι αναγκαίο τις προσωπικές τους επιθυμίες και να μειώνουν τον βαθμό ελευθερίας τους. Παράλληλα οι μαθητές μαθαίνουν να επιλέγουν οι ίδιοι για αυτούς και να είναι υπεύθυνοι των αποφάσεων τους με τις όποιες συνέπειες αυτές έχουν – εδώ και χρόνια η συμμετοχή σε μαθητική παρέλαση δεν είναι υποχρεωτική. Η ύπαρξη πολιτών που να παίρνουν τις αποφάσεις τους υπεύθυνα (και με αυτό εννοώ ότι οι ίδιοι πρέπει να παίρνουν αυτές τις αποφάσεις και να υφίστανται τις όποιες θετικές ή αρνητικές συνέπειες και όχι να το κάνουν άλλοι για λογαριασμό τους ), να νοιάζονται για το σύνολο, να αφήνουν τα έργα τους να μιλούν για τους ίδιους και όχι τα λόγια τους και να λειτουργούν έτσι ως πρότυπο είναι αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη και λειτουργία μίας δημοκρατίας.
Όμως οι παρελάσεις εκπαιδεύουν και με άλλους τρόπους. Αποτελούν μία διδασκαλία βιωματικού τύπου με κωδικοποιημένη μορφή για την ιστορία της κοινωνίας. Τα μέλη της μέσω της συμμετοχής ή της παρακολούθησης μαθαίνουν για τα έργα της, τα κατορθώματα της και πρόσωπα που καταφέρνουν να μετατραπούν σε πρότυπα. Δεν είναι ο μοναδικός τέτοιος τρόπος διδασκαλίας, οι ιστορικές αναβιώσεις και τα παίγνια ρόλων είναι πολύ πιο αποτελεσματικά. Εν τούτοις είναι ίσως ο μοναδικός που είναι εκ φύσεως ανοιχτός στους πολίτες σε μαζικό αριθμό χωρίς να χρειάζεται εξειδικευμένη γνώση, μεγάλη επένδυση σε χρόνο ή χρήμα και χρήση ουσιαστικά μόνο της λογικής – απαιτεί κατ’ ελάχιστο την παρακολούθηση από τον καθένα και βασικές γνώσεις, τα υπόλοιπα αναλαμβάνει η συναισθηματική επένδυση για τους απαραίτητους συνειρμούς.
Είναι μία μέθοδος διδασκαλίας που ως προς την λειτουργία της παρομοιάζει την εκπαιδευτική δυνατότητα του θεάτρου στην αρχαία Ελλάδα. Οι εικόνες περασμένων εποχών και γεγονότων μπορούν να ζωντανέψουν μπροστά στα μάτια των θεατών.
Τέλος ανυψώνουν το ηθικό των παριστάμενων με την υπενθύμιση ένδοξων στιγμών και προσώπων, κάτι πολύ σημαντικό για την οποιαδήποτε κοινωνία και ειδικά κοινωνίες όπως η ελληνική. Κοινωνίες που χρόνια τώρα έχουν έλθει σε ένα ηθικό τέλμα, μέσα σε ένα κόσμο που τα πάντα αλλάζουν με ταχύτατους ρυθμούς (και όπως δείχνει η ιστορία όχι πάντα προς το καλύτερο ), όπου η μία ήττα ακολουθεί την επόμενη, όπου τα σταθερά σημεία αναφοράς καταρρέουν και αυτό που χθες ήταν γνωστό και σίγουρο σήμερα είναι άγνωστο και αβέβαιο.
Οι μαθητικές παρελάσεις αποτελούν έναν από τους συνδέσμους με το παρελθόν και αν κάποιος θέλει να πάει κάπου πρέπει να ξέρει από πού έρχεται. Όπως είπε κάποιος σοφός κάποτε: ‘’όποιος δεν ξέρει την ιστορία του είναι σαν το φύλλο που δεν ξέρει ότι είναι μέρος του δέντρου’’.
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, υπάρχει η θέση πως οι μαθητικές παρελάσεις είναι αχρείαστες ως απομεινάρια ενός φασιστικού παρελθόντος. Αποδείχθηκε όμως πως αυτές υπάρχουν πολύ πριν την δικτατορία του Μεταξά. Επί το πλείστον, τα λόγια αυτά προέρχονται κυρίως από αριστερούς ή αριστερίζοντες ( χωρίς να αποκλείονται άνθρωποι από άλλους ιδεολογικούς και πολιτικούς χώρους – που συνδυαστικά όλοι προσδιορίζονται ως εθνομηδενιστές ) που είναι γνωστό ότι βλέπουν την ιστορική πραγματικότητα μέσα από τα παραμορφωτικά γυαλιά της ιδεολογίας τους που επιτάσσει οτιδήποτε δεν προέρχεται από τον χώρο της αριστεράς ή τους ανθρώπους της να θεωρείται ανεπιθύμητο και κατάλληλο μόνο για τον κάλαθο των αχρήστων.
Θεωρούν πως οι παρελάσεις εμφυσούν τον καταναγκασμό και διάλυση της ατομικής προσωπικότητας σε μία συλλογικότητα που προωθεί την μαζοποίηση και σύνθλιψη της ατομικής σκέψης. Και εδώ βρίσκονται τα δύο μέτρα και σταθμά με τα οποία κρίνουν τα πράγματα: οι ίδιοι άνθρωποι προωθούν παρελάσεις, συγκεντρώσεις, πορείες και συλλογικότητες εντός των οποίων επιβάλλεται η ομοιομορφία σκέψης και πράξεων, απαγορεύεται και στηλιτεύεται έστω και η ελάχιστη απόκλιση από το κυρίαρχο θεωρητικό δόγμα, ενθαρρύνεται το είδος της μαχητικότητας που μόνο ένας στρατός μπορεί να δείξει.
Η συμμετοχή ενός αλλοεθνή έχει νόημα μόνο αν έχει αποβάλλει την παλιά του εθνική ταυτότητα ή είναι στην διαδικασία αποβολής της και να ενσωματώσει την νέα στην χώρα που μένει
Πέρα από το γεγονός πως κανείς δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά ανθρώπους που έχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντα τους, η ίδια η πραγματικότητα έρχεται να τους διαψεύσει: στις μαθητικές παρελάσεις είναι που ο κάθε συμμετέχων λάμπει δια της παρουσίας του, με τον κάθε ένα στον προσωπικό του χώρο όπου μπορεί να φανεί και εντός μίας ομάδας, η κάθε ομάδα διαφορετική η μία από την άλλη. Ας θυμηθούν όλοι την παρέλαση πριν χρόνια όπου ένας μαθητής χειρονόμησε επιδεικτικά προς την εξέδρα των επισήμων.
Τα τελευταία χρόνια όμως υπάρχει μία άλλη θέση, η συμμετοχή αλλοδαπών και αρκετές φορές αλλόθρησκων παιδιών και εφήβων στις μαθητικές παρελάσεις, επί το πλείστον προερχόμενους από χώρες της Αφρικής και Ασίας. Είναι πρόβλημα αυτό; Εγγενώς όχι. Αποτελεί πρόβλημα όταν γίνεται εις βάρος της μαθητικής παρέλασης και εις βάρος των υπόλοιπων συμμετεχόντων. Υπάρχει η τάση, που τείνει να γίνει συνήθεια, να δίνονται οι θέσεις των σημαιοφόρων ή παραστατών σε αλλόθρησκους ή αλλοδαπούς που δεν συμπληρώνουν δύο πολύ βασικές προϋποθέσεις: την αριστεία και την εθνική συνείδηση.
Πολλοί από αυτούς τους μαθητές έχουν επιδόσεις κατώτερες όχι απλά σε σύγκριση με γηγενείς μαθητές αλλά ακόμα και σε σύγκριση με μαθητές προερχόμενους από τις ίδιες χώρες. Απόδειξη η συνάντηση μαύρου μαθητή με τον πρωθυπουργό μετά την παρέλαση της 25ης Μαρτίου όπου παρίστατο και διερμηνέας.
Αυτά τα περιστατικά αποτελούν τουλάχιστον αδιαφορία για τους υπόλοιπους μαθητές (γηγενείς ή όχι) που ή κόπιασαν προκειμένου να σηκώσουν την σημαία ή να παρίστανται δίπλα της και δείχνουν πως η απόδοση τιμών δεν απαιτεί κόπο, απλά την προέλευση από την εκάστοτε μειονότητα με το κατάλληλο σωματικό χαρακτηριστικό της εκάστοτε μόδας. Σύμφωνα με τις θέσεις του γράφοντα, αυτό είναι δείγμα το λιγότερο κατάφωρου ρατσισμού. Δεν έχει σημασία αν είναι θετική διάκριση, εφόσον αυτός που την λαμβάνει (και κατ’ επέκταση αυτοί που αποκλείονται από αυτήν) την λαμβάνει σε μία βάση φυλετικών χαρακτηριστικών και όχι επιτευγμάτων αυτή αποτελεί ρατσισμό.
Η αριστεία όμως δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για την απόδοση τέτοιων τιμών, πολύ περισσότερο για την συμμετοχή. Το έτερο σημαντικό κριτήριο είναι η εθνική συνείδηση. Οι γιορτές εθνικών επετείων είναι δημιουργημένες από εμάς, με εμάς, για εμάς τους Έλληνες. Υπάρχουν προκειμένου να ενισχύεται η εθνική συνείδηση που έχουν τα μέλη του έθνους του τις εορτάζει, για αυτό και δεν έχει νόημα η συμμετοχή άλλων που δεν μοιράζονται τις ίδια εθνική συνείδηση. Δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να τις παρακολουθήσει αν θέλει αλλά δεν θα μπορεί να συμμετέχει στην συναισθηματική μέθεξη των υπολοίπων. Η συμμετοχή όμως είναι κάτι διαφορετικό – οι συμμετέχοντες εκείνη την στιγμή αποτελούν την ενσάρκωση των στοιχείων της εθνικής συνείδησης και ταυτόχρονα τα πρότυπα της για τους υπόλοιπους.
Η συμμετοχή ενός αλλοεθνή έχει νόημα μόνο αν έχει αποβάλλει την παλιά του εθνική ταυτότητα ή είναι στην διαδικασία αποβολής της και να ενσωματώσει την νέα στην χώρα που μένει. Την ίδια στιγμή αποτελεί προσβολή τόσο προς το νόημα της εορτής: οι πρόγονοι μας επαναστάτησαν προκειμένου να φτιάξουν ένα κράτος στο οποίο θα είναι ελεύθεροι με εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν την ελληνική εθνική ταυτότητα και έχοντας συνείδηση των στοιχείων που τους χωρίζουν από τους αλλόθρησκους και αλλόφυλους καταπιεστές και κατακτητές τους: γλώσσα, θρησκεία, ήθη και έθιμα, ιστορία, κοινή βιολογική βάση ( χωρίς το τελευταίο να τους εμποδίζει να δέχονται αλλοεθνείς όπως οι Βούλγαροι ιππείς του Σέρβου Χατζηχρήστου μετά την πτώση της Τριπολιτσάς). Για αυτό και είναι το λιγότερο αδιανόητο να δίνονται τιμητικές θέσεις εντός κάθε σώματος παρέλασης σε κοπέλες που φορούν ισλαμική μαντίλα ή αγόρια που δεν αισθάνονται Έλληνες όπως η διάσημη περίπτωση Αλβανού μαθητή που χρόνια αργότερα μετά την συμμετοχή του ως σημαιοφόρος παραδέχθηκε πως δεν αισθανόταν και δεν αισθάνεται Έλληνας.
Οι ενέργειες που απορρέουν από αυτή την θέση βασίζονται σε μία κακώς νοούμενη νοοτροπία αφομοίωσης και ανεκτικότητας. Φυσικά δεν φταίνε τα παιδιά που βρέθηκαν στις θέσεις αυτές αλλά οι ενήλικοι που ήταν υπεύθυνοι για τις αρμόδιες αποφάσεις και οι οποίοι τα χρησιμοποιούν για να προωθήσουν μία συγκεκριμένη ιδεολογία: την πολυπολιτισμικότητα και την συγκρότηση έθνους με βάση μόνο τα πολιτικά δικαιώματα.
Η πολυπολιτισμικότητα είναι ένα ιδεολόγημα που έχει διαψευσθεί πλήρως από την πραγματικότητα – τουλάχιστον για όποιον έχει λειτουργικά μάτια και εγκέφαλο. Δεν έχει υπάρξει ποτέ τέτοια κοινωνία ή κράτος που να μακροημέρευσε. Τέτοιες κοινωνίες δεν ενώνονται σε μία νεφελώδη βάση ανοχής και κατανόησης. Αντίθετα, τα διάφορα μέρη της κατανοώντας την διαφορετικότητα τους αγκιστρώνονται με την ιδιαίτερη ταυτότητα τους, περιχαρακώνονται και πολεμούν μεταξύ τους.
Όσο για την συγκρότηση έθνους με συνδετικό ιστό τα πολιτικά δικαιώματα, αυτό είναι ένα ιδεολόγημα που έρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες σύμφωνα με το οποίο δεν έχει σημασία η καταγωγή, η γλώσσα ή το θρήσκευμα κάποιου, αρκεί να είναι πιστός πολίτης του για να ανήκει σε αυτό. Και για τις μεν Πολιτείες και κράτη με παρόμοια αρχή και εξέλιξη είναι ίσως ένα επαρκές πλαίσιο αλλά για έθνη όπως το ελληνικό που βασίστηκαν σε στενούς πολιτισμικούς, ιστορικούς και βιολογικούς δεσμούς μία τέτοια ιδέα όχι απλά είναι ακατάλληλη αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει ακριβώς διότι δεν ανταποκρίνεται σε αυτό.
Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση έτσι και σε αυτή εδώ τα μέλη της βλέπουν την πραγματικότητα μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της ιδεολογίας τους αγνοώντας πολύτιμα μαθήματα που η ιστορία με πολύ κόπο και αίμα μας έχει διδάξει και φυσικά καταφεύγοντας σε συναισθηματικούς και ηθικούς εκβιασμούς προκειμένου να διαδώσουν τις θέσεις τους.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως αλλοδαποί δεν μπορούν να συμμετέχουν. Μπορούν εφόσον αριστεύουν ώστε να αποτελούν ένα πρότυπο και έχουν προσλάβει την ελληνική εθνική ταυτότητα. Αυτό φυσικά εκ των πραγμάτων μπορεί να ισχύει μόνο για μεμονωμένες περιπτώσεις και όχι για πληθυσμούς ολόκληρους, εν τούτοις και για αυτό υπάρχει λύση: αν ω μη γένοιτο γίνει κάτι κρίσιμο για το ελληνικό έθνος και κοινωνία και οι αλλοδαποί που βρίσκονται εντός του ελληνικού κράτους σταθούν δίπλα στο ελληνικό έθνος αναλαμβάνοντας όλους τους κινδύνους και τις υποχρεώσεις μίας τέτοιας στάσης, τότε προσωπικά δεν βλέπω κανένα λόγο να μην εορταστεί αυτό το γεγονός με μία καινούργια επέτειο που θα τους περιλαμβάνει ενεργά.
Καταλήγοντας, οι εθνομηδενιστές (άσχετα από την προέλευση τους) ταλανίζουν την χώρα και το έθνος εδώ και πολλά χρόνια. Αν και πιάνουν οριζοντίως ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, η σύγχρονη εκδοχή τους προέρχεται κυρίως από την ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού (και ουχί του φιλελευθερισμού παρά τα όσα κάποιοι νομίζουν) η οποία αντιμετωπίζει κάθε άνθρωπο ως κεφάλαιο διαθέσιμο για εκμετάλλευση και διακίνηση και για αυτό προσπαθεί να φτιάξει ένα νέο τύπου ανθρώπου χωρίς ρίζες, ατομιστή και υλιστή και στην προσπάθεια αυτή καμώνεται πως εναγκαλλίζει ανθρωπιστικές θεωρίες, πολλές φορές προερχόμενες από την μαρξιστική ή νέο-μαρξιστική κοσμοθεώρηση, τις οποίες θεωρίες αναπτύσσει ακόμα περισσότερο.
Μπροστά στον κόσμο που έρχεται, ο νέος τύπος ανθρώπου που εγείρεται μοιάζει με κάτι καμία σχέση δεν έχει με την ανθρώπινη οντότητα όπως την ξέρουμε και που στο διάβα του απειλεί να παρασύρει οτιδήποτε δίνει σταθερότητα στις ανθρώπινες κοινωνίες. Είναι απαραίτητο να ενδυναμώσουμε τις επαφές μας με τις ρίζες μας και την σχέση μας με το παρελθόν ώστε να μπορέσουμε να πορευθούμε στο μέλλον. Είναι απαραίτητο να το κάνουμε χωρίς την οποιαδήποτε νόθευση ή έκπτωση, χωρίς να προσαρμόζουμε την ιστορία μας στην εκάστοτε μόδα. Αντίθετα, οι υπόλοιποι καλούνται να το αποδεχθούν όπως είναι και να προσαρμοστούν σε αυτό.
Η ιστορία μας είναι ένας φάρος που μπορεί να φωτίσει τον δρόμο στα σκοτάδια του μέλλοντος. Καιρός είναι να κρατήσουμε το φως αυτό ζωντανό, αμόλυντο και ως οδηγό για να χαράξουμε τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε.