Ένα άγνωστο Μνημείο προς τιμήν του σπουδαίου Μακεδονομάχου Κωνσταντίνου Γαρέφη στέκεται στις εσχατιές των βορείων συνόρων μας, «στεφανωμένο» από τη μυστηριακή φύση της Αλμωπίας.

 
Λίγο βορειότερα από τον παραδοσιακό οικισμό του Άνω Γαρεφείου, ενός γραφικού χωριού της Αριδαίας που έλαβε το όνομά του από τον Πηλιορείτη Μακεδονομάχο[1], στους πρόποδες του ορεινού όγκου του όρους Πινόβου, συναντάει ο επισκέπτης το ιδιαίτερο Μνημείο του σπουδαίου Έλληνα οπλαρχηγού, το οποίο ανέγειραν ντόπιοι κάτοικοι προς ανάμνηση της εθνικής του δράσης στην ευρύτερη περιοχή.
Σε ένα άγριο τοπίο που σε μαγνητίζει, παρόμοιο με αυτά τα οποία περιγράφει ο Ίων Δραγούμης στο έργο του «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα», τα «γεμάτα στοιχειά και βουλγάρους», τη νύχτα της 6ης Αυγούστου του 1906, ο Καπετάν Γαρέφης παγιδεύει και εξοντώνει σε μια ηρωική έφοδο τους δύο κύριους στόχους του, τους αρχικομιτατζήδες Καρατάσο και Λούκα Ιβάνωφ Ποπώφ (ταγματάρχη του βουλγαρικού στρατού). Ο Γαρέφης είχε εντοπίσει στην τοποθεσία Μπογκντάνιτσα[2], στο τσελιγκάτο[3] του Σαρακατσάνου Πασαγιώργη Καραφυλλιά, την καλύβα στην οποία κρύβονταν οι εχθροί του, μετά από υποδείξεις ντόπιων ελληνόψυχων Μακεδόνων και Σαρακατσάνων
Στην άγρια αυτή συμπλοκή, ο Καρατάσος σκοτώθηκε ακαριαία, ενώ ο Λούκας τραυματίστηκε βαριά και βρέθηκε μερικές μέρες αργότερα νεκρός. Λέγεται ότι και οι δυό τους χτυπήθηκαν από τον ίδιο τον Γαρέφη, ο οποίος επίσης βαριά τραυματισμένος διακομίστηκε στο τσελιγκάτο του Σαρακατσάνου Γιαννακούλα, όπου και κατέληξε ύστερα από τρεις ημέρες. Στη συνέχεια τάφηκε στη Γραδέσνιτσα, χωριό που ανήκει δυστυχώς σήμερα στο κράτος των Σκοπίων. Ο σουλιωτικής καταγωγής Καπετάν Κωνσταντίνος Γαρέφης από τις Μηλιές Πηλίου, θα αφιερώσει την ίδια του τη ζωή για μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Μακεδονικού Αγώνα, καθώς απάλλαξε οριστικά την περιοχή από την παρουσία των κομιτατζήδων.


 [1] Το χωριό Γαρέφι είχε προηγουμένως την –νοτιοσλαβικής προέλευσης– ονομασία «Τσερνέσοβο» (черно/cherno=μάυρο).


 [2] Η περιοχή Μπογκντάνιτσα ανήκει επίσης στα σλαβικής προέλευσης τοπωνύμια της ευρύτερης περιοχής της Οθωμανοκρατούμενης βόρειας Μακεδονίας, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν υποδηλώνουν αλλότρια συνείδηση των ντόπιων Μακεδόνων, Βλάχων και Σαρακατσάνων κατοίκων τους. Απόδειξη της τρανταχτής ελληνικής εθνικής συνείδησης τους αποτελούν οι σλαβικές ονομασίες «Γκρέτσκο σέλο» (ελληνικό χωριό) και «Γαρέφι βόντα» (πηγή/νερό του Γαρέφη) που έχουν μείνει μέχρι σήμερα ανεξίτηλες από τους δίγλωσσους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, υπενθυμίζοντάς τους τον αγώνα εναντίων βουλγάρων/πανσλαβιστών.


 [3] Ως «τσελιγκάτο» ορίζεται ένας ιδιότυπος κοινωνικός και παραγωγικός μηχανισμός, που αποτελούνταν από συγγενικές κυρίως οικογένειες. Αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας υπήρξε η παρεμφερής ανάπτυξη βιοτεχνιών, που επεξεργάζονταν τα κτηνοτροφικά προϊόντα. Ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη περίοδο της τουρκοκρατίας, παρατηρείται η μετάβαση των κτηνοτρόφων από τις οικογενειακές εκμεταλλεύσεις στις οργανωμένες, που δε στηρίζονται σε σχέσεις αίματος, αλλά στο κοινό επαγγελματικό συμφέρον. Τότε εμφανίζεται το τσελιγκάτο, ως παραγωγικός συνεταιρισμός, με πυρήνα του τη διευρυμένη οικογένεια, οικονομικά εύρωστη, με σημαντικά κοπάδια στη διάθεσή της. Ο λόγος που θεωρείται άξιος αναφοράς και ανάλυσης ο τρόπος ζωής των μελών των τσελιγκάτων είναι ο οργανωτικός δυναμισμός τους και η αντοχή του θεσμού στο χρόνο, που είχε ως συνέπεια την προστασία του επαγγέλματος των κτηνοτρόφων ακόμη και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Οι συνθήκες ζωής ήταν δύσκολες καθώς ζούσαν σε καλύβες, μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο. Είχαν όμως το πλεονέκτημα να είναι ελεύθεροι, να μην ανήκουν σε φεουδάρχες και να είναι αυτάρκεις. Χαρακτηριστικό της δυναμικής του τσελιγκάτου ήταν η θέσπιση κανόνων αποκλειστικά μεταξύ των μελών του και η απουσία εποπτεύουσας ή άλλης αρχής που να διατάζει για τον τρόπο λειτουργίας τους.

Για δες εδώ

Μπορεί να σε ενδιαφέρει

Είμαστε

ΠΑΝΤΟΥ