Καταρχάς και ιδίως για εξωτερικό μη Αμερικανό παρατηρητή, η οπτική και η εμφάνιση ήταν σαφώς υπέρ Τραμπ. Για τον μέσο Έλληνα, που δεν έχει ακούσει σχεδόν τον Μπάιντεν, πόσο μάλλον να τον βλέπει να βγαίνει από το υπόγειο του -καθώς του αποκρύπτεται συστηματικά από τα εδώ ελληνόφωνα φερέφωνα του Σι Εν Εν- η εμφάνιση Μπάιντεν θυμίζει ανοιακό τρόφιμο γηροκομείου και οργισμένο και κακομοίρη ηλικιωμένο θείο. Σίγουρα πάντως, όχι δυναμικό και συγκροτημένο χειριστή πυρηνικού οπλοστασίου και διαπραγματευτή έναντι του Πούτιν και του Σι Ζι Πινγκ…
Στον μέσο Αμερικανό όμως, που είναι πλέον εξοικειωμένος με τα όπτικς και τις συμπεριφορές των δύο υποψηφίων, θα προκαλούσε εντύπωση μόνο μία κατάρρευση, σαλιάρισμα ή και νοητική διάλειψη του Τζο Μπάιντεν, η οποία άλλωστε αποτελεί και το κύριο παραπολιτικό θέμα των εκλογών.
Από την άποψη αυτή λοιπόν, ο Τζο Μπάιντεν μάλλον βγαίνει σχετικά αλώβητος από το πρώτο ντιμπέιτ, καθότι μπόρεσε να έχει τις περισσότερες φορές συνεκτικές απαντήσεις, αν και όχι ιδιαίτερα σχετικές με τις ερωτήσεις και ιδίως ειλικρινείς-όπως στη μη καταδίκη των Αντίφα και κυριότερα στο αν θα επεκτείνει αριθμητικά το σώμα του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας, αλλάζοντας έτσι τις ισορροπίες του-. Μάλλον δε, ”έχασε τη μπάλα” όταν στριμώχτηκε από τον Πρόεδρο ως προς τα πάρτι εκατομμυρίων του γιου του Χάντερ, από αποδεδειγμένα ντιλ και εκβιασμούς με Ρώσους και Κινέζους ολιγάρχες.
Είναι όμως τιμητικό για εκείνον, πως εν αντιθέσει με κάθε πρότερο υποψήφιο των Δημοκρατικών, δεν προσπαθεί να ικανοποιήσει τους πάντες και κάνει μάλλον σαφές, πως ο μέσος Αμερικανός πρέπει να αναμένει φοροκαταιγίδα σε περίπτωσης νίκης του…
Σημαντική εντύπωση παρεμπιπτόντως, προκάλεσαν οι συνεχείς ύβρεις του Τζο στον Πρόεδρο και η επίμονη αποφυγή οπτικής επαφής με αυτόν, που μάλλον αποτελούν ακραία αποτυχημένη τακτική εμφάνισής του ως κυριάρχου…
Ο Πρόεδρος από την άλλη, αν και σαφώς ανώτερος και στην ουσία των απαντήσεων και κυρίως στο ύφος και την άνεσή του, δεν κατάφερε να ”στριμώξει” αποφασιστικά τον αντίπαλο του, παρά τις πλείστες ευκαιρίες που του δόθηκαν. Ο Ντόναλντ Τραμπ, κατά την προσφιλή του συνήθεια, παρασυρόταν συνεχόμενα σε αυτοσχέδιους μονολόγους και δεν εξέθετε τις άπειρες αντιφάσεις του Τζο και των Δημοκρατικών. Επίσης, εμφανίστηκε αδύναμος ως προς τις ερωτήσεις περί κλιματικής αλλαγής, της καταδίκης υποτιθέμενων Λευκών τρομοκρατικών οργανώσεων και της εμφάνισης της φορολογικής του δήλωσης· κάτι όμως που μπορεί να ερμηνευθεί και ως μη θέληση υποταγής στην πολιτική ορθότητα, για την οποία άλλωστε ξεχωρίζει σταθερά.
Ως προς τον συντονιστή της συζήτησης στο υποτιθέμενα φιλοτραμπικό, αλλά επί της ουσίας εταιρικό συστημικό Φοξ, Κρις Γουάλας, αυτός, όπως προβλεπόταν από τους υποψιασμένους βάσει και της συνεχόμενα αμφίθυμης στάσης του απέναντι στον Πρόεδρο, είχε ρόλο μάλλον ρόλο βοηθητικού αντιλογητή του Προέδρου, καθώς τον διέκοπτε συνεχόμενα και εν τη ρήμει του λόγου και παράλληλα δεν πίεζε ανάλογα τον Τζο Μπάιντεν ως προς τις κύριες προσωπικές μομφές έναντι αυτού, το σκάνδαλο δηλαδή στο οποίο εμπλέκεται ο γιος του και φυσικά την κατάσταση της υγείας του-σημειωτέο πως έχει αρνηθεί να κάνει τεστ νοητικής ικανότητας προ των εκλογών…-. Συμπεριφορά που καταδεικνύει άλλη μία φορά, πως το Φοξ αποτελεί ελεγχόμενη αντιπολίτευση ή καλύτερα προσπάθεια μετριασμού και ελέγχου της αντιδραστικής μερίδας του αμερικάνικου λαού.
Καταληκτικά και ιδίως για τους οπαδούς των δύο υποψηφίων, το ντιμπέιτ είναι να σαν να μην έγινε ποτέ.
Ο Πρόεδρος Τραμπ δεν κατάφερε ”νοκ άουτ” η έστω ”νοκ ντάουν” του αντιπάλου του και ο Τζο Μπάιντεν κατόρθωσε να μην καταρρεύσει, που όμως ήταν το ζητούμενο για εκείνον.
Το δεύτερο ντιμπέιτ αναμένεται μακράν πιο ενδιαφέρον και ζωηρό, πόσο μάλλον εφόσον οι αντίπαλοι έχουν πλέον σαφή γνώση των αδυναμιών της άλλης πλευράς.
Οψόμεθα.
Ζήτω ο γκοντ Έμπερορ.